«Κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού».
Αυτό σημειώνει, μεταξύ άλλων, η Ενωση Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της με αφορμή τα ζητήματα που ανέκυψαν σχετικά με την εφαρμογή του συνταγματικού - νομοθετικού πλαισίου για τον έλεγχο της ποινικής ευθύνης υπουργών.
Ολόκληρη η ανακοίνωση.....
«Το σύνταγμα (άρθρο 86 παρ.2 εδ. β΄) και ο εκτελεστικός αυτού νόμος (ν. 3162/03 - άρθρο 4 παρ. 2 και 3) είναι απολύτως σαφή και δεν επιδέχονται οποιασδήποτε παρερμηνείας: Αν στο πλαίσιο ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία που σχετίζονται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών, τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται αξιολόγηση (θετική ή αρνητική) των στοιχείων από αυτόν ο οποίος ενεργεί την έρευνα και ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τα διαβιβάσει στην Βουλή.
Μόνη και αποκλειστικά αρμόδια για αξιολόγηση των στοιχείων είναι η Βουλή, η οποία με βάση την αξιολόγηση αυτή αποφαίνεται για τη διεξαγωγή ή μη προκαταρκτικής εξέτασης.
Η υπ’ αριθμ.4/2003 εγκύκλιος του Εισαγγελέα Α.Π. για διαβίβαση των στοιχείων στη Βουλή μέσω αυτού, ενώ προσπάθησε να λύσει ορισμένα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούσε η διαβίβαση, κατά κύριο λόγο ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης μηνύσεων κατά υπουργών, μάλλον περιέπλεξε το ζήτημα, αφού όπως αποδείχθηκε, δημιούργησε παρεξηγήσεις και παρερμηνείες όσον αφορά τη διαδικασία εφαρμογής του νόμου. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν ένας απλός διοικητικός υπάλληλος να έχει δικαίωμα ν’ αποστείλει απ’ ευθείας στη Βουλή στοιχεία σχετιζόμενα με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών (που προέκυψαν κατά διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης) και να μην έχει τέτοιο δικαίωμα ο εισαγγελέας (καίτοι δικαστικός λειτουργός) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί συνταγματικά συμβατή η ανωτέρω εγκύκλιος, ο εισαγγελέας Α.Π. έχει καθαρά διαβιβαστικό ρόλο και ασφαλώς δεν δικαιούται να αξιολογήσει και να κρίνει την επάρκεια ή τη βασιμότητα των στοιχείων. Άλλωστε, τέτοιο δικαίωμα αξιολόγησης - όπως προαναφέρθηκε - δεν έχει ούτε ο αρμόδιος εισαγγελέας που ενεργεί την έρευνα.
Η διάταξη του άρθρου 24 παρ.4 του οργανισμού δικαστηρίων ( Ν. 1756/88) περί «ιεραρχικής εξάρτησης» μεταξύ των εισαγγελέων ασφαλώς δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση αντιλήψεις που επικρατούσαν σε παλαιότερες εποχές όταν ο εισαγγελέας δεν ήταν δικαστικός λειτουργός, αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες συνταγματικές επιταγές (άρθρα 88 και 90 του Σ.) που αναγορεύουν τον εισαγγελέα ως ανεξάρτητο και ισόβιο δικαστικό λειτουργό.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εισαγγελέας οφείλει μεν να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του (προδήλως αυτές που έχουν ειδικό νομικό έρεισμα και όχι αυτές που περιέχουν προσωπικές απόψεις), « κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα υπακούοντας στο νόμο και τη συνείδησή του». Συνεπώς, ο εισαγγελέας κατά την άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων και την έκφραση της δικαιοδοτικής του κρίσης, μόνους προϊσταμένους έχει το νόμο και τη συνείδησή του. Πρέπει, επιτέλους, να γίνει από όλους κατανοητό, αυτό που πριν από 25 χρόνια είχε πει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Σταμάτης, εκ των κορυφαίων εισαγγελέων στην ιστορία του θεσμού, ότι η ιεραρχική εξάρτηση ενός κατώτερου εισαγγελέα από έναν ανώτερο, αφορά μόνον τις τυπικές διαδικαστικές πράξεις και δεν επεκτείνεται ποτέ στις ουσιαστικές δικαιοδοτικές κρίσεις του. Και αυτά, χωρίς εξαίρεση, ισχύουν και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Συμπερασματικά, ως προς την αρμοδιότητα για τη διαβίβαση στοιχείων σχετιζόμενων με ποινική ευθύνη υπουργών, που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή εισαγγελικής έρευνας: Κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού.
Διαπιστώνουμε, τέλος, την αναγκαιότητα τροποποίησης του όλου συνταγματικού - νομοθετικού πλαισίου που διέπει τον έλεγχο της ποινικής ευθύνης υπουργών, με τη μετάθεση των σχετικών αρμοδιοτήτων της Βουλής σε ολιγομελές δικαστικό όργανο - από την ίδια τη Βουλή επιλεγμένο - ώστε ν’ αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο σύγχυσης πολιτικών και δικαστικών κριτηρίων στη λήψη των αποφάσεων».
Δημοσίευση σχολίου