Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) απεφάνθη την Τρίτη, σε σχέση με την υπόθεση Μ. Αποστολίδη εναντίον Οραμς, ότι η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και το γεγονός ότι η απόφαση δεν μπορεί στην πράξη να εκτελεστεί στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο, δεν εμποδίζουν την αναγνώριση και την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος.
Το ΔΕΚ εξέδωσε την απόφασή του σε σχέση με την υπόθεση του ζεύγους Οραμς, οι οποίοι έχουν καταδικαστεί από κυπριακό δικαστήριο για την παράνομη κατοχή της ιδιοκτησίας του Μελέτη Αποστολίδη, στην κατεχόμενη Λάπηθο.
Σε δηλώσεις στο ΚΥΠΕ, από το Λουξεμβούργο, ο δικηγόρος του Ελληνοκύπριου Μελέτη Αποστολίδη..... Κωνσταντής Καντούνας, είπε πως η απόφαση είναι 100% υπέρ των θέσεων του κ. Αποστολίδη.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΔΕΚ, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η απόφαση ενός Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται από τα άλλα κράτη μέλη ακόμη και όταν αφορά μια έκταση η οποία βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της νήσου.
Το ζεύγος Ντέιβιντ και Λίντα Οραμς έχει καταδικαστεί από κυπριακό δικαστήριο για την παράνομη κατοχή της ιδιοκτησίας του Μελέτη Αποστολίδη στην κατεχόμενη Λάπηθο.
Ο κ. Αποστολίδης είχε υποβάλει αίτηση όπως εγγραφεί σε βρετανικό δικαστήριο η απόφαση του κυπριακού δικαστηρίου, που προνοούσε κατεδάφιση της οικίας του ζεύγους Οραμς επί της περιουσίας του, καταβολή αποζημιώσεων και απόδοση σε αυτόν της περιουσίας του.
Το δικαστήριο ενώ αναγνώρισε ως ιδιοκτήτη της γης τον κ. Αποστολίδη δεν αποδέχθηκε την αίτηση με το νομικό επιχείρημα ότι με βάση το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης για ένταξή της Κύπρου στην ΕΕ η κυπριακή νομοθεσία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περιοχή η οποία δεν είναι υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γι` αυτό και ο αιτητής
προσέφυγε με έφεση στο βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνολικά πέντε ερωτήματα έχουν παραπεμφθεί στο ΔΕΚ από το Εφετείο της Βρετανίας.
Η απόφαση του ΔΕΚ θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης από το βρετανικό δικαστήριο, το οποίο θα αποφανθεί τελικά για την προσφυγή του Μελέτη Αποστολίδη.
Σύμφωνα με ανακοινωθέν Τύπου του ΔΕΚ, η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις περιοχές στις οποίες η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και το γεγονός ότι η απόφαση δεν μπορεί στην πράξη να εκτελεστεί στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο δεν εμποδίζουν την αναγνώριση και την εκτέλεσή της σε άλλο κράτος μέλος.
Στο ανακοινωθέν αναφέρεται ότι «συνεπεία της επεμβάσεως των τουρκικών στρατευμάτων το 1974, η Κύπρος χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004, δεν ελέγχει στην πράξη παρά μόνον το νότιο τμήμα της νήσου, ενώ στο βόρειο τμήμα συστάθηκε η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, την οποία, με την εξαίρεση της Τουρκίας, δεν αναγνωρίζει η διεθνής κοινότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεστάλη με πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως».
Σύμφωνα με το ανακοινωθέν, το αγγλικό ‘Court of Appeal’ επιλήφθηκε, κατόπιν αιτήσεως του Μ. Αποστολίδη, Κυπρίου υπηκόου, της διαφοράς μεταξύ του ιδίου και του ζεύγους Orams, Βρετανών υπηκόων, με αντικείμενο την αναγνώριση και την εκτέλεση δύο αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
«Το ως άνω δικαστήριο, το οποίο εδρεύει στο νότιο τμήμα της Κύπρου, υποχρέωσε το ζεύγος Orams να εγκαταλείψει ένα ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της νήσου και να καταβάλει διάφορα ποσά ως αποζημιώσεις. Το ζεύγος Orams είχε αγοράσει το ως άνω ακίνητο από τρίτον προκειμένου να αναγείρει σε αυτό εξοχική κατοικία», αναφέρεται.
εκτ Το Το ανακοινωθέν σημειώνει επίσης ότι σύμφωνα με τα όσα διαπίστωσε το κυπριακό δικαστήριο, ο Μ. Αποστολίδης, η οικογένεια του οποίου εκδιώχθηκε από το βόρειο τμήμα της νήσου κατά το χρόνο της διχοτομήσεώς της, είναι ο νόμιμος κύριος του ακινήτου. Η πρώτη απόφαση, η οποία εκδόθηκε ερήμην, επικυρώθηκε με άλλη απόφαση επί της εφέσεως την οποία άσκησε το ζεύγος Orams.
Προσθέτει ότι το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ σειρά ερωτημάτων σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες Ι. Ερωτά ιδίως αν η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα της Κύπρου και το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή στην οποία η κυβέρνηση της Κύπρου δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο έχουν επίπτωση επί της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως της αποφάσεως, ιδίως από την άποψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση, της δημοσίας τάξεως του κράτους μέλους αναγνωρίσεως και της εκτέλεσης της αποφάσεως.
Επιπλέον, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως μιας ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως λόγω του ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν επιδόθηκε ή δεν κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μπορεί να αμυνθεί, όταν αυτός μπόρεσε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής.
Καταρχάς, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι η αναστολή την οποία προβλέπει η Πράξη Προσχωρήσεως της Κύπρου περιορίζεται στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα.
Ωστόσο, οι επίμαχες αποφάσεις, την αναγνώριση των οποίων ζήτησε ο Μ. Αποστολίδης, εκδόθηκαν από δικαστήριο εδρεύον στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα. Το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα δεν αντιτίθεται στην ερμηνεία αυτή, καθόσον, αφενός, δεν εξαλείφει την υποχρέωση εφαρμογής του κανονισμού στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα και, αφετέρου, δεν συνεπάγεται ότι ο κανονισμός έχει γι’ αυτόν το λόγο εφαρμογή στο εν λόγω βόρειο τμήμα. Δικαστήριο καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι η αναστολή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο βόρειο τμήμα, την οποία προβλέπει το πρωτόκολλο που προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχωρήσεως, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του κανονισμού Βρυξέλλες I επί αποφάσεως η οποία εκδόθηκε από κυπριακό δικαστήριο εδρεύον στο υπό κυβερνητικό έλεγχο τμήμα, αλλά αφορά ακίνητο το οποίο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα.
Εν συνεχεία, το ΔΕΚ διαπιστώνει αφενός ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Βρυξέλλες I και αφετέρου ότι το γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή στην οποία η κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και ότι, κατά συνέπεια, οι επίμαχες αποφάσεις δεν μπορούν στην πράξη να εκτελεστούν στον τόπο όπου βρίσκεται το ακίνητο δεν εμποδίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων σε άλλο κράτος μέλος.
Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι το ακίνητο βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι, ως εκ τούτου, το κυπριακό δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της υποθέσεως, δεδομένου ότι η οικεία διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες I αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των κρατών μελών και όχι την εσωτερική δωσιδικία τους.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης, όσον αφορά τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, ότι το δικαστήριο ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος για το μοναδικό λόγο ότι θεωρεί ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένα το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, διότι διαφορετικά θα διακυβευόταν ο σκοπός του κανονισμού Βρυξέλλες I.
Το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση μόνον αν το νομικό σφάλμα έχει ως συνέπεια ότι η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως θεωρείται ως κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ουσιώδους για την εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους.
Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Court of Appeal δεν έκανε μνεία καμίας θεμελιώδους αρχής της εννόμου τάξεως του Ηνωμένου Βασιλείου την οποία θα μπορούσε να θίξει η αναγνώριση ή η έλεση των επίμαχων αποφάσεων.
Επιπλέον, σε σχέση με την εφαρμογή των επίμαχων αποφάσεων, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι το γεγονός ότι ο Μ. Αποστολίδης ενδέχεται να συναντά δυσκολίες στην εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων δεν τους στερεί την εκτελεστότητά τους. Ετσι, η κατάσταση αυτή δεν εμποδίζει τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους να κηρύξουν εκτελεστές τις ως άνω αποφάσεις.
Τέλος, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως μιας ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως όταν ο εναγόμενος μπόρεσε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως αυτής και το ως άνω ένδικο μέσο τού παρέσχε τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή το ισοδύναμο έγγραφο δεν του είχε επιδοθεί ή κοινοποιηθεί εγκαίρως και κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μπορεί να αμυνθεί.
Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι το ζεύγος Orams άσκησε ένα τέτοιο ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια, δεν χωρεί άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων του κυπριακού δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο για το λόγο αυτό.
Δημοσίευση σχολίου