Γιώργος Σκαφιδάς
«Ο Τραμπ προσπαθεί να κάνει την Ουκρανία να χάσει (σ.σ. τον πόλεμο)», έγραφε –με πρόδηλα καταγγελτική διάθεση– η Αν Απλμπαουμ στο περιοδικό Atlantic στις 29 Φεβρουαρίου.
«Ο Τραμπ και οι υποστηρικτές του εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν μια ρωσική νίκη (σ.σ. σε βάρος της Ουκρανίας) εάν αυτή πρόκειται να αυξήσει, ακόμη και ελαφρώς, τις δικές τους πιθανότητες επικράτησης ενάντια στον Τζο Μπάιντεν στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου», σημείωνε –σε αναλόγως καταγγελτικό τόνο– ο Γκίντεον Ράχμαν στους FT στις 5 Φεβρουαρίου.
«Ο Τραμπ δεν είναι απλώς φιλορώσος· είναι και αντι-ουκρανός», υπερθεμάτιζε ο Μαξ Μπουτ, μέσα από τις σελίδες της Washington Post, στις 11 Μαρτίου.
«Ο Τραμπ δεν είναι απλώς φιλορώσος· είναι και αντι-ουκρανός», υπερθεμάτιζε ο Μαξ Μπουτ, μέσα από τις σελίδες της Washington Post, στις 11 Μαρτίου.
«Ο Τραμπ μισεί τη Ουκρανία», θα υπογράμμιζε από την πλευρά του, ο Ουκρανοαμερικανός επιχειρηματίας Λεβ Πάρνας, μιλώντας στο Politico πριν από μόλις λίγες εβδομάδες…
Για το φερόμενο «μίσος» του Τραμπ προς την Ουκρανία έχουν, κατά καιρούς, γραφτεί πολλά.
Ο 77χρονος Ρεπουμπλικανός παρουσιάζεται να μην τα πηγαίνει καθόλου καλά με τη χώρα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Κι αυτό, για μια σειρά από πολύ προσωπικούς λόγους, δεδηλωμένους και μη:επειδή προτιμά να τα πηγαίνει καλύτερα με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, στον οποίο βλέπει το… πρότυπο ενός σύγχρονου αυταρχικού ηγέτη
επειδή –ως σύγχρονος εκφραστής των «America First» απομονωτικών τάσεων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος– γενικώς δεν βλέπει θετικά τις όποιες αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες υπέρ τρίτων σε άλλες ηπείρους, ειδικά εάν εκείνες δεν συνοδεύονται από απτά ανταποδοτικά οφέλη για τις ΗΠΑ
αλλά και επειδή η Ουκρανία και ο ίδιος ο Ζελένσκι είχαν «πρωταγωνιστήσει» στην πρώτη πρόταση μομφής που είχε κατατεθεί σε βάρος του Τραμπ όταν εκείνος ήταν ακόμη πρόεδρος των ΗΠΑ το 2019 (σ.σ. ο Τραμπ είχε κατηγορηθεί τότε ότι πίεσε/εκβίασε την κυβέρνηση Ζελένσκι, ζητώντας της να «ξεθάψει» στοιχεία ενάντια στον Τζο Μπάιντεν και στον γιο του, Χάντερ, με απώτερο στόχο να τους πλήξει προεκλογικά πριν από τις αμερικανικές προεδρικές του 2020)
Στις 20 Απριλίου του 2024 συνέβη, ωστόσο, κάτι εντυπωσιακό: Η πλειοψηφικά ρεπουμπλικανική αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων έδωσε το πράσινο φως –έπειτα από μήνες ενστάσεων– ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να δοθεί στην Ουκρανία το νέο πακέτο της (ως επί το πλείστον στρατιωτικής) βοήθειας των 60,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχε «κολλήσει» στο Κογκρέσο.
Η εν λόγω κίνηση τελικώς πέρασε από τη Βουλή, με 311 ψήφους υπέρ έναντι 112 κατά. Οι Δημοκρατικοί ψήφισαν υπέρ στο σύνολό τους, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο. Υπέρ ψήφισαν, όμως, παράλληλα και συνολικά 101 από τους βουλευτές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, χωρίς τις ψήφους των οποίων το εν λόγω πακέτο δεν θα είχε περάσει.
Σημαντική σημείωση: το Ρεπουμπλικανικό «ναι» για τη βοήθεια στην Ουκρανία ήρθε, τελικώς, με τις «ευλογίες» του επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Βουλή, Μάικ Τζόνσον, αλλά και του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ.
Τι έγινε όμως εν τω μεταξύ και κάποιοι άλλαξαν στάση; «Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ δεν τορπίλισε (σ.σ. διά των “αντιπροσώπων” του στη Βουλή) το νομοσχέδιο για τη βοήθεια στην Ουκρανία του Μάικ Τζόνσον;» Η Wall Street Journal επιχειρεί να ανταποκριθεί στο εν λόγω ερώτημα, αναζητώντας απαντήσεις σε κατά βάση τέσσερις παράγοντες:στο εσωκομματικό λόμπινγκ που έκανε υπέρ της βοήθειας προς την Ουκρανία ομάδα Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών (μεταξύ αυτών, ο Λίντσεϊ Γκρέιχαμ ο οποίος είχε επισκεφθεί τον περασμένο μήνα το Κίεβο για να συναντήσει από κοντά τον Ζελένσκι, ο Κέβιν Κρέιμερ και ο Μάρκγουεϊν Μάλιν) στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν οι κ.κ. Μάικ Τζόνσον και Ντόναλντ Τραμπ στις 12 Απριλίου στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα στη δίωρη κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε ο Τραμπ με τον «φίλο» του (σ.σ. «φιλο-ουκρανό») Πολωνό πρόεδρο Αντρέι Ντούντα στη Νέα Υόρκη στις 17 Απριλίου και σε μια φαινομενικώς ήσσονα αλλά πολιτικά/επικοινωνιακά σημαντική αλλαγή που εισήχθη ως τροποποίηση στο ίδιο το πακέτο της βοήθειας προς την Ουκρανία, μετατρέποντας τα 9,5 δισ. δολ. της προσφερόμενης βοήθειας από δωρεές σε δάνεια.
Ο ίδιος ο Τραμπ έχει υπογραμμίσει κατ’ επανάληψη τους τελευταίους μήνες, μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις του, ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να δίνουν χρήματα χωρίς προϋποθέσεις και προοπτικές αποπληρωμής. Σε αυτήν την τραμπική ένσταση έρχεται, ωστόσο, να κουμπώσει τώρα, προσφέροντας παρακαμπτήριες οδούς, η ιδέα του «δανείου» προς την Ουκρανία, το οποίο ως «δάνειο» μπορεί να γίνει περισσότερο αποδεκτό πολιτικά και οικονομικά από την «απομονωτική» πτέρυγα του ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ωστόσο η Wall Street Journal, ο Ντόναλντ Τραμπ συνυπολογίζει πια και μια σειρά από άλλες παραμέτρους, που του έχουν μεταφερθεί στο πλαίσιο συζητήσεων, αναφορικά με:την αξία της Ουκρανίας που είναι πλούσια σε αποθέματα ορυκτών πόρων/μετάλλων, ειδικά στις κατεχόμενες από τη Ρωσία περιοχές
τις πιθανές επιπτώσεις μια ρωσικής στρατιωτικής νίκης
αλλά και την προοπτική μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη βοήθεια του ιδίου του Τραμπ εάν εκείνος επανεκλεγεί στην προεδρία των ΗΠΑ τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Για έναν ηγέτη όπως είναι ο Τραμπ, που σκέπτεται με όρους προσδοκώμενων ανταποδόσεων, ωσάν επιχειρηματίας, αλλά και με όρους προσωπικής προβολής, το Ουκρανικό θα μπορούσε να προσφέρει «ευκαιρίες» στο μέλλον… με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα έχει προηγηθεί μια οριστική/συντριπτική νίκη της ρωσικής πλευράς.
Υπενθυμίζεται ότι ο Τραμπ είχε, ως πρόεδρος των ΗΠΑ, επιχειρήσει να μεσολαβήσει μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας, παίρνοντας μέρος στην τριμερή Σύνοδο που είχε πραγματοποιηθεί στην Αποστρατιωτικοποιημένη Ζώνη μεταξύ βορρά και νότου τον Ιούνιο του 2019 (βλ. «2019 Koreas–United States DMZ Summit»).
Ο Τραμπ είχε όμως διεκδικήσει προβολή ως πρόεδρος και μέσω του Παλαιστινιακού, παρουσιάζοντας τον Ιανουάριο του 2020, μαζί με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου τότε, ένα δικό του «σχέδιο για την ειρήνευση» μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων («Peace to Prosperity: A Vision to Improve the Lives of the Palestinian and Israeli People»), το οποίο απορρίφθηκε ωστόσο ως υπερβολικά «φιλοϊσραηλινό» και άδικο από την παλαιστινιακή πλευρά.
«Η επιβίωση της Ουκρανίας θα έπρεπε να είναι πολύ πιο σημαντική για την Ευρώπη παρά για εμάς, αλλά είναι σημαντική και για εμάς», έγραψε ο Τραμπ προ ημερών σε ανάρτησή του στα social media… παίρνοντας έτσι πια θέση στο πλευρό μιας χώρας την οποία ο ίδιος είχε στο παρελθόν απαξιώσει ως «διεφθαρμένη» και «ρωσική»…
Τι άλλαξε, εν τω μεταξύ;
Ειδικά στην περίπτωση του Τραμπ, όλα δείχνουν να αξιολογούνται με βάση (ωφελιμιστικούς) υπολογισμούς και (προσωπικές) προσδοκίες, ενώ υπάρχει πάντοτε και μια απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πράξη.
Υπενθυμίζεται επί παραδείγματι ότι, σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι New York Times σε μακροσκελές άρθρο τους στις 25 Φεβρουαρίου, η συνεργασία σε επίπεδο μυστικών υπηρεσιών μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας είχε ενισχυθεί σημαντικά την τετραετία (2016-2020) που ο Τραμπ ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, κι αυτό παρά τη φιλορωσική ρητορική του ιδίου του Ντόναλντ…
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου