Του Χρήστου Μηνάγια
Η πολιτική Ερντογάν εισήγαγε την Τουρκία σε μια μακρά περίοδο εξελίξεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας που προβλέπεται να συνεχισθεί και το 2011. Συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πολύ σημαντική αλλαγή η οποία δεν είναι απαλλαγμένη από σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις.
Το προφίλ της χώρας αλλάζει συνεχώς και η μέχρι τώρα στρατηγική της καταδεικνύει ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει στηρίζονται σ’ ένα πολύ αυστηρά οριοθετημένο πεδίο ελιγμών.
Η Τουρκία είναι μια μουσουλμανική χώρα όπου όλα τα είδη του Ισλάμ έχουν, άλλα μικρότερο και άλλα μεγαλύτερο, ποσοστό επιρροής. Είναι μια χώρα όπου συνυπάρχουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ, το φονταμενταλιστικό Ισλάμ, το πολιτικό Ισλάμ, το ήπιο Ισλάμ, το εκσυγχρονιστικό Ισλάμ, το Ισλάμ των χωριών και το Ισλάμ των πόλεων. Οι Τούρκοι αναλυτές εντάσσουν τον πρωθυπουργό Ερντογάν στην κατηγορία των ήπιων ισλαμιστών και θεωρούν ότι η νεο-οθωμανική του πολιτική προκαλεί έντονο σκεπτικισμό αφενός στον
κρατικό πολιτικο-στρατωτικό μηχανισμό και στους εθνικιστικούς κύκλους της
χώρας αφετέρου στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Τούρκοι στρατηγοί είχαν συνηθίσει να κατευθύνουν όλες τις πολιτικές
ηγεσίες της χώρας διότι θεωρούσαν ότι δεν διοικούν μόνο τις ένοπλες
δυνάμεις αλλά ολόκληρη τη χώρα. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους και
να συνεχίσουν να έχουν υπό την κηδεμονία τους το λαό και το κράτος
εδραίωσαν την παρουσία τους στη νομική υποδομή της Τουρκικής
Δημοκρατίας μέσω του Συντάγματος, πραγματοποίησαν πραξικοπήματα,
εξέδωσαν υπομνήματα παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας,
δημιούργησαν οργανώσεις ανατροπής της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης και
αμαύρωσαν τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών υποτάσσοντας τους στην επίσημη
ιδεολογία και στην κρατική ελίτ καταπατώντας τις ατομικές τους ελευθερίες και
τα ατομικά τους δικαιώματα.
Η στρατηγική του Ερντογάν έναντι του στρατιωτικού κατεστημένου ήταν
πολυδιάστατη, όπως η αλλαγή της σύνθεσης του Συμβουλίου Εθνικής
Ασφαλείας και του τρόπου λήψεως αποφάσεων αυτού, η νομοθετική
μεταρρύθμιση σχετικά με την πολιτική αυτονομία των στρατιωτικών, η
2
δικαστική μεταρρύθμιση που οριοθετεί το πεδίο αρμοδιοτήτων της
στρατιωτικής δικαιοσύνης κ.λπ. Συνακόλουθα δε, άρχισε να παρεμβαίνει και
στις εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων με έμφαση στις αποφάσεις του
Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου (ΑΣΣ). Το ΑΣΣ συνεδριάζει δύο φορές
ετησίως και συμμετέχουν ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Άμυνας και όλοι οι
ανώτατοι αξιωματικοί βαθμού στρατηγού, ναυάρχου και πτεράρχου. Η
σύσταση του συμβουλίου αυτού έγινε το 1971, αμέσως μετά το στρατιωτικό
πραξικόπημα της 12-3-1971, προκειμένου οι στρατιωτικοί να κρατήσουν τις
κυβερνήσεις σε απόσταση από το εσωτερικό τους καθεστώς και τις
εσωτερικές αποφάσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αποκτώντας μια
ολοκληρωτική αυτονομία. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο αποφάσιζε για
τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών και τη στρατιωτική στρατηγική,
ενώ η παρουσία όλων των πρωθυπουργών ήταν άκρως συμβολική. Για την
ακρίβεια όλων πλην του Ερντογάν, ο οποίος τον Αύγουστο και το Νοέμβριο
του 2010, μετά από 8 χρόνια πρωθυπουργός, αντιτάχθηκε στην πολιτική αυτή
επιδεικνύοντας μια πρωτόγνωρη για τα τουρκικά δεδομένα επίδειξη πολιτικής
δύναμης αιφνιδιάζοντας τους στρατιωτικούς. Πέτυχε δηλαδή οι αποφάσεις του
ΑΣΣ σχετικά με τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών να έχουν την
ουσιαστική έγκριση της πολιτικής εξουσίας της χώρας.
Επιπρόσθετα, στις 16-12-2010 άρχισε η δίκη των 196 στρατιωτικών, μεταξύ
των οποίων πρώην αρχηγοί και στρατηγοί, που αντιμετωπίζουν ποινές
φυλάκισης 15 έως 20 ετών διότι εμπλέκονται σε σχεδιασμούς ανατροπής της
κυβέρνησης Ερντογάν (σχέδιο Βαριοπούλα), ενώ έχουν συλληφθεί επιπλέον
39 αξιωματικοί λόγω εμπλοκής τους σε υπόθεση κατασκοπείας, εκβιασμών
και πορνείας στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικών Συστημάτων του τουρκικού
ΓΕΕΘΑ, στο υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, στη Διοίκηση Ασφαλείας
Ακτών, στη Διοίκηση Ναυτικών Δυνάμεων και στο TUBΙΤΑΚ (Τουρκικό
Ίδρυμα Επιστημονικών και Τεχνολογικών Ερευνών).
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ρεπουμπλικανικό CHP και εθνικιστικό
MHP, αποδείχθηκαν ανεπαρκή στην προαναφερόμενη «ερντογανική
επίθεση» διότι αφενός έχουν προβλήματα ηγεσίας και ιδεολογίας στο
εσωτερικό τους, αφετέρου η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας τα θεωρεί
ως πολιτικό σκέλος του βαθέος κράτους. Το βασικό τρωτό σημείο των
κομμάτων αυτών είναι ότι στηρίζονται στη ψυχολογία της «μη αλλαγής» ενώ
δεν διστάζουν να κατηγορούν ως προδότες έναντι του ατατουρκισμού όσους
επιδιώκουν την αλλαγή. Άλλωστε ο ιδεολογικός τους δογματισμός πάντα
έμπαινε εμπόδιο σε κάθε αντίληψη που ανταποκρινόταν στις ανάγκες και στις
δημοκρατικές προσδοκίες της κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 12-9-2010 στην Τουρκία
ανέδειξαν έναν πανίσχυρο Ερντογάν που μπορεί πλέον να προχωρήσει σε
μια οριστική πολιτική ρήξη με το στρατιωτικό κατεστημένο και όλους εκείνους
τους μηχανισμούς που συνιστούν το αποκαλούμενο «βαθύ κράτος». Επίσης,
σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις το ποσοστό του κυβερνώντος
κόμματος ΑΚΡ ανέρχεται στο 46% και δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον να
3
υπάρξει κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση πολιτικής εξουσίας. Διαπιστώνεται
λοιπόν ότι όλα εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιδιώξεις του Ερντογάν που
υποβοηθείται σε μεγάλο βαθμό από τις συγκυρίες, διότι ούτε η σκληρή αν όχι
αλαζονική του συμπεριφορά, ούτε η κόπωση της κυβέρνησης του φαίνονται
να επηρεάζουν αρνητικά τους Τούρκους ψηφοφόρους. Όμως δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι σε ανύποπτο χρόνο όλα μπορεί να αλλάξουν, διότι η εικόνα
της εθνο-θρησκευτικο-ιδεολογικής τριχοτόμησης που παρουσίασε η Τουρκία
στο πρόσφατο δημοψήφισμα αποτελεί στοιχείο ιδιάζουσας σημασίας με
πολλούς αποδέκτες.
Οι Κούρδοι από την επομένη του δημοψηφίσματος άρχισαν να
δημοσιοποιούν τις «αυτονομιστικές» τους απαιτήσεις δίδοντας την εντύπωση
ότι έχει ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» για το κουρδικό, ενώ το βαθύ κράτος
βρίσκεται σε στάση αναμονής προκειμένου να εκμεταλλευθεί οποιαδήποτε
κυβερνητική αποτυχία ειδικά σε θέματα όπως το κουρδικό, το πρόβλημα του
Αιγαίου, η Α.Ο.Ζ., το κυπριακό κ.λπ. Κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι στις
17-12-2010 το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων εξέδωσε την
υπ. αριθ. ΒΑ-03/10 ανακοίνωση γνωστοποιώντας την ανησυχία του για τις
συζητήσεις που γίνονται για την κουρδική γλώσσα, ενώ ήδη ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιούλ είχε δηλώσει ότι: «Επίσημη γλώσσα της
Τουρκίας είναι και θα παραμείνει η Τουρκική». Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι
στρατηγοί, αγνοώντας τις αρμοδιότητες της πολιτικής εξουσίας της χώρας,
καταδεικνύουν ότι δεν θα πάψουν να παρεμβαίνουν και να διεκδικούν ένα
είδος πολιτικού ρόλου σε σοβαρά θέματα όπως είναι το κουρδικό.
Η Τουρκία εισήλθε σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και στους επόμενους 10
μήνες, λίγο μετά τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2011, πιθανόν να υπάρξουν
σοβαρότατες εξελίξεις οι οποίες εστιάζονται σε τρείς τομείς: στο κουρδικό, στις
σχέσεις του Ερντογάν με το στρατό και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συγκεκριμένα:
Το κουρδικό πρόβλημα κατά βάση αποτελεί ένα εθνικό πρόβλημα με
πολιτικές διαστάσεις. Δεν αφορά μόνο στην αναγνώριση της
κουρδικής ταυτότητας και των πολιτιστικών δικαιωμάτων των
Κούρδων αλλά εμπεριέχει συγκεκριμένες απαιτήσεις για αυτονομία,
όπως δημιουργία κοινοβουλίων στις πόλεις, Πολιτικής Ακαδημίας,
Δημοκρατικού Κογκρέσου της Κουρδικής Κοινότητας, συνεταιρισμών
κ.λπ. ^στόσο υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα για την επίλυση του
προβλήματος αυτού και εάν μέχρι το επόμενο Μάρτιο δεν
ικανοποιηθούν τα κυριότερα αιτήματα των Κούρδων τότε το ΡΚΚ θα
αρχίσει εκ νέου τις επιχειρήσεις του. Και αυτό διότι οι Κούρδοι θα
εκλάβουν τη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν ως την εξής απειλή: «ή
θα πεθάνεις ή θα σε σκοτώσουμε». Επίσης, επισημαίνεται ότι η
επίλυση του κουρδικού προβλήματος έχει άμεση σχέση με την
επίλυση του στρατιωτικού προβλήματος (στρατιωτικό κατεστημένο)
στην Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το
4
κουρδικό πρόβλημα και το στρατιωτικό πρόβλημα αποτελούν δύο
ασθένειες όπου η μια εμπεριέχεται εντός της άλλης.
Ο Ερντογάν επιδιώκει να δώσει ένα τέλος στη στρατιωτική
χειραφέτηση, όχι για να μειώσει την επιχειρησιακή δυναμική και
πολεμική ισχύ των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αλλά για να
δημιουργήσει μια μοντέρνα μορφή πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων
σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Άλλωστε η πολιτική των εξοπλισμών
που ακολουθεί το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ εξυπηρετεί πλήρως την
πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου για ανάδειξη της Τουρκίας σε
σημαντική περιφερειακή δύναμη.
Η συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο
ενόχλησε ιδιαίτερα την Άγκυρα η οποία άρχισε να απειλεί ότι δεν θα
δεχθεί τετελεσμένα και θα αντιδράσει δυναμικά σε οποιαδήποτε
ενέργεια σχετική με έρευνα πετρελαίου στην Α.Ο.Ζ., χωρίς πρότερη
επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Και γι’ αυτό άλλωστε στις
16-12-2010 ο Τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών Feridun Sinirlioglu
κάλεσε τον Ισραηλινό πρέσβη στην Άγκυρα προκειμένου να
επισημάνει την αποφασιστικότητα της Τουρκίας στο θέμα αυτό.
Φυσικά η εν λόγω στάση των Τούρκων δεν αποτελεί κάτι νέο διότι
αυτοί εκτιμούν ότι με τις απειλές θα αποτρέψουν την Ελλάδα και την
Κύπρο από την ενάσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Συνακόλουθα δε, οι Τούρκοι θεωρούν την στρατιωτική συνεργασία
Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ ως δημιουργία ενός νέου μεσογειακού
άξονα ο οποίος τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Τα ανοίγματα της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον
Καύκασο φαντάζουν φιλόδοξα ωστόσο μπορούν μέσα σε μια νύκτα να
μετατρέψουν τους εχθρούς σε φίλους αλλά και τους φίλους σε εχθρούς. Η
πολιτική του Ερντογάν φαίνεται ότι δεν ταυτίζεται με την άποψη ότι ο φίλος
που παραμερίζεται γίνεται εχθρός, ενώ ο εχθρός που προσεγγίζεται δεν
γίνεται ποτέ φίλος. Έτσι οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες,
την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ισραήλ κινδυνεύουν να μετατραπούν σε
σχέσεις «πολλαπλών προβλημάτων» με απρόβλεπτες συνέπειες. Εν τω
μεταξύ η Ουάσιγκτον δεν έχει εκδηλώσει ακόμη τις προθέσεις της, δεδομένου
ότι ο πρόεδρος Ομπάμα δεν επιθυμεί προς το παρόν την αποκοπή με την
ηγεσία του ΑΚΡ και θα περιμένει μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου 2011 οπότε και
θα καθορίσει τη γραμμή που θα εφαρμόσει.
ΠΗΓΗ
Η πολιτική Ερντογάν εισήγαγε την Τουρκία σε μια μακρά περίοδο εξελίξεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας που προβλέπεται να συνεχισθεί και το 2011. Συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πολύ σημαντική αλλαγή η οποία δεν είναι απαλλαγμένη από σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις.
Το προφίλ της χώρας αλλάζει συνεχώς και η μέχρι τώρα στρατηγική της καταδεικνύει ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει στηρίζονται σ’ ένα πολύ αυστηρά οριοθετημένο πεδίο ελιγμών.
Η Τουρκία είναι μια μουσουλμανική χώρα όπου όλα τα είδη του Ισλάμ έχουν, άλλα μικρότερο και άλλα μεγαλύτερο, ποσοστό επιρροής. Είναι μια χώρα όπου συνυπάρχουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ, το φονταμενταλιστικό Ισλάμ, το πολιτικό Ισλάμ, το ήπιο Ισλάμ, το εκσυγχρονιστικό Ισλάμ, το Ισλάμ των χωριών και το Ισλάμ των πόλεων. Οι Τούρκοι αναλυτές εντάσσουν τον πρωθυπουργό Ερντογάν στην κατηγορία των ήπιων ισλαμιστών και θεωρούν ότι η νεο-οθωμανική του πολιτική προκαλεί έντονο σκεπτικισμό αφενός στον
κρατικό πολιτικο-στρατωτικό μηχανισμό και στους εθνικιστικούς κύκλους της
χώρας αφετέρου στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Τούρκοι στρατηγοί είχαν συνηθίσει να κατευθύνουν όλες τις πολιτικές
ηγεσίες της χώρας διότι θεωρούσαν ότι δεν διοικούν μόνο τις ένοπλες
δυνάμεις αλλά ολόκληρη τη χώρα. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους και
να συνεχίσουν να έχουν υπό την κηδεμονία τους το λαό και το κράτος
εδραίωσαν την παρουσία τους στη νομική υποδομή της Τουρκικής
Δημοκρατίας μέσω του Συντάγματος, πραγματοποίησαν πραξικοπήματα,
εξέδωσαν υπομνήματα παρέμβασης στην πολιτική ζωή της χώρας,
δημιούργησαν οργανώσεις ανατροπής της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης και
αμαύρωσαν τη ζωή εκατομμυρίων πολιτών υποτάσσοντας τους στην επίσημη
ιδεολογία και στην κρατική ελίτ καταπατώντας τις ατομικές τους ελευθερίες και
τα ατομικά τους δικαιώματα.
Η στρατηγική του Ερντογάν έναντι του στρατιωτικού κατεστημένου ήταν
πολυδιάστατη, όπως η αλλαγή της σύνθεσης του Συμβουλίου Εθνικής
Ασφαλείας και του τρόπου λήψεως αποφάσεων αυτού, η νομοθετική
μεταρρύθμιση σχετικά με την πολιτική αυτονομία των στρατιωτικών, η
2
δικαστική μεταρρύθμιση που οριοθετεί το πεδίο αρμοδιοτήτων της
στρατιωτικής δικαιοσύνης κ.λπ. Συνακόλουθα δε, άρχισε να παρεμβαίνει και
στις εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων με έμφαση στις αποφάσεις του
Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου (ΑΣΣ). Το ΑΣΣ συνεδριάζει δύο φορές
ετησίως και συμμετέχουν ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Άμυνας και όλοι οι
ανώτατοι αξιωματικοί βαθμού στρατηγού, ναυάρχου και πτεράρχου. Η
σύσταση του συμβουλίου αυτού έγινε το 1971, αμέσως μετά το στρατιωτικό
πραξικόπημα της 12-3-1971, προκειμένου οι στρατιωτικοί να κρατήσουν τις
κυβερνήσεις σε απόσταση από το εσωτερικό τους καθεστώς και τις
εσωτερικές αποφάσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αποκτώντας μια
ολοκληρωτική αυτονομία. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο αποφάσιζε για
τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών και τη στρατιωτική στρατηγική,
ενώ η παρουσία όλων των πρωθυπουργών ήταν άκρως συμβολική. Για την
ακρίβεια όλων πλην του Ερντογάν, ο οποίος τον Αύγουστο και το Νοέμβριο
του 2010, μετά από 8 χρόνια πρωθυπουργός, αντιτάχθηκε στην πολιτική αυτή
επιδεικνύοντας μια πρωτόγνωρη για τα τουρκικά δεδομένα επίδειξη πολιτικής
δύναμης αιφνιδιάζοντας τους στρατιωτικούς. Πέτυχε δηλαδή οι αποφάσεις του
ΑΣΣ σχετικά με τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωματικών να έχουν την
ουσιαστική έγκριση της πολιτικής εξουσίας της χώρας.
Επιπρόσθετα, στις 16-12-2010 άρχισε η δίκη των 196 στρατιωτικών, μεταξύ
των οποίων πρώην αρχηγοί και στρατηγοί, που αντιμετωπίζουν ποινές
φυλάκισης 15 έως 20 ετών διότι εμπλέκονται σε σχεδιασμούς ανατροπής της
κυβέρνησης Ερντογάν (σχέδιο Βαριοπούλα), ενώ έχουν συλληφθεί επιπλέον
39 αξιωματικοί λόγω εμπλοκής τους σε υπόθεση κατασκοπείας, εκβιασμών
και πορνείας στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικών Συστημάτων του τουρκικού
ΓΕΕΘΑ, στο υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, στη Διοίκηση Ασφαλείας
Ακτών, στη Διοίκηση Ναυτικών Δυνάμεων και στο TUBΙΤΑΚ (Τουρκικό
Ίδρυμα Επιστημονικών και Τεχνολογικών Ερευνών).
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ρεπουμπλικανικό CHP και εθνικιστικό
MHP, αποδείχθηκαν ανεπαρκή στην προαναφερόμενη «ερντογανική
επίθεση» διότι αφενός έχουν προβλήματα ηγεσίας και ιδεολογίας στο
εσωτερικό τους, αφετέρου η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας τα θεωρεί
ως πολιτικό σκέλος του βαθέος κράτους. Το βασικό τρωτό σημείο των
κομμάτων αυτών είναι ότι στηρίζονται στη ψυχολογία της «μη αλλαγής» ενώ
δεν διστάζουν να κατηγορούν ως προδότες έναντι του ατατουρκισμού όσους
επιδιώκουν την αλλαγή. Άλλωστε ο ιδεολογικός τους δογματισμός πάντα
έμπαινε εμπόδιο σε κάθε αντίληψη που ανταποκρινόταν στις ανάγκες και στις
δημοκρατικές προσδοκίες της κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 12-9-2010 στην Τουρκία
ανέδειξαν έναν πανίσχυρο Ερντογάν που μπορεί πλέον να προχωρήσει σε
μια οριστική πολιτική ρήξη με το στρατιωτικό κατεστημένο και όλους εκείνους
τους μηχανισμούς που συνιστούν το αποκαλούμενο «βαθύ κράτος». Επίσης,
σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις το ποσοστό του κυβερνώντος
κόμματος ΑΚΡ ανέρχεται στο 46% και δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον να
3
υπάρξει κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση πολιτικής εξουσίας. Διαπιστώνεται
λοιπόν ότι όλα εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιδιώξεις του Ερντογάν που
υποβοηθείται σε μεγάλο βαθμό από τις συγκυρίες, διότι ούτε η σκληρή αν όχι
αλαζονική του συμπεριφορά, ούτε η κόπωση της κυβέρνησης του φαίνονται
να επηρεάζουν αρνητικά τους Τούρκους ψηφοφόρους. Όμως δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι σε ανύποπτο χρόνο όλα μπορεί να αλλάξουν, διότι η εικόνα
της εθνο-θρησκευτικο-ιδεολογικής τριχοτόμησης που παρουσίασε η Τουρκία
στο πρόσφατο δημοψήφισμα αποτελεί στοιχείο ιδιάζουσας σημασίας με
πολλούς αποδέκτες.
Οι Κούρδοι από την επομένη του δημοψηφίσματος άρχισαν να
δημοσιοποιούν τις «αυτονομιστικές» τους απαιτήσεις δίδοντας την εντύπωση
ότι έχει ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» για το κουρδικό, ενώ το βαθύ κράτος
βρίσκεται σε στάση αναμονής προκειμένου να εκμεταλλευθεί οποιαδήποτε
κυβερνητική αποτυχία ειδικά σε θέματα όπως το κουρδικό, το πρόβλημα του
Αιγαίου, η Α.Ο.Ζ., το κυπριακό κ.λπ. Κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι στις
17-12-2010 το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων εξέδωσε την
υπ. αριθ. ΒΑ-03/10 ανακοίνωση γνωστοποιώντας την ανησυχία του για τις
συζητήσεις που γίνονται για την κουρδική γλώσσα, ενώ ήδη ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιούλ είχε δηλώσει ότι: «Επίσημη γλώσσα της
Τουρκίας είναι και θα παραμείνει η Τουρκική». Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι
στρατηγοί, αγνοώντας τις αρμοδιότητες της πολιτικής εξουσίας της χώρας,
καταδεικνύουν ότι δεν θα πάψουν να παρεμβαίνουν και να διεκδικούν ένα
είδος πολιτικού ρόλου σε σοβαρά θέματα όπως είναι το κουρδικό.
Η Τουρκία εισήλθε σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο και στους επόμενους 10
μήνες, λίγο μετά τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2011, πιθανόν να υπάρξουν
σοβαρότατες εξελίξεις οι οποίες εστιάζονται σε τρείς τομείς: στο κουρδικό, στις
σχέσεις του Ερντογάν με το στρατό και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συγκεκριμένα:
Το κουρδικό πρόβλημα κατά βάση αποτελεί ένα εθνικό πρόβλημα με
πολιτικές διαστάσεις. Δεν αφορά μόνο στην αναγνώριση της
κουρδικής ταυτότητας και των πολιτιστικών δικαιωμάτων των
Κούρδων αλλά εμπεριέχει συγκεκριμένες απαιτήσεις για αυτονομία,
όπως δημιουργία κοινοβουλίων στις πόλεις, Πολιτικής Ακαδημίας,
Δημοκρατικού Κογκρέσου της Κουρδικής Κοινότητας, συνεταιρισμών
κ.λπ. ^στόσο υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα για την επίλυση του
προβλήματος αυτού και εάν μέχρι το επόμενο Μάρτιο δεν
ικανοποιηθούν τα κυριότερα αιτήματα των Κούρδων τότε το ΡΚΚ θα
αρχίσει εκ νέου τις επιχειρήσεις του. Και αυτό διότι οι Κούρδοι θα
εκλάβουν τη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν ως την εξής απειλή: «ή
θα πεθάνεις ή θα σε σκοτώσουμε». Επίσης, επισημαίνεται ότι η
επίλυση του κουρδικού προβλήματος έχει άμεση σχέση με την
επίλυση του στρατιωτικού προβλήματος (στρατιωτικό κατεστημένο)
στην Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το
4
κουρδικό πρόβλημα και το στρατιωτικό πρόβλημα αποτελούν δύο
ασθένειες όπου η μια εμπεριέχεται εντός της άλλης.
Ο Ερντογάν επιδιώκει να δώσει ένα τέλος στη στρατιωτική
χειραφέτηση, όχι για να μειώσει την επιχειρησιακή δυναμική και
πολεμική ισχύ των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αλλά για να
δημιουργήσει μια μοντέρνα μορφή πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων
σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Άλλωστε η πολιτική των εξοπλισμών
που ακολουθεί το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ εξυπηρετεί πλήρως την
πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου για ανάδειξη της Τουρκίας σε
σημαντική περιφερειακή δύναμη.
Η συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο
ενόχλησε ιδιαίτερα την Άγκυρα η οποία άρχισε να απειλεί ότι δεν θα
δεχθεί τετελεσμένα και θα αντιδράσει δυναμικά σε οποιαδήποτε
ενέργεια σχετική με έρευνα πετρελαίου στην Α.Ο.Ζ., χωρίς πρότερη
επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Και γι’ αυτό άλλωστε στις
16-12-2010 ο Τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών Feridun Sinirlioglu
κάλεσε τον Ισραηλινό πρέσβη στην Άγκυρα προκειμένου να
επισημάνει την αποφασιστικότητα της Τουρκίας στο θέμα αυτό.
Φυσικά η εν λόγω στάση των Τούρκων δεν αποτελεί κάτι νέο διότι
αυτοί εκτιμούν ότι με τις απειλές θα αποτρέψουν την Ελλάδα και την
Κύπρο από την ενάσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Συνακόλουθα δε, οι Τούρκοι θεωρούν την στρατιωτική συνεργασία
Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ ως δημιουργία ενός νέου μεσογειακού
άξονα ο οποίος τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Τα ανοίγματα της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον
Καύκασο φαντάζουν φιλόδοξα ωστόσο μπορούν μέσα σε μια νύκτα να
μετατρέψουν τους εχθρούς σε φίλους αλλά και τους φίλους σε εχθρούς. Η
πολιτική του Ερντογάν φαίνεται ότι δεν ταυτίζεται με την άποψη ότι ο φίλος
που παραμερίζεται γίνεται εχθρός, ενώ ο εχθρός που προσεγγίζεται δεν
γίνεται ποτέ φίλος. Έτσι οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες,
την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ισραήλ κινδυνεύουν να μετατραπούν σε
σχέσεις «πολλαπλών προβλημάτων» με απρόβλεπτες συνέπειες. Εν τω
μεταξύ η Ουάσιγκτον δεν έχει εκδηλώσει ακόμη τις προθέσεις της, δεδομένου
ότι ο πρόεδρος Ομπάμα δεν επιθυμεί προς το παρόν την αποκοπή με την
ηγεσία του ΑΚΡ και θα περιμένει μέχρι τις εκλογές του Ιουνίου 2011 οπότε και
θα καθορίσει τη γραμμή που θα εφαρμόσει.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου