Θεοδωρόπουλος Τάκης
Όταν το 2005 απέτυχε η προσπάθεια δημιουργίας ευρωπαϊκού συντάγματος, η υπόθεση αντιμετωπίσθηκε ως ατύχημα. Νέες χώρες είχαν προστεθεί στο οικοδόμημα και το διεθνές περιβάλλον δεν ενέπνεε ανησυχία. Ο Πούτιν είχε ζητήσει την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, η πλημμυρίδα της μετανάστευσης δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της, και παρά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο το καλοκαίρι εκείνο, η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν είχε δείξει την πραγματική της εμβέλεια. Στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή εναλλάσσονταν οι Χριστιανοδημοκράτες με τους Σοσιαλδημοκράτες. Περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικό κράτος, καταπολέμηση της ανεργίας και το όραμα μιας ευημερίας που θα χωρούσε τους πάντες, ανεξαρτήτως πολιτισμικών καταβολών, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή ηθών.
Οι υπουργοί Εξωτερικών, για να εγκρίνουν το προσχέδιο του συντάγματος που είχε εκπονήσει ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν, διέγραψαν δύο στοιχεία: το ένα ήταν η αναφορά στον χριστιανισμό και το άλλο η περίφημη φράση από τον Επιτάφιο του Περικλέους: «Το πολίτευμά μας καλείται δημοκρατία διότι σ’ αυτό αποφασίζουν οι πολλοί». Ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός θεωρήθηκαν ως μη πολιτικώς ορθές αναφορές σε μια Ευρώπη που όδευε στη λεωφόρο της πολυπολιτισμικότητας. Οι πολιτικές ελίτ δεν ήθελαν, ή δεν μπορούσαν, να παραδεχθούν ότι η αποτυχημένη απόπειρα του συντάγματος ήταν δική τους ήττα.
Το τοπίο του 2005 δεν μοιάζει σε τίποτε με το τοπίο του 2023. Ποιος περίμενε τότε ότι η Μελόνι θα ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας, η Λεπέν θα διεκδικούσε με αξιώσεις τον προεδρικό θρόνο της Γαλλίας και ο Γκερτ Βίλντερς θα κέρδιζε τις περισσότερες έδρες στο oλλανδικό κοινοβούλιο; Υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Oρμπαν, όμως αναφέρομαι σε αυτούς τους τρεις διότι οι χώρες τους είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Ε.E. επί ΕΟΚ. Oλο αυτό το φαινόμενο αποκαλείται από τον δημοσιογραφικό λυρισμό «άνοδος της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς». Και αποδίδεται σε ένα είδος ευήθειας των ευρωπαϊκών κοινωνιών οι οποίες δεν καταλαβαίνουν την Ευρώπη. Κανείς, όμως, δεν λέει ότι η Ευρώπη την οποία δεν καταλαβαίνουν είναι η Ευρώπη των κυρίαρχων πολιτικών της ελίτ.
Και το φαινόμενο οφείλεται κατά μείζονα λόγο στην απόσταση που χωρίζει τις ελίτ από το αίσθημα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, τους φόβους τους και τις επιθυμίες τους. Αν η δημοκρατία είναι η τέχνη της πειθούς, η αδυναμία τους να πείσουν τις κοινωνίες τους είναι αδυναμία της δημοκρατίας. Δαιμονοποιούν την Ακροδεξιά με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Αναρωτιούνται πώς οι ίδιοι υπονόμευσαν την ευρωπαϊκή συγκρότηση με την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους στο μεταναστευτικό; Και με ποια πολιτική ισχύ θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται την Ουκρανία; Με την πυγμή που επέδειξε ο Σολτς όταν τον πρόσβαλε ο Ερντογάν;
Όταν το 2005 απέτυχε η προσπάθεια δημιουργίας ευρωπαϊκού συντάγματος, η υπόθεση αντιμετωπίσθηκε ως ατύχημα. Νέες χώρες είχαν προστεθεί στο οικοδόμημα και το διεθνές περιβάλλον δεν ενέπνεε ανησυχία. Ο Πούτιν είχε ζητήσει την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, η πλημμυρίδα της μετανάστευσης δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της, και παρά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο το καλοκαίρι εκείνο, η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν είχε δείξει την πραγματική της εμβέλεια. Στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή εναλλάσσονταν οι Χριστιανοδημοκράτες με τους Σοσιαλδημοκράτες. Περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικό κράτος, καταπολέμηση της ανεργίας και το όραμα μιας ευημερίας που θα χωρούσε τους πάντες, ανεξαρτήτως πολιτισμικών καταβολών, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή ηθών.
Οι υπουργοί Εξωτερικών, για να εγκρίνουν το προσχέδιο του συντάγματος που είχε εκπονήσει ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν, διέγραψαν δύο στοιχεία: το ένα ήταν η αναφορά στον χριστιανισμό και το άλλο η περίφημη φράση από τον Επιτάφιο του Περικλέους: «Το πολίτευμά μας καλείται δημοκρατία διότι σ’ αυτό αποφασίζουν οι πολλοί». Ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός θεωρήθηκαν ως μη πολιτικώς ορθές αναφορές σε μια Ευρώπη που όδευε στη λεωφόρο της πολυπολιτισμικότητας. Οι πολιτικές ελίτ δεν ήθελαν, ή δεν μπορούσαν, να παραδεχθούν ότι η αποτυχημένη απόπειρα του συντάγματος ήταν δική τους ήττα.
Το τοπίο του 2005 δεν μοιάζει σε τίποτε με το τοπίο του 2023. Ποιος περίμενε τότε ότι η Μελόνι θα ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας, η Λεπέν θα διεκδικούσε με αξιώσεις τον προεδρικό θρόνο της Γαλλίας και ο Γκερτ Βίλντερς θα κέρδιζε τις περισσότερες έδρες στο oλλανδικό κοινοβούλιο; Υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Oρμπαν, όμως αναφέρομαι σε αυτούς τους τρεις διότι οι χώρες τους είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Ε.E. επί ΕΟΚ. Oλο αυτό το φαινόμενο αποκαλείται από τον δημοσιογραφικό λυρισμό «άνοδος της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς». Και αποδίδεται σε ένα είδος ευήθειας των ευρωπαϊκών κοινωνιών οι οποίες δεν καταλαβαίνουν την Ευρώπη. Κανείς, όμως, δεν λέει ότι η Ευρώπη την οποία δεν καταλαβαίνουν είναι η Ευρώπη των κυρίαρχων πολιτικών της ελίτ.
Και το φαινόμενο οφείλεται κατά μείζονα λόγο στην απόσταση που χωρίζει τις ελίτ από το αίσθημα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, τους φόβους τους και τις επιθυμίες τους. Αν η δημοκρατία είναι η τέχνη της πειθούς, η αδυναμία τους να πείσουν τις κοινωνίες τους είναι αδυναμία της δημοκρατίας. Δαιμονοποιούν την Ακροδεξιά με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Αναρωτιούνται πώς οι ίδιοι υπονόμευσαν την ευρωπαϊκή συγκρότηση με την αλλοπρόσαλλη πολιτική τους στο μεταναστευτικό; Και με ποια πολιτική ισχύ θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται την Ουκρανία; Με την πυγμή που επέδειξε ο Σολτς όταν τον πρόσβαλε ο Ερντογάν;
Δημοσίευση σχολίου