
Μέσα σε λίγες ημέρες, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα Τομ Μπάρακ ανέδειξαν με σαφήνεια το γνώριμο, αλλά πάντα εύθραυστο, μοτίβο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων: άνοιγμα διαλόγου χωρίς προαναγγελία λύσης και πολιτικά μηνύματα που ισορροπούν προσεκτικά ανάμεσα στην Άγκυρα και το Κογκρέσο.
Από τη μία πλευρά, ο Μπάρακ άφησε να εννοηθεί ότι η Τουρκία έχει σημειώσει πρόοδο στο ζήτημα των S-400 και ότι, θεωρητικά, θα μπορούσε να ανοίξει ένα παράθυρο για συζήτηση σχετικά με την επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35. Από την άλλη, επανέφερε με απόλυτη σαφήνεια τον βασικό όρο: για να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιαστική εξέλιξη, η Τουρκία δεν μπορεί ούτε να λειτουργεί ούτε καν να κατέχει τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα.
Η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική. Στην πραγματικότητα, αποτυπώνει την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να κρατήσει ανοιχτό τον δίαυλο με την Άγκυρα, χωρίς να υπερβεί τα σαφή θεσμικά και πολιτικά όρια που θέτει το αμερικανικό σύστημα.
Οι S-400 ως θεσμικό όριο, όχι ως διαπραγματευτικό χαρτί
Η κρίσιμη παράμετρος είναι ότι οι κυρώσεις CAATSA δεν αποτελούν ένα ευέλικτο διπλωματικό εργαλείο, αλλά θεσμική δέσμευση της αμερικανικής πολιτείας. Πρόκειται για νόμο που ψηφίστηκε με ευρεία διακομματική συναίνεση ακριβώς για να περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί απλώς να «παγώσει» ή να παρακάμψει τις κυρώσεις χωρίς να αποδείξει στο Κογκρέσο ότι έχει υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στη συμπεριφορά της χώρας-στόχου.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, το Κογκρέσο έχει ξεκαθαρίσει ότι η απλή μη χρήση των S-400 δεν συνιστά τέτοια μεταβολή. Όσο τα συστήματα παραμένουν στην κατοχή της Άγκυρας, το πρόβλημα θεωρείται ενεργό. Γι’ αυτό και η επαναλαμβανόμενη αμερικανική διατύπωση περί «μη κατοχής» δεν είναι ρητορική αυστηρότητα, αλλά ο πραγματικός νομικός πήχης πάνω στον οποίο κρίνεται οποιοδήποτε ενδεχόμενο εξαίρεσης (waiver).
Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε απόπειρα χαλάρωσης χωρίς σαφή αλλαγή στο καθεστώς των S-400 θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος για την αμερικανική κυβέρνηση, θα προκαλούσε αντιδράσεις στο Κογκρέσο και θα άνοιγε επικίνδυνο προηγούμενο για την αξιοπιστία των κυρώσεων συνολικά.
Γιατί η Άγκυρα επιμένει ότι «δεν αλλάζει στάση»
Από την τουρκική πλευρά, η επιμονή στους S-400 δεν είναι τεχνική, αλλά βαθιά πολιτική. Τα συστήματα αυτά έχουν μετατραπεί σε σύμβολο στρατηγικής αυτονομίας και εθνικής κυριαρχίας στο εσωτερικό ακροατήριο. Οποιαδήποτε δημόσια υπαναχώρηση θα ισοδυναμούσε με πολιτική ήττα για τον πρόεδρο Ερντογάν και θα υπονόμευε το αφήγημα μιας Τουρκίας που δεν υποκύπτει σε δυτικές πιέσεις.
Παράλληλα, οι S-400 αποτελούν και γεωπολιτικό συμβόλαιο με τη Ρωσία. Η απομάκρυνση, καταστροφή ή επιστροφή τους θα εκλαμβανόταν από τη Μόσχα ως πολιτική ρήξη, με πιθανές επιπτώσεις σε κρίσιμα πεδία συνεργασίας, από την ενέργεια έως τη Συρία. Έτσι, όταν η Άγκυρα πιέζεται, η απάντηση είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη: καμία αλλαγή στάσης.
Το πραγματικό αδιέξοδο πίσω από τη ρητορική
Το αποτέλεσμα είναι ένα δομικό αδιέξοδο. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προχωρήσουν σε ουσιαστικά βήματα χωρίς ξεκάθαρη μεταβολή στο ζήτημα των S-400, ενώ η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να κάνει το πρώτο βήμα χωρίς εγγυημένο και απτό αντάλλαγμα — κυρίως την επιστροφή στο πρόγραμμα των F-35 και την άρση των κυρώσεων.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι δηλώσεις τύπου Μπάρακ λειτουργούν ως μηχανισμός διαχείρισης του χρόνου και των προσδοκιών. Κρατούν ζωντανή τη συζήτηση, αποτρέπουν την πλήρη ρήξη, αλλά δεν προαναγγέλλουν άμεση λύση. Τα F-35 παραμένουν στρατηγικός στόχος για την Άγκυρα, όχι δεδομένο, ενώ οι S-400 εξακολουθούν να συμβολίζουν μια βαθύτερη δυσπιστία που δεν γεφυρώνεται με προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις.
Για την ευρύτερη περιοχή —και ειδικά για την Ελλάδα— το μήνυμα είναι σαφές: η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται, αλλά οι θεσμικές κόκκινες γραμμές παραμένουν ακέραιες. Και όσο αυτές δεν μετακινούνται, οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αλλάζουν με δηλώσεις, αλλά με πράξεις.
Τι σημαίνει πρακτικά για την Ελλάδα
Για την Αθήνα, το διπλό μήνυμα της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα δεν συνιστά αιφνιδιασμό, αλλά επιβεβαίωση μιας γνώριμης πραγματικότητας: όσο οι S-400 παραμένουν στην Τουρκία, η επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35 δεν μπορεί να θεωρείται άμεσο ενδεχόμενο.
Σε πρακτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι το σημερινό παράθυρο αεροπορικής υπεροχής της Ελλάδας —με τα Rafale ήδη επιχειρησιακά και τα F-35 στον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό— παραμένει ανοιχτό. Οι θεσμικές κόκκινες γραμμές του Κογκρέσου λειτουργούν ως φρένο σε απότομες ανατροπές ισορροπιών, ανεξαρτήτως της εκάστοτε διπλωματικής ρητορικής.
Ταυτόχρονα, η Αθήνα οφείλει να διαβάζει τις δηλώσεις όχι ως εγγύηση στασιμότητας, αλλά ως υπενθύμιση ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει διαρκώς να κρατά την Τουρκία «εντός πλαισίου». Αυτό καθιστά κρίσιμη τη διατήρηση της ελληνικής στρατηγικής αξιοπιστίας: σταθερή προσήλωση στους δυτικούς θεσμούς, συνέπεια στις αμυντικές επενδύσεις και αποφυγή εφησυχασμού.
Με άλλα λόγια, οι ισορροπίες σήμερα δεν αλλάζουν. Αλλά ούτε και παγιώνονται οριστικά. Για την Ελλάδα, το στοίχημα δεν είναι να ποντάρει στην αδυναμία της Τουρκίας, αλλά να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική μεταβολή θα τη βρει θεσμικά θωρακισμένη και επιχειρησιακά έτοιμη.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου