GuidePedia

0

Χρήστος Γ. Κτενάς
Καθώς απομένουν ελάχιστες μέρες μέχρι τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όπου τα προγνωστικά είναι σε ισορροπία για τους δύο διεκδικητές (όποια δημοσκόπηση δίνει κάποιο προβάδισμα, είτε σε Τραμπ είτε σε Χάρις, είναι εντός στατιστικού λάθους), έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε μια ανίχνευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως και για το μέλλον του ΝΑΤΟ, αν νικήσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Επικεντρωνόμαστε στον τέως πρόεδρο, γιατί η εναλλακτική, δηλαδή μια νίκη Κάμαλα Χάρις, περιέχει πολύ λιγότερες άγνωστες παραμέτρους, καθώς εκεί έχει διατυπωθεί και αναμένεται μια περίπου συνέχεια των πολιτικών Μπάιντεν.

Ο “πορτοκαλί” υποψήφιος όμως (με το χρωματικό χαρακτηρισμό να του ταιριάζει, όχι μόνο φυσιογνωμικά, αλλά και γιατί οι θέσεις του ξεφεύγουν από παλαιότερες παραδοσιακές συντεταγμένες των “κόκκινων” Ρεπουμπλικανών και των “μπλε” Δημοκρατών) είναι σαφώς μια πιο άγνωστη πολιτική οντότητα, καθώς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής έχει ελάχιστα αναλύσει από τις προθέσεις του. Αυτό είναι βέβαια γενικό χαρακτηριστικό της εκστρατείας του, όπου περιγράφονται κυρίως προβλήματα και μετά διαβεβαιώσεις πως “όλα θα τα φτιάξουμε”, παρά συγκεκριμένες πολιτικές. Οι οποίες όταν διατυπώνονται περιέχουν έντονο συμβολισμό π.χ. “θα ολοκληρώσουμε το τείχος με το Μεξικό”, “θα απελάσουμε εκατομμύρια παράτυπους μετανάστες”, “θα βελτιώσουμε την οικονομία”, χωρίς όμως κάποια επεξήγηση πως θα συμβούν όλα αυτά, έστω ως σκιαγράφηση.

Το ΝΑΤΟ σε εκδοχή Τραμπ

Στα πιο “δικά” μας τώρα ζητήματα, ας ξεκινήσουμε με τις προθέσεις Τραμπ για το ΝΑΤΟ. Εκεί έχουμε μια σωρεία δηλώσεων και από προηγούμενα χρόνια, πως η συμμαχία στο ευρωπαϊκό της σκέλος πρέπει να “αναλάβει τα βάρη που της αναλογούν”, με μεγάλη έμφαση στο να φθάσουν όλα τα κράτη μέλη τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ, ως ετήσιες αμυντικές δαπάνες. Ο Τραμπ στις προεκλογικές του καμπάνιες το επαναλαμβάνει (όπως και ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του, Τζέι Ντι Βάνς), αγνοώντας όμως πως αυτό ήδη έχει συμβεί! Καθώς η πλειονότητα των κρατών μελών στην Ευρώπη έχει πιάσει το όριο, που είχε συμφωνηθεί ως στόχος στην διάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ του 2014, μετά από πιέσεις του Μπάρακ Ομπάμα.

Το δεύτερο όμως και πιο σημαντικό στοιχείο είναι πως ο Τράμπ πρεσβεύει ανοιχτά ένα ιδιότυπο νέο αμερικανικό απομονωτισμό, όπου το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζεται ως συμμαχία η οποία “επιβαρύνει τις ΗΠΑ υπέρμετρα”, τόσο απασχολώντας μεγάλα κονδύλια και πόρους για την υπεράσπιση της Ευρώπης, αλλά και αποστερεί από την Ουάσιγκτον “ισχύ που πρέπει να επενδυθεί στην Ασία, για την αντιμετώπιση της Κίνας”. Έτσι ο Τραμπ, στη γνωστή μεγαλοστομία του, δεν δίστασε να πει φέτος, για τις ευρωπαϊκές χώρες που δεν ξοδεύουν αρκετά για την άμυνα, πως “δεν θα σας υπερασπίσω” και πως “θα ενθαρρύνω τη Ρωσία να κάνει ότι διάολο θέλει, σε όποια χώρα του ΝΑΤΟ δεν πληρώνει”!

Έτσι η αντίληψη του Τραμπ για το ΝΑΤΟ αρχίζει να θυμίζει εκείνη των οπαδών του Brexit στη Βρετανία. Όπου η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση περιγραφόταν πως “απομυζά βρετανικά κονδύλια που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην οικονομία μας” και πως “μας περιορίζει η εκεί γραφειοκρατία, όπως και τα μικρότερα ελλειμματικά κράτη που ελέγχουν την πολιτική μας”.

Θέλει ο Τραμπ να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ; Όχι, αλλά μπορούμε να διακρίνουμε πως επιθυμεί την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσυρση των ΗΠΑ, όπου όμως, και εδώ είναι ο μεγάλος φόβος των Ευρωπαίων, μπορεί να περιλαμβάνει και την κρισιμότατη ιστορική δέσμευση των ΗΠΑ να παρέχουν “πυρηνική ομπρέλα” στην Γηραία Ήπειρο.

Αν συμβεί το τελευταίο, όχι βέβαια επίσημα, αλλά ως αλλαγή πολιτικής ή ως “ανά περίπτωση” εφαρμογή, τότε τα ευρωπαϊκά κράτη θα βρεθούν εκτεθειμένα σε όποιο πυρηνικό εκβιασμό αποφασίσει να κάνει η Ρωσία, η οποία θα έχει και πλέον ισχυρό κίνητρο να το πράξει (ήδη το κάνει εδώ και χρόνια στην εισβολή στην Ουκρανία), εκμεταλλευόμενη το κενό άμυνας και κυρίως το κενό αποτροπής. Καθώς τα λίγα πυρηνικά όπλα της Γαλλίας, της μόνης χώρας της μητροπολιτικής Ευρώπης που διαθέτει τέτοια, δεν είναι ικανά να παράγουν ισχυρή αποτροπή για όλη τη νατοϊκή ζώνη.

Γιατί ο Τραμπ μπορεί να ανατρέψει την ιστορική δέσμευση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ; Η θεώρηση του ανήκει σε μια νέα σχετικά σχολή σκέψης του αμερικανικού συντηρητικού χώρου (όπως αυτός εκφράζεται από γνωστές δεξαμενές σκέψης, π.χ. το Heritage Foundation και το δυστοπικό του Project2025), η οποία ξεκινά με μια “στενή” αποτίμηση των συμμαχικών δεσμών και υποχρεώσεων διαπιστώνοντας το προφανές, πως οι ΗΠΑ προσφέρουν ιστορικά υπερπολλαπλάσια σε χρήμα και πόρους από ότι τα άλλα κράτη-μέλη. Άρα, λέει αυτή η σχολή σκέψης, σε ένα κόσμο όπου ακόμη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν περιορισμούς εξωστρέφειας, πρέπει μάλιστα να μικρύνουν τις κρατικές δαπάνες (βασικός πυλώνας της νεοσυντηρητικής ιδεολογίας), ενώ παράλληλα το κέντρο γεωπολιτικού βάρους τους μετατίθεται στον Ειρηνικό, μια συμμαχία η οποία “κοστίζει πολλά στις ΗΠΑ και δεν της προσφέρει παρά ελάχιστα”, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ένθερμα.

Η ίδια αντίληψη χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως “περιφερειακή δύναμη με πυρηνικά”, η οποία υποτίθεται μπορεί να τιθασευτεί από μια “ισχυρή Ευρώπη”, άρα το όλο νατοϊκό κατασκεύασμα δεν έχει καν λόγο να διατηρεί την αμερικανική ηγεμονία, και μπορεί να αναληφθεί το βάρος από μια “αφυπνισμένη Ευρώπη που επιτέλους θα πάρει την ευθύνη της άμυνας της”.

Τα προβληματικά στην παραπάνω σκέψη; Πολλά. Αρχικά η οικονομίστικη/στενά ωφελιμιστική θεώρηση των διεθνών συμμαχιών είναι λανθασμένη, καθώς δομές όπως το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκαν κυρίως ως “ομαδοποιήσεις ισχύος” που εκπροσωπούν συγκεκριμένες ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις. Έτσι το ΝΑΤΟ εμπεριείχε στην φιλοσοφία του τη διαφύλαξη της “δυτικής” μεταπολεμικής διαμόρφωσης, ενώ ταυτόχρονα αναγνώριζε την αμερικανική πρωτοκαθεδρία σε αυτή. Οπότε το ΝΑΤΟ δεν αποσυνδέθηκε ποτέ από την θέσπιση και διατήρηση της Ουάσιγκτον ως “κεφαλής του δυτικού κόσμου”, αναγνωρίζοντας παράλληλα την παγκοσμιότητα του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος και κύριου εργαλείου συναλλαγών, το ειδικό αμερικανικό βάρος στη διεθνή οικονομική και εμπορική ρύθμιση, όπως και την πρωτεύουσα θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, σε ρόλο μάλιστα εγγυητή ασφαλείας (κατά τη δυτική βέβαια θεώρηση, που φέρει πολλές αμαρτίες και λανθασμένες επιλογές).

Ακόμη, τα παραπάνω που ωφέλησαν σημαντικά τις ΗΠΑ (οπότε το “αντίτιμο” της αμυντικής συνεισφοράς έχει επιστραφεί και στο πολλαπλάσιο), έγιναν και σε σχετική ευελιξία πολιτικής, όπου και τα άλλα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, τουλάχιστον τα πιο ισχυρά, είχαν το περιθώριο να ασκούν την δική τους ατζέντα χωρίς να προστρέχουν στη συμμαχία. Έτσι, κυρίως Βρετανία και Γαλλία, διαχείριστηκαν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες την απόσυρση τους από την αποικιοκρατική τους εξάπλωση, και με έντονη πολεμική δράση (π.χ. Αλγερία, Ινδοκίνα, Σουέζ, Μαλαισία, Αίγυπτο, Φώκλαντς) χωρίς αμερικανική βοήθεια, ενώ πολλά άλλα ζητήματα ασφαλείας διεκπαιρεώθηκαν πάλι χωρίς παρέμβαση της Ουάσιγκτον. Έτσι η συμμετοχή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ δεν ήταν ποτέ “μονοσήμαντη” και τόσο ετεροβαρής όσο περιγράφει η τραμπική σκέψη.

Περαιτέρω, αν η αμερικανική απαίτηση για την Ευρώπη να αναλάβει περισσότερα τα βάρη της άμυνας και γεωπολιτικής επιροής έχει κάποια λογική, αυτό δεν μπορεί να γίνει εκβιαστικά και εντός “μιας θητείας Τραμπ” όπως περιγράφεται. Η γεωπολιτική ανασύσταση που υποτίθεται πρέπει να κάνει η Ευρώπη, είτε ως πολυεθνική συναίνεση, είτε ως κονδύλια, είτε ως αναδιαμόρφωση πολιτικής στόχευσης σε κάθε κράτος-μέλος, είτε ως υποδομές, είτε ως κοινωνική συναίνεση, χτίζεται σε βάθος δεκαετιών και θα χρειαστεί και τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο. Άρα διακινδυνεύεται μέγα κενό “ισχύος“, οπότε και αποτροπής, αν αυτό προκληθεί από την τραμπική ιδιοτροπία η οποία θα απαιτήσει να πυροδοτηθούν “όλα τώρα”. Ενώ τέτοια κενά τελικά θα επιστρέψουν στις ΗΠΑ, η οποία μπορεί να αντιληφθεί σε λίγα χρόνια πως γίνονται αλλαγές ισχύος εις βάρος της, και σε κοντινή απόσταση (δηλαδή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού), οπότε θα εξαναγκαστεί σε πολύ ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις πυροσβεστικού χαρακτήρα.

Πόσο μάλλον, αν η απαίτηση Τραμπ συνοδεύεται και με επιβολή δάσμων στις εμπορικές συναλλαγές ΗΠΑ-Ευρώπης (κάτι που διαφαίνεται έντονα), οπότε θα υπάρξει ούτως ή άλλως μεσοδιάστημα οικονομικής ύφεσης, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή εκτίμηση.

Περαιτέρω, η υποτίμηση της Ρωσίας έναντι της Κίνας, όπου μάλιστα η Μόσχα προσωποποιείται στον Βλ. Πούτιν, με τον οποίον ο Τραμπ διαφημίζει την “καλή τους σχέση” και την σιγουριά ότι “θα τα βρουν”, είναι κι αυτή λανθασμένη. Η Ρωσία μπορεί να απέχει σημαντικά από την σοβιετική μεγέθυνση, αλλά παραμένει αυτοδύναμος παράγοντας παγκόσμιας παρέμβασης, ενώ ήδη ανιχνεύει μια νέα φόρμα συνεργασίας, ίσως και συμμαχίας, με την Κίνα, το Ιράν, και τη Βόρεια Κορέα. Μια διερεύνηση που πρέπει να πούμε εμπεριέχει έντονο το στοιχείο μιας από κοινού αναθεωρητικής απόπειρας, ως ανατροπή της Δύσης, άρα και τον κίνδυνο ραγδαίων εξελίξεων που θα αναταράξουν ακόμη περισσότερο ότι διατηρείται ως “ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ”. Έτσι παρότι η μεγάλη απειλή για τις ΗΠΑ είναι η Κίνα, δεν είναι καθόλου απίθανο αυτή να περιλαμβάνει σε λίγα χρόνια και τη Ρωσία, η οποία θα αισθανθεί και ικανοποιημένη στην πολεμική της εξωστρέφεια: καθώς μετράμε εδώ την τραμπική εμμονή -ευθέως διατυπωμένη- να “κλείσει” το Ουκρανικό άμεσα, με όποιες υποχωρήσεις του Κιέβου.

Το παράδοξο εδώ είναι πως οι κοντινές στον Τραμπ δεξαμενές σκέψης στις ΗΠΑ, καταγράφουν την ιμπεριαλιστική φιλοδοξία του Πούτιν, την προσμετρούν ως σοβαρή απειλή, αλλά επιμένουν πως αυτή αφορά κυρίως τους Ευρωπαίους. Παράλληλα οι ίδιες σχολές σκέψεις απαξιώνουν την όποια προσπάθεια δημιουργίας αμυντικής δομής εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης! Δηλαδή η Ευρώπη κατ’ αυτή την ανάλυση, δεν μπορεί να έχει την αμυντική αυτονομία εντός Ε.Ε., οφείλει να παραμείνει προσκολλημένη στο ΝΑΤΟ, αλλά και το ΝΑΤΟ πρέπει να “ωριμάσει” πέρα από την αμερικανική συνεισφορά, αν και μεγάλο μέρος των υποδομών του παραμένει υπό αμερικανική διαχείριση

πηγή


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top