GuidePedia

0

Του Ι. Θ. Μάζη*
Γνωρίζουμε –οι παροικούντες την διεθνολογική Ιερουσαλήμ– ότι στις ημέρες μας ο δημόσιος διάλογος σε σχέση με την διαδικασία επανενάρξεως του διαλόγου με την Τουρκία εστιάζεται (καλώς ή κακώς) σε συγκεκριμένα ζητήματα, ένα εκ των οποίων είναι η διαδικασία της Χάγης. Το μέγα ερώτημα είναι εάν θα πρέπει να προσφύγουμε εις την Χάγη και, εάν ναι, τότε με ποιες προϋποθέσεις και με ποιες κόκκινες γραμμές κ.λπ.

Δεν θα υπεισέλθω, φυσικά, στο νομικό μέρος του θέματος. Ο λαμπρός συνάδελφος καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου και πρώην πρέβυς της χώρας μας στο Στρασβούργο κος Στέλιος Περράκης είχε και παλαιότερα γράψει μία εξαιρετική μονογραφία για το Διεθνές Δικαστήριο στην Χάγη1, αλλά και σχετικά πρόσφατα (2012)2 δημοσίευσε ένα εμπεριστατωμένο άρθρο στο Foreign Affairs για την προσφυγή στο ΔΔΧ. Πρόσφατα, και ο εκλεκτός συνάδελφος κος Χρήστος Ροζάκης έγραψε και πάλι γι’ αυτό. Όπως και άλλοι…

Επιτρέψτε μου μία παρατήρηση, καθαρά γεωπολιτική, η οποία όμως εμπεριέχει και σημαντικά στοιχεία της νομικής ανάλυσης. Όπως και επιβάλλεται, άλλωστε. Πως αλλιώς;

Αφορμή λαμβάνω κυρίως από κείμενα που έχουν δεί το φως της δημοσιότητος εσχάτως από ομάδες συναδέλφων και από ανεξάρτητους σχολιαστές (κυρίως στην έγκριτη εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», αλλά και αλλαχού), από την σχολή σκέψης των ιδρυμάτων εξωτερικής πολιτικής (εγκατεστημένων εν Ελλάδι) και άλλων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγκλίνουν μεταξύ των. Μέσω των κειμένων αυτών προβάλλεται, μεταξύ άλλων, η θέσις ότι κατά την παρούσα συγκυρία «ανοίγει ένα εξαιρετικό, μοναδικό (!) παράθυρο ευκαιρίας» (!), που δεν θα πρέπει να απωλεσθεί, ώστε να επιλυθεί, με όποιον τρόπο είναι εφικτό, το πρόβλημα της οριοθετήσεως της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (καθόσον τα όρια είναι ή θα είναι κοινά), ώστε, «κλείνοντας τα θέματα» με την Τουρκία, να ξεκινήσει μία περίοδος καταλλαγής, ελλείψεως απειλών και εντάσεων, «που θα οδηγήσει σε μια εποχή ευημερίας και ειρήνης στην περιοχή». Εικάζουν οι ανωτέρω –για να μην πω ότι θεωρούν δεδομένο– ότι το κόστος μιάς επιλύσεως του επιμέρους ζητήματος είναι αποδεκτή, εφόσον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικώς θα κλείσουν τα εκκρεμή ζητήματα, καθιστώντας έτσι το παράθυρο πραγματική ευκαιρία για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μάλιστα, εμπνεόμενη προφανώς από τον συλλογικό συγγραφικό οίστρο, μία συγγραφική τετράς έφθασε να υποστηρίξει ότι η κακοδαιμονία που μας προκάλεσε η μη κατάληξις επί τόσες δεκαετίες σε λύση του θέματος της Υφαλοκρηπίδος προκάλεσε τις υπέρογκες εθνικές αμυντικές δαπάνες, που τις υπολόγισε (με την απαιτούμενη, μάλιστα, διόρθωση) στο ύψος του δημοσίου χρέους, υπαινισσομένη (αν και όχι δηλώνοντάς το ρητώς) ότι, αν σπεύσουμε να δεχθούμε την ρύθμιση του θέματος, προφανώς με τους δυσμενείς όρους που προτείνονται από την άλλη πλευρά (καθόσον το ύφος του κειμένου υπονοεί ότι η ευθύνη για την μη έως τώρα εξεύρεση λύσεως βαρύνει μόνον την «σκληρή» «εθνική» (sic) γραμμή της Αθήνας, εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες, απαλλάσσοντας παντελώς την Άγκυρα και τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της, τις οποίες φαίνονται να αγνοούν είτε αυτές να μην απασχολούν διόλου την αναλυτική σκέψη της τετράδος των εκλεκτών συγγραφέων· ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι οδυνηρότερον…), αυτό θα απαλλάξει την χώρα μας από την ανάγκη υιοθετήσεως αντιστοίχων στρατιωτικών δαπανών εις το εγγύς ή το άμεσο μέλλον, καθόσον ο μοναδικός παράγοντας που τις επέβαλε (το εκκρεμές, νομικό τυπικώς, ζήτημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο), θα έχει εξαλειφθεί οριστικώς.3

Ειλικρινώς, εάν εις εξωγήινος κάτοικος του Γαλαξία μας διάβαζε το συγκεκριμένο κείμενο για τα όσα έχουν συμβεί σε αυτόν τον τόπο τις τελευταίες 5 δεκαετίες, θα απορούσε πως αυτήν την τόσο... απλή λύση δεν την εσκέφθησαν: 1) όλοι οι ένοικοι του Μαξίμου τόσα χρόνια, 2) τόσοι λαμπροί διπλωμάτες που πέρασαν από το ελληνικό ΥΠΕΞ ή 3) το ΥΠΕΘΑ ή 4) το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, και κυρίως 5) το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς και γενικώς 6) τόσες πολιτικές προσωπικότητες, που συνεκρότησαν και συνεδρίασαν επί δεκαετίες σε τόσα ΚΥΣΕΑ!

Εκπλήσσομαι, πάντως, διά το ότι μεταξύ των μελών της συγγραφικής ομάδος συγκαταλέγονται και πολύ σοβαροί συνάδελφοι, που θεωρώ ότι μάλλον δεν εμελέτησαν ενδελεχώς το όλον κείμενο και παρόλα αυτά το συνυπέγραψαν, προσδίδοντας –άθελά τους– κύρος και σοβαρότητα εις τις απολύτως μη ρεαλιστικές θέσεις του. Δεν θα πω «αναλύσεις», διότι ο όρος, δυστυχώς, χάνει το νόημά του.

Η ερώτησή μου είναι απλή και γεωπολιτικής φύσεως. Ορθολογικώς γεωπολιτική, όπως άλλωστε η επιστήμη της Γεωπολιτικής απαιτεί:

Πόθεν το γνωρίζουν, πως είναι σίγουροι και το εκλαμβάνουν ως δεδομένο της εκθέσεώς των και του περαιτέρω σχεδιασμού των, όσοι αναλυτές συνάδελφοι θεωρούν ότι η Τουρκία, μόλις εισπράξει το δήθεν επίδικον του κατευνασμού του «παραθύρου ευκαιρίας» (sic), αντί να το σεβαστεί και αντί να ικανοποιηθεί, και έτσι να «κάτσει φρόνιμα» για τον επόμενο «αιώνα» του μέλιτος, δεν θα σπεύσει να εγείρει και νέες αξιώσεις με νέες απειλές και νέες προκλήσεις; Ειδικά εφόσον είδε ότι οι προηγούμενες (τόσο με την ίδια, αλλά και με άλλους, όπως με τα Σκόπια ή με την Κύπρο κ.λπ.) της απέφεραν απτά δικαιικά, διπλωματικά και, εν τέλει, γεωπολιτικά οφέλη;

Από που αντλούν αυτήν την σιγουριά, έχοντας δεδομένο, άλλωστε, ότι αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος που τόσοι άλλοι Πρωθυπουργοί με ισχυρή μάλιστα εντολή (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης, Κ. Καραμανλής, Α. Σαμαράς), ακόμη και οι πλέον διατεθειμένοι να «κατευνάσουν» νεότεροι (Σημίτης, Τσίπρας) δεν απεδέχθησαν τελικώς την ίδια ρύθμιση, κατά το παρελθόν;

Και, μάλιστα, η ερώτησίς μου δεν είναι απλώς μια καλόπιστη απορία ενός γεωπολιτικώς ανησυχούντος, αλλά είναι μια εύλογη ανησυχία, που ερείδεται στην προιστορία της τουρκικής ιμπεριαλιστικής συμπεριφοράς όχι απλά ετών ή δεκαετιών αλλά –θα έλεγα– … αιώνων! Τόσων, μάλιστα, αιώνων όσων τροφοδοτούν το νεο-οθωμανικόν διακύβευμα των Τούρκων αναθεωρητών και «πηδαλιούχων» της Τουρκίας. Να υπενθυμίσω μόνο το πως ο νέος Τούρκος ΥΠΕΞ, Χακάν Φιντάν, κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής του ΥΠΕΞ, ανέφερε ότι αναλαμβάνει το «οφφίκιο» του ΥΠΕΞ, κατονομάζοντάς το με την παλαιά οθωμανική και όχι την σύγχρονη τουρκική ορολογία.

Αυτές οι αξιώσεις δεν εικάζονται μόνον, αορίστως ή ακόμη και αυθαιρέτως. Έχουν ήδη διατυπωθεί ρητώς και επισήμως εκ μέρους της Τουρκίας στο πλαίσιο διερευνητικών επαφών, και μάλιστα, για να γίνω συγκεκριμένος, σε αυτές του 2002-3, επί Πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη και ΥΠΕΞ του Γ.Α.Π, μεταξύ του αειμνήστου –πλέον– πρέσβεως κου Αναστασίου Σκοπελίτη και του Τούρκου αντιστοίχου του, κου Ουγούρ Ζιγιάλ, μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών, με νομικό σύμβουλο τον Ντενίζ Μπουλούκμπασι. Σε αυτές, είχε περίπου συμφωνηθεί εν πολλοίς το πλαίσιο της οριοθετήσεως, όπου: «Μετά από 18 γύρους συζητούνταν διάφορα σενάρια μερικής επέκτασης των χωρικών υδάτων μεταξύ 8 και 10 ναυτικών μιλίων για το Αιγαίο, ενώ οι ηπειρωτικές ακτές θα είχαν 12 ναυτικά μίλια. Αναλόγως θα προσαρμοζόταν ο εθνικός εναέριος χώρος», όπως σημειώνει η Νεφέλη Λυγερού, «Διερευνητικές επαφές: Το μυθιστόρημα της ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης», SLPRESS.gr

Και παρ’ όλα αυτά, η τουρκική πλευρά δεν αρκέστηκε σε αυτά αλλά τόνισε ότι αυτή η κατάληξη δεν την δεσμεύει για να συνεχίσει να εγείρει και τα συναφή «παρεμπίπτοντα» ζητήματα των υπόλοιπων διεκδικήσεών της5. Αποτέλεσμα, η ελληνική πλευρά, όπως αναμενόταν άλλωστε, έκανε πίσω, διότι αυτό ξεπερνούσε το αποδεκτό όριο γεωπολιτικής σκοπιμότητας και, άρα, πολιτικής «ανοχής» της τότε ελληνικής Κυβερνήσεως6 για την όλη διαπραγμάτευση. Αυτό απεκάλυψε από το 2006 με το σημαντικό του άρθρο με τίτλο «Στα πρόθυρα της Χάγης το 2003» στη Καθημερινή της 4ης Ιουνίου 2006 ο έγκριτος δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός, ο οποίος, μάλιστα, και μας το υπενθυμίζει έκτοτε σε τόσες συνεντεύξεις ή κείμενά του.

Το γεωπολιτικό συμπέρασμα το προκύπτον από την μελέτην της εν λόγω περιπτώσεως είναι ότι οι Τούρκοι, φυσικά, εγνώριζαν ότι η «Αθήνα» (ακόμη και η «Αθήνα» των Σημίτη – Γ.Α.Π) δεν θα εδέχετο κάτι παρόμοιον. Προτίμησαν, λοιπόν, να τινάξουν στον αέρα ο,τι είχαν κερδίσει έως εκείνην την στιγμή για έναν πολύ απλό λόγο: ΔΕΝ ήταν και συνεχίζει ΝΑ ΜΗΝ είναι αποδεκτό για την Τουρκία το οριστικό «κλείσιμο» των ελληνοτουρκικών ακόμη και με μια ικανοποιητική (για την τουρκική πλευρά) συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα (/ΑΟΖ). Θέλουν πολλά παραπάνω. Και τότε, και σήμερα. Το έχουν, άλλωστε, μετέπειτα εκφράσει με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας και του συναφούς Γαλάζιου Ουρανού.

Άρα;

Άρα, όποιος στην Αθήνα ή αλλού ονειρεύεται, ειδικά «σήμερα», ένα παράθυρο τάχα ευκαιρίας, με μία «ρεαλιστική – κατευναστική» συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ με την Τουρκία, όπου η Ελλάδα θα …«ματώσει» μεν, αλλά η όποια ….θυσία θα …αξίζει (sic) ως κίνηση αποδεκτού κόστους – προσδοκώμενου οφέλους, καθόσον θα αρκεί για να έχει ικανοποιήσει και, άρα, «εξευμενίσει» για καλά το αδηφάγο αναθεωρητικό «θηρίο», και, έτσι, θα γλιτώσει οριστικά από τις μεγαλοιδεατικές βλέψεις της Τουρκίας, πλανάται πλάνην οικτράν!

Και εδώ ακριβώς εδράζεται και ο όποιος προβληματισμός κάποιων εξ ημών για την προοπτική της Χάγης (ίσως όχι όλων, καθόσον αρκετοί άλλοι είναι εκ προοιμίου και καθολικά αντίθετοι, μία άποψη που σαφώς δεν υιοθετώ).

«Εμείς» –«οι Άλλοι»– προβληματιζόμαστε, όχι φυσικά διότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο Διεθνές Δίκαιο εν γένει, ή και στον ύπατο διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό του ΔΔΧ, ούτε βέβαια και διότι αμφισβητούμε την δικαιοδοτική (με βάση το ΔΔ) επίλυση μιάς διεθνούς νομικής διαφοράς, όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα εδώ και δεκαετίες. Άλλωστε, είναι παλαιά και παγιωμένη (ίσως με κάποιες αμυδρές εξαιρέσεις) η θέση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας, ότι επιθυμεί και υποστηρίζει την ρύθμιση της μιάς και μόνης ελληνοτουρκικής διαφοράς με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Τόσο της ημετέρας με την Τουρκία όσο και όλων των άλλων, αδιακρίτως, διεθνώς, με πρώτο και καλύτερο το Κυπριακό, αλλά και άλλα διεθνή εκκρεμή ζητήματα, όπως η επί της αρχής υποστηρικτική της Ελλάδας στάσις έναντι της δεχθείσας την ένοπλη ρωσσική εισβολή Ουκρανίας.

Η ένστασή μας είναι καθαρά γεωπολιτικού χαρακτήρος και αφορά στο ότι διαφαίνεται ότι επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί η Χάγη ως «πλυντήριο» μιάς επιμέρους διευθετήσεως κατευναστικού χαρακτήρος με την Τουρκία, αποβλέποντας στην «οριστική» (sic) ικανοποίηση των όποιων άλλων επεκτατικών της βλέψεων στην περιοχή.

Με απλά λόγια, η ένσταση στην Χάγη δεν αφορά την έλλειψη σεβασμού ως προς την ίδια ως διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό αλλά απηχεί την έντονη ανησυχία μας για την προοπτική χρήσεώς της ως ενός δεσμευτικού μηχανισμού μη αναστρέψιμων και καθαρά ετεροβαρών παραχωρήσεων της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας επί τη βάσει φρούδων κατευναστικών προσδοκιών μίας σαθρής μελλοντικής ειρήνης και ψευδεπίγραφης σταθερότητας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου, κυρίως, δε, και στην Ανατ. Μεσόγειο, η οποία για μας θα πρέπει ασυζητητί να περιλαμβάνει και την Κύπρο, που ιδίως στο σημερινό γεωστρατηγικό περιβάλλον δεν δύναται να απαλειφθεί από την εξίσωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Αυτά, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις ηθελημένες ή μη, σε σχέση με το αν και κατά πόσο η προοπτική της Χάγης μας βρίσκει σύμφωνους ή όχι.

Φυσικά και μας βρίσκει σύμφωνους, αλλά όχι με τον κατευναστικό και, άρα, γεωπολιτικώς αυτοκτονικόν τρόπο που εισηγούνται και υποστηρίζουν οι καλοί συνάδελφοι των διαφόρων «δεξαμενών διεθνολογικής σκέψεως».

Άρα συμπερασματικά, «ναί», την ανάλυση και εκτίμηση του δικαιικού πλαισίου διαπραγματεύσεως της μιάς και μόνης (κατά την Αθήνα, τουλάχιστον, μέχρι σήμερα...) νομικής διαφοράς με την Τουρκία (για την οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδος – ΑΟΖ και την κατάρτιση της δεούσης νομικής επιχειρηματολογίας), αυτήν θα πρέπει να την συνθέσουμε με βάση, φυσικά, την επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου. Η αξιολόγηση, όμως, του όποιου κόστους (από πιθανές «παρεκκλίσεις/υποχωρήσεις» από αυτήν την πιθανή στάση των Αθηνών), η στάθμιση του όποιου οφέλους και η απόφανση περί της όποιας σκοπιμότητος αποδοχής ή απορρίψεως των τουρκικών απαιτήσεων θα πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσω της γεωπολιτικής σταθμίσεως κόστους – οφέλους, αξιολογώντας την γεωπολιτική πραγματικότητα του Συμπλόκου της Μεσογείου, Κεντρικής Ασίας, Ευξείνου Πόντου και Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής και της εξ αυτής προκυπτούσης γεωστρατηγικής συγκυρίας.

Και, δυστυχώς, αυτήν την ολιστική διάσταση αναλύσεως δεν την πολυδιακρίνω στις απόψεις των όποιων «προθύμων» να εφαρμόσουν την συνοπτική και με κάθε τρόπο κατευναστική επιλογή, καθόσον δεν διακρίνεται να την έχουν σταθμίσει επαρκώς, συναρτώντας την στην ευρύτερη γεωστρατηγική συγκυρία του συγκεκριμένου γεωπολιτικού συμπλόκου της περιοχής μας.

Όπερ και η ανησυχία μου/μας…, η οποία συντάσσεται με τις ανησυχίες και άλλων διεθνών και εγχωρίων παραγόντων.

Και στην Αθήνα, αλλά θα έλεγα και στο Παρίσι. Και αλλαχού…

Η υιοθέτηση μίας αναλόγου, αδιακρίτως και κυρίως αλογίστως κατευναστικής προσεγγίσεως συνιστά και εγγενές μεθοδολογικό και επιστημονικό σφάλμα, αλλά και μία κατά μείζονα λόγο ατυχή διπλωματική – εθνική επιλογή, που φοβούμαι ότι θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μία ιστορικών διαστάσεων και, πάντως, μη αναστρέψιμη απομείωση των συμφερόντων του κοινού (φαντάζομαι) εθνικού «εντολέα» μας…Του ελληνικού Λαού…

Του Ελληνισμού, εν γένει, σε Ελλάδα, σε Κύπρο, αλλά και στην ευρύτερη διασπορά! (που εσχάτως απέκτησε και δικαίωμα ψήφου, άρα νομιμοποιείται πλέον να έχει λόγο στα κοινά!)

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top