Του Ζαχαρία Μίχα
Ένα τεράστιο γεωπολιτικό παιχνίδι βρίσκεται σε εξέλιξη με επίκεντρο τα ελληνοτουρκικά, στο πλαίσιο πάντα της κρίσιμης γεωστρατηγικής σημασίας περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Συμπεριλαμβάνει διπλωματία, εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά και εξορύξεις υδρογονανθράκων. Πρωταγωνίστρια χώρα είναι όπως είναι φυσικό οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η έκβαση αυτού του παιγνίου αναμένεται να παίξει ρόλο στη μεταβατική κατάσταση που βρίσκεται η περιοχή, με τελικό ζητούμενο τη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας. Δηλαδή, επί τς ουσίας μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για την περιοχή.
Το πολύ καλά ενημερωμένο για τις υπερατλαντικές εξελίξεις HELLAS JOURNAL μεταδίδει, ότι ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, θα πραγματοποιήσει στο τέλος Φεβρουαρίου επίσκεψη στην Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ. Επικαλείται δε πηγές προσκείμενες στην κορυφή της αμερικανικής διπλωματίας. Όπως σχολιάζει, πρόκειται για στρατηγικής σημασίας περιοδεία, “όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από τη γεωγραφία των πρωτευουσών που θα επισκεφθεί ο Αμερικανός υπουργός”. Ο κ. Μπλίνκεν αναμένεται να επισκεφθεί την Ελλάδα το διήμερο 20-21 Φεβρουαρίου, για να λάβει μέρος στον στρατηγικό διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ. Πιστεύεται ότι θα διεξαχθεί και η συνάντηση 3+1 μεταξύ του Ισραήλ, της Ελλάδας, της Κύπρου και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια θετική εξέλιξη η οποία αποδεικνύει την κινητοποίηση της αμερικανικής διπλωματίας στην περιοχή, με στόχο την εξεύρεση λύσης στα προβλήματα που δημιουργεί… κατ’ αποκλειστικότητα η Τουρκία. Απειλεί στρατιωτικά την ελληνική κυριαρχία, αμφισβητεί τα ελληνικά (ελλαδικά και κυπριακά) κυριαρχικά δικαιώματα, βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια ειρηνικής επίλυσης των προβλημάτων χάραξης θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα και την Αίγυπτο, με σκοπό να παρεμποδίσει την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Επιδίωξή της είναι η αναβίωση του οθωμανικού ελέγχου στην περιοχή της Μεσογείου, κάτι το οποίο έχει οδηγήσει σε ισχυρές αντισυσπειρώσεις, καθώς δεν θα υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει αποδεκτό. Ο στρατιωτικός καταναγκασμός, όσο κι αν μοιάζει για μια πρακτική βγαλμένη από το πολύ μακρινό παρελθόν και μάλιστα τόσο “άκομψα” και απροκάλυπτα εφαρμοσμένος, βάζει σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.
Με τη συμμετοχή του Μπλίνκεν στη συνάντηση μεταξύ του Ισραήλ, της Ελλάδας, της Κύπρου, οι ΗΠΑ δίνουν την “ευλογία” τους σε ανώτατο επίπεδο. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται στην προτεραιότητα εξεύρεσης λύσεων στα προβλήματα με βάση την καλόπιστη διαπραγμάτευση και τις λογικές υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές. Η Τουρκία είναι βέβαια η πλευρά που αρνείται να συμμορφωθεί, με τις επερχόμενες εκλογές να αποτελούν ανεπαρκές ερμηνευτικό σχήμα για τη στάση της, καθώς αυτή στηρίζεται σε μια εξωτερική πολιτική επεξεργασμένη, της οποίας οι στόχοι επιδιώκονται διαχρονικά, ασχέτως της μεθοδολογίας και του ύφους που επιλέγεται.
Σε αυτό το σκηνικό έρχεται να προστεθεί και το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας The Wall Street Journal, στο οποίο αποκαλύπτεται η πρόθεση του Λευκού Οίκου να στείλει στο Κογκρέσο προς έγκριση, τόσο την αποδέσμευση των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35A Lightning II για την Ελλάδα, αλλά και την έγκριση της πώλησης της πλέον προηγμένης έκδοσης των γνωστών μαχητικών F-16, της Block 70/72, για την Τουρκία. Η πρωτοβουλία αυτή επιδέχεται πολλών παρατηρήσεων στο επίπεδο της ανάλυσης:
Οι ΗΠΑ δείχνουν να εφαρμόζουν την πολιτική του “καλού και κακού μπάτσου” (good cop bad cop). Ο “καλός”, δηλαδή ο Λευκός Οίκος, εμφανίζεται συνεπής στις δεσμεύσεις του προέδρου Μπάιντεν απέναντι στον Τούρκο ομόλογό του Ερντογάν. Δηλαδή της πρόθεσης αποδέσμευσης των F-16 για την Τουρκία, μετά τον εξοβελισμό της από το πρόγραμμα του F-35 όπου ήταν εξ αρχής εταίρος, έχοντας καταβάλλει για την ανάπτυξη του μαχητικού ποσό της τάξης του 1 δισ. δολ. Έλαβε βέβαια σε αντάλλαγμα σημαντικό έργο για τις αμυντικές βιομηχανίες της. Το έργο αυτό τους απέφερε σημαντικότατα έσοδα προ της εκδήλωσης της κρίσης με αφορμή την απόκτηση του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf. Τον ρόλο του “κακού” θα παίξει το Κογκρέσο, όπου ο Γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα μπλοκάρει την πώληση λόγω της τουρκικής διεθνούς συμπεριφοράς. Δηλαδή, όχι μόνο λόγω της στάσης της απέναντι στην Ελλάδα.
Είναι βέβαιο ότι το ταξίδι Μπλίνκεν στις τρεις χώρες θα συμπεριλάβει συζητήσεις για όλα τα επίμαχα ζητήματα και θα ζητήσει τη συμμετοχή όλων σε μια μεγάλη διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία προσυπογράφεται και από ελληνικής πλευράς, με τη λογική ότι η συγκυρία είναι η καλύτερη δυνατή, σε σχέση πάντα με το παρελθόν. Η Ελλάδα μπορεί να διαπραγματευθεί με βάση θέσεις αρχών, αλλά ταυτόχρονα και από θέση διπλωματικής ισχύος, καθώς η “εξωτερική νομιμοποίηση” της ελληνική πολιτικής… σπονσοναρισμένη και από την τουρκική αμετροέπεια, βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό.
Ωστόσο, εάν εξεταστούν οι αποφάσεις για τα εξοπλιστικά προγράμματα που προωθούνται προς έγκριση στο Κογκρέσο, προκύπτουν κάποια εξίσου ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Αρκεί κάποιος να τα αντιμετωπίσει σε “απόλυτες τιμές”, χωρίς δηλαδή να συνυπολογίσει το θεωρούμενο ως νομοτελειακό βέτο Μενέντεζ στη Γερουσία. Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται, είναι ότι η Ουάσιγκτον “μεροληπτεί” υπέρ της Ελλάδας, καθώς αποδεσμεύει προς αγορά ένα θεωρούμενο ως κορυφαίο οπλικό σύστημα, μια γενιά πιο σύγχρονο σε σχέση με τα F-16. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που έχει προβληθεί κατά κόρον και στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Αποτελεί όμως στην καλύτερη περίπτωση μισή αλήθεια, εάν υποστεί πιο συστηματική επεξεργασία.
Κορυφαία αναφορά αυτή του υφυπουργού Παιδείας, Άγγελου Συρίγου, με βάση την οποία αναλυτές και σχολιαστές τον αποκάλεσαν ως και “λαγό” της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Πλέον, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ο ισχυρισμός ότι η ελληνική πλευρά ήταν ενήμερη για την πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης. Υπενθυμίζεται, ότι ο Συρίγος, ένα ακαδημαϊκός με πολύ πλούσιο επιστημονικό έργο στα ελληνοτουρκικά, τάχθηκε επίσης υπέρ της παραμονής της Τουρκίας σε δυτική τροχιά, με την αιτιολογία ότι έτσι θα μπορούν να τίθενται περιορισμοί στη συμπεριφορά της, κυρίως μέσω των ΗΠΑ. Η θέση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς υπάρχει ισχυρός αντίλογος. Δεν είναι όμως αυτός το αντικείμενο του παρόντος σχολίου.
Παρότι λοιπόν εμφανίζεται η Ουάσιγκτον να “μεροληπτεί” υπέρ της Αθήνας και σε βάρος της Άγκυρας, υπάρχει ένα θέμα σοβαρό. Είναι το θέμα του κόστους που συνεπάγεται η προμήθεια του θεωρούμενου ως πιο σύγχρονου μαχητικού στον κόσμο. Εάν το κόστος περιοριστεί στα 4 περίπου δισ. ευρώ, όπως έχει εκτιμηθεί για μία πολεμική Μοίρα 24 αεροσκαφών, τότε το κόστος κύκλου ζωής (life-cycle cost) για 30 χρόνια θα ανέλθει χονδρικά σε 12-15 δισ. ευρώ, αφού είναι τριπλάσιο του κόστους προμήθειας. Συμπεριλαμβάνονται η υποστήριξη και μια αναβάθμιση “μέσης ζωής” (mid-life upgrade). Εάν διαιρεθεί το ποσό αυτό με τα 30 εκτιμώμενα χρόνια αξιοποίησης, προκύπτει μια δαπάνη ύψους μισού δισ. ευρώ ετησίως.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους αντιλαμβανόμενοι για ποιο πράγμα συζητάμε, αυτό ήταν το ποσό που δαπανούσε η χώρα, σε ετήσια βάση, την εποχή των Μνημονίων για τους εξοπλισμούς της. Δεν επαρκούσε ούτε για την κάλυψη υφισταμένων υποχρεώσεων από εξοπλιστικά συμβόλαια του παρελθόντος! Πόσο μάλλον για τη συντήρηση υφισταμένων στο οπλοστάσιο οπλικών συστημάτων. Ούτε λόγος για την προμήθεια νέων. Καλή είναι η θεωρητική ανάλυση του τι θα συνεπαγόταν στο ελληνοτουρκικό ισοζύγιο η απόκτηση του μαχητικού, αλλά εάν δεν υπολογιστεί το οικονομικό κόστος ώστε να διατηρείται επιχειρησιακό, δεν θα συμβάλει στην αποτροπή αφού θα παραμένει καθηλωμένο, απαξιώνοντας την επένδυση που θα έχει πραγματοποιηθεί για την προμήθειά του.
Δεδομένου ότι η χώρα έχει αναλάβει υποχρεώσεις δεκάδων δισ. ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, κάθε νέα προμήθεια θα πρέπει αφενός να είναι προσεκτικά υπολογισμένη με βάση το κόστος κύκλου ζωής που δημιουργεί μια ετήσια υποχρέωση που θα προστεθεί σε όλες τις υπόλοιπες. Εν ολίγοις, η Ελλάδα θα πρέπει να επανεξετάσει τις αμυντικές και εξοπλιστικές της δαπάνες συνολικά, προτού προχωρήσει σε νέα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη της χώρας είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Άλλο είναι η δαπάνη ενός συγκεκριμένου ποσοστού (π.χ. 3%) επί ενός ΑΕΠ 200 δισ. ευρώ και άλλο με ΑΕΠ 300 δισ. ευρώ. Οι ελπίδες που γεννά η -απαράδεκτα- καθυστερημένη κινητοποίηση στον τομέα των υδρογονανθράκων επιτρέπει στην Ελλάδα να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον. Προς το παρόν όμως άλλα είναι τα δεδομένα.
Όποιος αγνοεί το πορτοφόλι, είναι καταδικασμένος να πέφτει θύμα των επιθυμιών που δεν συμβαδίζουν με την οικονομική του ευρωστία. Εκτός κι αν βρεθεί τρόπος ώστε οι ΗΠΑ να επιδείξουν απέναντι στη σύμμαχο Ελλάδα παρόμοια συμπεριφορά με αυτή που επιδεικνύουν απέναντι στο Ισραήλ και την Αίγυπτο με στρατιωτική βοήθεια ύψους 3,8 δισ. δολαρίων και 2 δισ. δολαρίων αντίστοιχα σε ετήσια βάση. Η δικαιολογία ότι αυτό δεν αφορά τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στερείται σοβαρότητας και καλό θα ήταν να εγκαταλειφθεί, προτού προξενήσει ζημιά στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Δημοσίευση σχολίου