Γιάννης Βαληνάκης*
Με αμείωτες τις τουρκικές διεκδικήσεις η κοινή γνώμη προετοιμάζεται κατά τα φαινόμενα για μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η οποία παρουσιάζεται συνήθως ως περίπου εξασφαλισμένη και ακίνδυνη λύση-πανάκεια της αντιπαράθεσης με την Τουρκία
Με αμείωτες τις τουρκικές διεκδικήσεις η κοινή γνώμη προετοιμάζεται κατά τα φαινόμενα για μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η οποία παρουσιάζεται συνήθως ως περίπου εξασφαλισμένη και ακίνδυνη λύση-πανάκεια της αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Εάν πράγματι προκύπτει ένα προς αξιοποίηση «παράθυρο ευκαιρίας», χρήσιμο είναι να εμπλουτιστεί ο εθνικός προβληματισμός πάνω στα καίρια ερωτήματα. Είναι εθνικά ανεκτή μια απόφαση διεθνών δικαστών που δεν θα θεωρούσαν όλα τα νησιά και τις βραχονησίδες μας ως ελληνικά; Αξιολογήσαμε άλλες εναλλακτικές ή συνδυαστικές προσεγγίσεις εξομάλυνσης με την Αγκυρα; Με ποια μαγική μέθοδο η Τουρκία θα παραιτηθεί των πολλών διεκδικήσεών της και θα ρυμουλκηθεί, όπως ισχυριζόμαστε, σε λογική διαπραγμάτευση επί της μοναδικής διαφοράς που εμείς αναγνωρίζουμε;
Κατά πρώτον, αν πράγματι προκύπτουν ευκαιρίες για κερδοφόρες λύσεις, δεν αρκεί η απλή αναμονή ενός έτοιμου «πακέτου» που κυοφορούν οι τρέχουσες πρωτοβουλίες μεσολάβησης από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Απαιτείται η έντεχνα συνδυαστική και βάσει σχεδίου αξιοποίηση των τριών παράλληλων (και όχι ασύνδετων) διαπραγματεύσεων που εκτυλίσσονται παρασκηνιακά: του διμερούς μας διαλόγου με την Αγκυρα (και του Κυπριακού), του «παζαριού» ΗΠΑ – Τουρκίας (F-16) και της εξύφανσης μιας νέας σχέσης Ε.Ε. – Τουρκίας – χωρίς, λόγω έλλειψης χώρου, να συμπεριλάβουμε και τα άλλα κρισιμότατα μέτωπα όπου επανακάμπτει ο Ερντογάν (Αίγυπτος, Ισραήλ, Λιβύη).
Ως προς τη νέα «διερεύνηση» που επιχειρείται των τουρκικών προθέσεων, η Αθήνα αισιοδοξεί ευελπιστώντας σε συνυποσχετικό που θα περιλαμβάνει αποκλειστικά την οριοθέτηση της ΑΟΖ βάσει του Δικαίου της Θάλασσας. Η προοπτική όμως αυτή διαφαίνεται ως εξαιρετικά απίθανη λόγω της έντεχνης τουρκικής αλληλοδιασύνδεσης πολλών διεκδικήσεών της και νέων «εκρηκτικών» δεδομένων (όπως οι «γκρίζες ζώνες») που έχουν προστεθεί σε σχέση με την αρχική επιλογή της Χάγης επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η επίτευξη του διακηρυσσόμενου στόχου μας προϋποθέτει, δηλαδή, συγκεκριμένα –πέρα ακόμη και από γνωστά θέματα, όπως τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος– ότι κυρίως ο Ερντογάν θα έχει διαγράψει προηγουμένως ως διά μαγείας (υπό την πίεση ΗΠΑ / Ε.Ε.): α) την εξωφρενική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αν. Αιγαίου και τις απαιτήσεις του για αποστρατιωτικοποίησή τους (δηλ. την πλέον επικίνδυνη απειλή) και β) τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Σε αντίθετη περίπτωση –εξ ου και οι σοβαρότατες επιφυλάξεις για τη Χάγη– θα αφήνονταν στην κρίση διεθνών δικαστών τόσο η ελληνική κυριαρχία επί κάθε εδαφικού σχηματισμού (νησιά, νησίδια, βραχονησίδες) στο Αιγαίο όσο και το δικαίωμα άμυνάς τους.
Ακόμη πάντως κι αν οι δύο πλευρές έφθαναν, παρά τις εμφανέστατες δυσκολίες (ιδίως αν επιβεβαιωθεί η στροφή της Αγκυρας στο «όλα τα θέματα στη Χάγη»), σε ένα περιοριστικό μονοθεματικό συνυποσχετικό, η δικαστική οδός που θεωρητικά αρμόζει στην Ελλάδα, στον πραγματικό κόσμο δεν στερείται και άλλων κρίσιμων μειονεκτημάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι θα διαρκούσε αρκετά χρόνια (αντίθετα με τις πιεστικές ενεργειακές ανάγκες που έχουν προκύψει για όλα τα μέρη) αλλά και ότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την Τουρκία να απόσχει από υπόγειο επηρεασμό των δικαστών, όπως και τελικά να αποδεχθεί μια απόφαση του ΔΔΧ που θα θεωρήσει μη συμφέρουσα.
Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια φιλόδοξη διπλωματική εξομάλυνση και μια ριψοκίνδυνη «ποντιοπιλατική» παραπομπή εθνικών συμφερόντων στην κρίση ξένων δικαστών.
Στο δεύτερο τραπέζι συναλλακτικής διαπραγμάτευσης, ο Ερντογάν παζαρεύει με Μπάιντεν και Κογκρέσο το βέτο του για είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα τα F-16 (μετά 900 πυραύλων). Ο Μενέντεζ καθυστερεί εντέχνως προσπαθώντας να επιβάλει καίριους και εφαρμόσιμους όρους, με την Αθήνα να παρακολουθεί με βάση θεωρητικά αφηγήματα περί της στρατηγικής αναβάθμισής της (λόγω Αλεξανδρούπολης, Σούδας κ.λπ.) χωρίς τη μετατροπή τους σε απτά πρακτικά κέρδη. Οι υπερβολικοί εξάλλου εναγκαλισμοί με τους γείτονες δυσχεραίνουν σοβαρά τις προσπάθειες του ελληνοαμερικανικού λόμπι, που εμφανίζεται έτσι φιλελληνικότερο της Αθήνας…
Στο τρίτο τραπέζι παζαριού που εξυφαίνεται, η Ε.Ε. οδεύει (χωρίς προσώρας σοβαρή/συναλλακτική διαπραγμάτευση από Αθήνα και Λευκωσία) προς μια «ειδική σχέση α λα καρτ» με την Τουρκία που όλοι, πλην Ελλάδας και Κύπρου, επιδιώκουν: να εξασφαλίσουν τουτέστιν στον «άσωτο υιό» Ερντογάν σχεδόν μόνο πλεονεκτήματα προκειμένου να επιστρέψει σε φιλοδυτική πορεία. Προσφέρονται η (τεράστιας οικονομικής αξίας για την Τουρκία) αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης, η είσοδος από την πίσω πόρτα στην αμυντική ενοποίηση της Ε.Ε. αλλά και στην εξωτερική πολιτική της («υψηλού επιπέδου» πολιτικός διάλογος Ε.Ε. – Τουρκίας) κ.λπ. Εντέχνως επιχειρείται εκατέρωθεν η παράκαμψη των ελληνικών/κυπριακών αντιρρήσεων και συμφερόντων και η απάλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής υποχρέωσης από την Αγκυρα. Το εγχείρημα βαφτίζεται απλώς «θετική ατζέντα» – για την Τουρκία όμως.
Απέναντι στα τρία αυτά πεδία διαπραγμάτευσης δεν χωρούν ρομαντικές ελπίδες και παθητική αναμονή των προτάσεων τρίτων καλοθελητών. Θα συνιστούν πράγματι ευκαιρία αν τα αξιοποιήσουμε με σχέδιο και σκληρή διαπραγματευτική τακτική, εξασφαλίζοντας απτά κέρδη για τον ελληνισμό σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Επαπειλούνται όμως σοβαροί κίνδυνοι αν αντιθέτως «διαπραγματευόμαστε με τον εαυτό μας» για το ποιες υποχωρήσεις μας «θα βοηθούσαν» τον διάλογο.
Εν κατακλείδι, η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στη Χάγη και στη στρατιωτική σύγκρουση. Καλούμαστε αντιθέτως να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια φιλόδοξη και κερδοφόρα διπλωματική εξομάλυνση που βελτιώνει τη θέση και τις προοπτικές του ελληνισμού, και μια ριψοκίνδυνη «ποντιοπιλατική» παραπομπή κρίσιμων εθνικών συμφερόντων και σοβαρών παραμέτρων της εθνικής μας ασφάλειας στην κρίση ξένων δικαστών και μεσολαβητών.
*Καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας / ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.
Με αμείωτες τις τουρκικές διεκδικήσεις η κοινή γνώμη προετοιμάζεται κατά τα φαινόμενα για μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η οποία παρουσιάζεται συνήθως ως περίπου εξασφαλισμένη και ακίνδυνη λύση-πανάκεια της αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Εάν πράγματι προκύπτει ένα προς αξιοποίηση «παράθυρο ευκαιρίας», χρήσιμο είναι να εμπλουτιστεί ο εθνικός προβληματισμός πάνω στα καίρια ερωτήματα. Είναι εθνικά ανεκτή μια απόφαση διεθνών δικαστών που δεν θα θεωρούσαν όλα τα νησιά και τις βραχονησίδες μας ως ελληνικά; Αξιολογήσαμε άλλες εναλλακτικές ή συνδυαστικές προσεγγίσεις εξομάλυνσης με την Αγκυρα; Με ποια μαγική μέθοδο η Τουρκία θα παραιτηθεί των πολλών διεκδικήσεών της και θα ρυμουλκηθεί, όπως ισχυριζόμαστε, σε λογική διαπραγμάτευση επί της μοναδικής διαφοράς που εμείς αναγνωρίζουμε;
Κατά πρώτον, αν πράγματι προκύπτουν ευκαιρίες για κερδοφόρες λύσεις, δεν αρκεί η απλή αναμονή ενός έτοιμου «πακέτου» που κυοφορούν οι τρέχουσες πρωτοβουλίες μεσολάβησης από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Απαιτείται η έντεχνα συνδυαστική και βάσει σχεδίου αξιοποίηση των τριών παράλληλων (και όχι ασύνδετων) διαπραγματεύσεων που εκτυλίσσονται παρασκηνιακά: του διμερούς μας διαλόγου με την Αγκυρα (και του Κυπριακού), του «παζαριού» ΗΠΑ – Τουρκίας (F-16) και της εξύφανσης μιας νέας σχέσης Ε.Ε. – Τουρκίας – χωρίς, λόγω έλλειψης χώρου, να συμπεριλάβουμε και τα άλλα κρισιμότατα μέτωπα όπου επανακάμπτει ο Ερντογάν (Αίγυπτος, Ισραήλ, Λιβύη).
Ως προς τη νέα «διερεύνηση» που επιχειρείται των τουρκικών προθέσεων, η Αθήνα αισιοδοξεί ευελπιστώντας σε συνυποσχετικό που θα περιλαμβάνει αποκλειστικά την οριοθέτηση της ΑΟΖ βάσει του Δικαίου της Θάλασσας. Η προοπτική όμως αυτή διαφαίνεται ως εξαιρετικά απίθανη λόγω της έντεχνης τουρκικής αλληλοδιασύνδεσης πολλών διεκδικήσεών της και νέων «εκρηκτικών» δεδομένων (όπως οι «γκρίζες ζώνες») που έχουν προστεθεί σε σχέση με την αρχική επιλογή της Χάγης επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η επίτευξη του διακηρυσσόμενου στόχου μας προϋποθέτει, δηλαδή, συγκεκριμένα –πέρα ακόμη και από γνωστά θέματα, όπως τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος– ότι κυρίως ο Ερντογάν θα έχει διαγράψει προηγουμένως ως διά μαγείας (υπό την πίεση ΗΠΑ / Ε.Ε.): α) την εξωφρενική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αν. Αιγαίου και τις απαιτήσεις του για αποστρατιωτικοποίησή τους (δηλ. την πλέον επικίνδυνη απειλή) και β) τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Σε αντίθετη περίπτωση –εξ ου και οι σοβαρότατες επιφυλάξεις για τη Χάγη– θα αφήνονταν στην κρίση διεθνών δικαστών τόσο η ελληνική κυριαρχία επί κάθε εδαφικού σχηματισμού (νησιά, νησίδια, βραχονησίδες) στο Αιγαίο όσο και το δικαίωμα άμυνάς τους.
Ακόμη πάντως κι αν οι δύο πλευρές έφθαναν, παρά τις εμφανέστατες δυσκολίες (ιδίως αν επιβεβαιωθεί η στροφή της Αγκυρας στο «όλα τα θέματα στη Χάγη»), σε ένα περιοριστικό μονοθεματικό συνυποσχετικό, η δικαστική οδός που θεωρητικά αρμόζει στην Ελλάδα, στον πραγματικό κόσμο δεν στερείται και άλλων κρίσιμων μειονεκτημάτων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι θα διαρκούσε αρκετά χρόνια (αντίθετα με τις πιεστικές ενεργειακές ανάγκες που έχουν προκύψει για όλα τα μέρη) αλλά και ότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την Τουρκία να απόσχει από υπόγειο επηρεασμό των δικαστών, όπως και τελικά να αποδεχθεί μια απόφαση του ΔΔΧ που θα θεωρήσει μη συμφέρουσα.
Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια φιλόδοξη διπλωματική εξομάλυνση και μια ριψοκίνδυνη «ποντιοπιλατική» παραπομπή εθνικών συμφερόντων στην κρίση ξένων δικαστών.
Στο δεύτερο τραπέζι συναλλακτικής διαπραγμάτευσης, ο Ερντογάν παζαρεύει με Μπάιντεν και Κογκρέσο το βέτο του για είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα τα F-16 (μετά 900 πυραύλων). Ο Μενέντεζ καθυστερεί εντέχνως προσπαθώντας να επιβάλει καίριους και εφαρμόσιμους όρους, με την Αθήνα να παρακολουθεί με βάση θεωρητικά αφηγήματα περί της στρατηγικής αναβάθμισής της (λόγω Αλεξανδρούπολης, Σούδας κ.λπ.) χωρίς τη μετατροπή τους σε απτά πρακτικά κέρδη. Οι υπερβολικοί εξάλλου εναγκαλισμοί με τους γείτονες δυσχεραίνουν σοβαρά τις προσπάθειες του ελληνοαμερικανικού λόμπι, που εμφανίζεται έτσι φιλελληνικότερο της Αθήνας…
Στο τρίτο τραπέζι παζαριού που εξυφαίνεται, η Ε.Ε. οδεύει (χωρίς προσώρας σοβαρή/συναλλακτική διαπραγμάτευση από Αθήνα και Λευκωσία) προς μια «ειδική σχέση α λα καρτ» με την Τουρκία που όλοι, πλην Ελλάδας και Κύπρου, επιδιώκουν: να εξασφαλίσουν τουτέστιν στον «άσωτο υιό» Ερντογάν σχεδόν μόνο πλεονεκτήματα προκειμένου να επιστρέψει σε φιλοδυτική πορεία. Προσφέρονται η (τεράστιας οικονομικής αξίας για την Τουρκία) αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης, η είσοδος από την πίσω πόρτα στην αμυντική ενοποίηση της Ε.Ε. αλλά και στην εξωτερική πολιτική της («υψηλού επιπέδου» πολιτικός διάλογος Ε.Ε. – Τουρκίας) κ.λπ. Εντέχνως επιχειρείται εκατέρωθεν η παράκαμψη των ελληνικών/κυπριακών αντιρρήσεων και συμφερόντων και η απάλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής υποχρέωσης από την Αγκυρα. Το εγχείρημα βαφτίζεται απλώς «θετική ατζέντα» – για την Τουρκία όμως.
Απέναντι στα τρία αυτά πεδία διαπραγμάτευσης δεν χωρούν ρομαντικές ελπίδες και παθητική αναμονή των προτάσεων τρίτων καλοθελητών. Θα συνιστούν πράγματι ευκαιρία αν τα αξιοποιήσουμε με σχέδιο και σκληρή διαπραγματευτική τακτική, εξασφαλίζοντας απτά κέρδη για τον ελληνισμό σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Επαπειλούνται όμως σοβαροί κίνδυνοι αν αντιθέτως «διαπραγματευόμαστε με τον εαυτό μας» για το ποιες υποχωρήσεις μας «θα βοηθούσαν» τον διάλογο.
Εν κατακλείδι, η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στη Χάγη και στη στρατιωτική σύγκρουση. Καλούμαστε αντιθέτως να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια φιλόδοξη και κερδοφόρα διπλωματική εξομάλυνση που βελτιώνει τη θέση και τις προοπτικές του ελληνισμού, και μια ριψοκίνδυνη «ποντιοπιλατική» παραπομπή κρίσιμων εθνικών συμφερόντων και σοβαρών παραμέτρων της εθνικής μας ασφάλειας στην κρίση ξένων δικαστών και μεσολαβητών.
*Καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας / ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.
Δημοσίευση σχολίου