Είναι κοντόφθαλμο και πολύ προκλητικό, με κάθε απόκλιση του νεοσουλτάνου από την συνήθη αήθη ρητορική και πρακτική του, να ακούμε χειροκροτήματα και να διαβάζουμε αναλύσεις επί αναλύσεων, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα Ελληνοτουρκικά «βρίσκονται σε καλό δρόμο». Απορίας άξιον βέβαια, εάν οι συγκεκριμένοι κονδυλοφόροι και σχολιαστές εν γένει, έχουν κοντή μνήμη ή απλώς ψάχνουν να βρουν το ελάχιστο πάτημα για να μας πείσουν ότι όλα είναι «μέλι-γάλα» με τους γείτονες. Είναι άραγε αυτό απότοκο ενός ιδιότυπου «Σύνδρομου της Στοκχόλμης» ή μήπως μιλάμε για «σύνδρομο του τζουκ μποξ»; Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι ο Ερντογάν και η Τουρκία, ξαφνικά «έπαθαν μετάλλαξη»; Ας μας λυπηθούν λοιπόν όλοι αυτοί που σκοπίμως καλλιεργούν κλίμα για ότι πρόκειται να ακολουθήσει στα Ελληνοτουρκικά.
Οι συμφωνίες και τα μνημόνια (ΜΟΕ) που υπεγράφησαν μαζί με τη «Διακήρυξη της Αθήνας» (07/12/2023) έχουν ασφαλώς διπλή ανάγνωση. Έτσι, μπορεί με μια επιδερμική ανάλυσή τους να πούμε ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο. Αλλά οι αίολες διατυπώσεις ενδέχεται να υποκρύπτουν την τάση της Τουρκίας, άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Η διακήρυξη λοιπόν αναφέρει: «Τα Μέρη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους.»
Αυτό εκ πρώτης ακούγεται σωστό, αλλά ταυτόχρονα συνιστά ναρκοθέτηση στο Ελληνοτουρκικό πεδίο, διότι η Τουρκία θεωρεί εξωφρενικό και απαράδεκτο ακόμη και το να επισκέπτεται η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ελληνικά νησιά της παραμεθορίου. Επίσης θεωρεί απαράδεκτο: το να αναχαιτίζονται οι παραβιάσεις του ελληνικού FIR πέραν των 6νμ, το να εξοπλίζονται νησιά που η ίδια θέλει αποστρατικοποιημένα, το να ασκεί η Ελλάδα απρόσκοπτα τα κυριαρχικά της δικαιώματα/κυριαρχία στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», το να διασφαλίζει τα σύνορά της έναντι των εργαλειοποιημένων μεταναστευτικών ροών, το να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας και εν γένει το να αντιδρά σε οποιαδήποτε τουρκική επιβουλή έναντι των εθνικών δικαίων. Αντίστοιχα, και ακόμη πιο επιθετικά, αντιμετωπίζεται και η Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι πρόδηλο ότι η Τουρκία απεργάζεται την «φιλανδοποίηση» του Ελληνισμού εν συνόλω και σε περίπτωση που υπάρξει η οποιαδήποτε αντίδραση, είναι πρόθυμη να κλιμακώσει ρητορικά αλλά και επί του πεδίου.
Επομένως, η προαναφερθείσα διατύπωση στη «Διακήρυξη της Αθήνας» μόνο ως πρόσχημα μπορεί να εκληφθεί, το οποίο μπορεί να εργαλειοποιηθεί και ως εκ τούτου επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, για να δικαιολογηθεί μια πιθανή επιθετική ενέργεια έναντι της Ελλάδας αφού οιανδήποτε παρέκκλιση από τις τουρκικές εξωφρενικές και άκρως υποτιμητικές απαιτήσεις, δύναται να βαφτιστεί ως «υπονομευτική και απαξιωτική στο γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης», θέτοντας «σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας». Υπό αυτό το πρίσμα, ορθώς πολλοί εξέφρασαν την άποψη ότι η «Διακήρυξη της Αθήνας» αποτελεί μετεξέλιξη της προδοτικής «Συμφωνίας της Μαδρίτης» όπου η Ελλάδα αναγνώρισε ότι υπάρχουν τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο... Με άλλα λόγια, υπογράφοντάς τη, χαρίσαμε στην γείτονα αυτό που επιζητούσε εναγωνίως, το να μπορεί πολύ εύκολα να χρεώσει στην Ελλάδα την πρόκληση της όποιας κρίσης!
Οι συμφωνίες και τα μνημόνια (ΜΟΕ) που υπεγράφησαν μαζί με τη «Διακήρυξη της Αθήνας» (07/12/2023) έχουν ασφαλώς διπλή ανάγνωση. Έτσι, μπορεί με μια επιδερμική ανάλυσή τους να πούμε ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο. Αλλά οι αίολες διατυπώσεις ενδέχεται να υποκρύπτουν την τάση της Τουρκίας, άλλα να λέει και άλλα να εννοεί. Η διακήρυξη λοιπόν αναφέρει: «Τα Μέρη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους.»
Αυτό εκ πρώτης ακούγεται σωστό, αλλά ταυτόχρονα συνιστά ναρκοθέτηση στο Ελληνοτουρκικό πεδίο, διότι η Τουρκία θεωρεί εξωφρενικό και απαράδεκτο ακόμη και το να επισκέπτεται η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ελληνικά νησιά της παραμεθορίου. Επίσης θεωρεί απαράδεκτο: το να αναχαιτίζονται οι παραβιάσεις του ελληνικού FIR πέραν των 6νμ, το να εξοπλίζονται νησιά που η ίδια θέλει αποστρατικοποιημένα, το να ασκεί η Ελλάδα απρόσκοπτα τα κυριαρχικά της δικαιώματα/κυριαρχία στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», το να διασφαλίζει τα σύνορά της έναντι των εργαλειοποιημένων μεταναστευτικών ροών, το να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας και εν γένει το να αντιδρά σε οποιαδήποτε τουρκική επιβουλή έναντι των εθνικών δικαίων. Αντίστοιχα, και ακόμη πιο επιθετικά, αντιμετωπίζεται και η Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι πρόδηλο ότι η Τουρκία απεργάζεται την «φιλανδοποίηση» του Ελληνισμού εν συνόλω και σε περίπτωση που υπάρξει η οποιαδήποτε αντίδραση, είναι πρόθυμη να κλιμακώσει ρητορικά αλλά και επί του πεδίου.
Επομένως, η προαναφερθείσα διατύπωση στη «Διακήρυξη της Αθήνας» μόνο ως πρόσχημα μπορεί να εκληφθεί, το οποίο μπορεί να εργαλειοποιηθεί και ως εκ τούτου επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη, για να δικαιολογηθεί μια πιθανή επιθετική ενέργεια έναντι της Ελλάδας αφού οιανδήποτε παρέκκλιση από τις τουρκικές εξωφρενικές και άκρως υποτιμητικές απαιτήσεις, δύναται να βαφτιστεί ως «υπονομευτική και απαξιωτική στο γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης», θέτοντας «σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας». Υπό αυτό το πρίσμα, ορθώς πολλοί εξέφρασαν την άποψη ότι η «Διακήρυξη της Αθήνας» αποτελεί μετεξέλιξη της προδοτικής «Συμφωνίας της Μαδρίτης» όπου η Ελλάδα αναγνώρισε ότι υπάρχουν τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο... Με άλλα λόγια, υπογράφοντάς τη, χαρίσαμε στην γείτονα αυτό που επιζητούσε εναγωνίως, το να μπορεί πολύ εύκολα να χρεώσει στην Ελλάδα την πρόκληση της όποιας κρίσης!
Δημοσίευση σχολίου