Η συγκαιρινή αφήγηση γύρω από τις πολιτικές ισορροπίες στο τουρκικό εσωτερικό παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον. Αντιθέτως με την γενική άποψη γύρω από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να αναδείξει τον Στρατό σε πολιτειακό πυλώνα του κράτους που ξεπρόβαλε μέσα από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όραμα του ήταν η οικοδόμηση όρων άσκησης πεφωτισμένης δεσποτείας, δίχως την ανάγκη εφαρμογής πολιτικών ισορροπίας. Γρήγορα κατάλαβε όμως ότι δίχως την υποστήριξη του στρατού δεν θα άντεχε τις πιέσεις που προκαλούσε η μετάβαση από το Χαλιφάτο σε ένα κοσμικό κράτος με δυτικό περίβλημα. Μέχρι τον θάνατο του ο ίδιος ασκούσε ανεμπόδιστα την εξουσία με μοναδικό καταλύτη την υποστήριξη του στρατού που ασφαλώς ποτέ δεν ήταν δεδομένη αλλά αποτέλεσμα λεπτών ισορροπιών συγκατοίκησης. Μετά το θάνατο του Ατατούρκ ο Στρατός ευφυώς αναγνωρίζοντας το κενό που δημιουργούνταν σε πολιτικό επίπεδο ανέδειξε τη λατρεία του Κεμάλ ως τη νέα θρησκεία των Τούρκων κρατώντας για τον ίδιο το προνόμιο του σχηματισμού εκ των έσω ενός νέο-ιερατείου. Ο Στρατός στην Τουρκία επέτυχε να οικοδομήσει ένα μεταφυσικό περίβλημα για τη θέση, το ρόλο και ασφαλώς τα προνόμια που αυτός θα κατείχε στο τουρκικό οικοδόμημα μετά το θάνατο του ιδρυτή του, ως τοποτηρητής διατήρησης των πολιτικών του κελευσμάτων όπως αυτά ετέθησαν με περισσή σαφήνεια στη γνωστή ομιλία του Ατατούρκ, Nutuk.
Σήμερα όμως ο ρόλος του Στρατού αμφισβητείται ευθέως από τους κυριάρχους πολιτικούς παράγοντες του κράτους. Το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν μπορεί να εξηγήσει τις σημερινές εξελίξεις. Ο Ερντογάν φυλακίζει αυτούς που τον φυλάκισαν το 1999 με κατηγορία την υποκίνηση θρησκευτικού μίσους. Ένα είδος πολιτικού tit for tat αναλογικότητα δηλαδή ως προς την ανταπόδοση του πρώτου πλήγματος. Πράγματι, η κόντρα μεταξύ Ισλαμιστών και Στρατού έχει να κάνει με τη διαμάχη δυο συστημάτων εξουσίας στο εσωτερικό της Τουρκίας που μάχονται για το μονοπώλιο στην άσκηση της κρατικής κυριαρχίας. Η πρόσφατη προφυλάκιση του Ιλκέρ Μπασμπούγ, αρχηγού του τουρκικού γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων από το 2008 μέχρι το 2010, η παρέμβαση πριν από σχεδόν ένα έτος του Τούρκου πρωθυπουργού στις κρίσεις της ηγεσίας του Τουρκικού στρατεύματος, η φυλάκιση δεκάδων αξιωματικών υπό το βάρος των κατηγοριών της Εργκένεκον και του σχεδίου Βαριοπούλα είναι μερικές μόνο ενδείξεις από την ταραχώδη αυτή σχέση μεταξύ AKP και Στρατού. Ένα παιχνίδι πολιτικής ισχύος που ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει την οριστική του έκβαση, αν ασφαλώς υφίσταται κάτι τέτοιο στον πολιτικό ανταγωνισμό ισχύος.
Ο ισχυρισμός ότι η κόντρα μεταξύ Στρατού και νέο-ισλαμιστών διενεργείται στο όνομα του εκδημοκρατισμού του κράτους είναι, τουλάχιστον, άστοχος. Η σχέση μεταξύ ΑΚΡ και δημοκρατίας είναι ασύμβατη αφού Ισλάμ και αστική φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελούν δυο ανταγωνιστικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Η φυλάκιση ενός Στρατηγού αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη. Πέρα από κάθε αμφιβολία θα δημιουργήσει έντονους τριγμούς στα υπερώα της εξουσίας του τουρκικού κράτους, αναδεικνύοντας την πολιτειακή μεταβατικότητα στην οποία βρίσκεται το τουρκικό κράτος. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελεί ένδειξη αλλαγής της αναθεωρητικής στάσης της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.
O τουρκικός αναθεωρητισμός δεν υφίσταται λόγω του δημοκρατικού ελλείμματος που διαπερνά το πολιτειακό σύστημα του προβληματικού μας γείτονα. Ο τύπος του πολιτεύματος αν και προβάλλεται ως καταλύτης για τη συμπεριφορά ενός κράτους στη διεθνή αρένα εν τούτοις περιορίζεται σε διαστάσεις πολιτειακής εσωτερικότητας. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τη στάση ενός κράτους απέναντι στους υπόλοιπους εθνοκρατικούς δρώντες της διεθνούς αρένας αφορούν, πρωταρχικώς, το επίπεδο ισχύος που αυτό διαχειρίζεται και στη συνέχεια τους προσανατολισμούς των συμμαχιών του.
Το κλειδί στην ενδελεχή παρατήρηση των εξελίξεων, όσον αφορά την Ελληνική πλευρά, είναι να μην συγχέουμε την ενδοκρατική με τη διακρατική σφαίρα και να επικεντρωθούμε στο γεγονός αυτό καθ’ αυτό δίχως να του προσδίδουμε περαιτέρω εννοιολογικές διαστάσεις από αυτές που στην πραγματικότητα εμπεριέχει. Η σύγκρουση του κυβερνώντος κόμματος με το Στρατό αφορά τη διαμόρφωση του εσωτερικού περιβάλλοντος του τουρκικού κράτους και όχι μια θεαματική θετική μεταβολή της στάσης της Άγκυρας στη διεθνή σφαίρα. Ακόμα κι αν με έναν μαγικό τρόπο αύριο η Τουρκία μεταμορφωθεί σε πρότυπο αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ο κατοχικός στρατός στη βόρειο Κύπρο θα συνεχίσει να υφίσταται και η Άγκυρα θα διατηρήσει τη θέση της γύρω από τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο. Τα πολιτικά συμφέροντα και οι στρατηγικοί στόχοι υπερισχύουν των ιδεολογικών θέσεων στο εσωτερικό του κράτους, για τον κάθε εθνοκρατικό δρώντα του διεθνούς συστήματος. Αυτό φαίνεται από τη υιοθέτηση της ίδιας στάσης της Άγκυρας απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο είτε κατά τη διάρκεια της πολιτικής κυριαρχίας των Κεμαλιστών είτε κατά τη διάρκεια της πολιτικής υπεροχής των νέο-Ισλαμιστών.
Όπως όλα δείχνουν οι αναταράξεις στο τουρκικό εσωτερικό θα έχουν χρονική διάρκεια ενώ στη φάση που βρισκόμαστε το ενδιαφέρον οφείλει να εστιασθεί στο μέλλον του κυβερνώντος κόμματος και στις ετερογενείς τάσεις που αργά αλλά σταδιακά έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους εκεί ως προς τον επερχόμενο ανταγωνισμό των επιγόνων του Ρ.Τ. Ερντογάν και της μελλοντικής απήχησης του πολιτικού Ισλάμ στο τουρκικό εκλογικό σώμα. Η πορεία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, ως προς την ουσία του θέματος και όχι ασφαλώς ως προς τους παράγοντες διαμόρφωσης εντυπώσεων, θα συνεχίσουν να περνούν μέσα από το πλέγμα που παράγουν οι όροι άσκησης Σκληρής και Ήπιας ισχύος. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναλύουμε ορθολογικά τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία ώστε να διαμορφώνουμε μια πλήρη εικόνα για τη γείτονα, να μη συγχέουμε το ενδοκρατικό με το διακρατικό επίπεδο και να μην επιτρέπουμε σε συμπεράσματα που λειτουργούν παρελκυστικά ως προς τους όρους διαμόρφωσης της εξωτερικής μας πολιτικής να επηρεάζουν τους εθνικούς θεσμικούς νευρώνες λήψης αποφάσεων.
Σπύρος Ν. Λίτσας, Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου