GuidePedia

0


Λυγερός Σταύρος
Μπορεί ο Μητσοτάκης να “εκλιπαρεί” διάλογο, μπορεί για να κατευνάσει τον “σουλτάνο” να έφθασε να χαρακτηρίσει τους ακτιβιστές του κουρδικού εθνικού-απελευθερωτικού κινήματος “τρομοκράτες”, αλλά ο Ερντογάν παρέμεινε ακλόνητος. Όπως δήλωσε, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν να συναντήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Στην Αθήνα οφείλουν επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι ο τουρκικός ελέφαντας δεν θα βγει από το δωμάτιο, παριστάνοντας ότι δεν τον βλέπουμε.

Αναμφίβολα, είναι θετικό να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά όποιος στην Ελλάδα δεν θέλει να βάζει το κεφάλι στην άμμο, αναγνωρίζει ότι οι μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της Άγκυρας δεν αφήνουν περιθώριο για εποικοδομητική διαπραγμάτευση. Τα δύο κράτη δεν τα χωρίζει μία διαφορά, όπως π.χ. η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, την οποία καλούνται να επιλύσουν διμερώς ή με την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Λόγω των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων της Άγκυρας σε βάρος όχι μόνο ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και ελληνικής κυριαρχίας, κάθε διαπραγμάτευση επ’ αυτών των διεκδικήσεων είναι από τη φύση της συνταγή ή για απαράδεκτες εθνικές παραχωρήσεις ή για ναυάγιο και όξυνση. Επειδή ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι επιθυμητό,

Το πρόβλημα της Ελλάδας με τον τουρκικό επεκτατισμό είναι πάγιο και στρατηγικής φύσεως και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπισθεί. Προφανώς, ο Μητσοτάκης έχει τα μάτια του στραμμένα στις κάλπες που σχεδιάζει να στήσει το Σεπτέμβριο. Επιδιώκει, λοιπόν, μέχρι τότε –με διάφορους μάλλον χοντροκομμένους τρόπους– να αποφύγει μία κρίση στο μέτωπο με την Τουρκία. Θεμιτή η επιδίωξη, αλλά όχι κατά τρόπο που να προκαλεί εθνικό κόστος.

Κανείς δεν θέλει μία ελληνοτουρκική κρίση, αλλά δεν είναι η Ελλάδα που θα την προκαλέσει. Ούτε η κρίση θα αποφευχθεί με καλοπιάσματα, όπως η δήλωση Μητσοτάκη για τους Κούρδους. Γιατί αυτή η δήλωση προκαλεί εθνικό κόστος, αφού τινάζει στον αέρα τις τραυματισμένες από το 1999 σχέσεις της Ελλάδας με τους Κούρδους. Και μπορεί διάφοροι γεωπολιτικά ανόητοι να τους περιφρονούν, αλλά τα σοβαρά κράτη, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ισραήλ, έχουν φροντίσει να αναπτύξουν σχέσεις μαζί τους άλλοτε επίσημες κι άλλοτε αφανείς.

Τουρκικός ελέφαντας και προσωπική διπλωματία

Ο Ερντογάν είναι παίκτης που δεν παραμυθιάζεται με λόγια του αέρα. Αυτή είναι και η αιτία που έβαλε τον Μητσοτάκη “στον πάγο”. Όταν οι δύο τους είχαν πριν λίγο καιρό συμφάγει στην Κωνσταντινούπολη, ο Έλληνας πρωθυπουργός επιπολαίως είχε συμφωνήσει όταν ο “σουλτάνος” του είχε προτείνει Αθήνα και Άγκυρα να μην αναμίξουν τρίτους και να τα βρουν με διμερείς διαπραγματεύσεις. Ο Ερντογάν ήθελε να δεσμεύσει την ελληνική διπλωματία να μην απευθύνεται σε ΕΕ και Ουάσινγκτον για τα ελληνοτουρκικά. Κι αυτό, επειδή η διμερής διαπραγμάτευση ευνοεί “από χέρι” την Τουρκία.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον, ο Μητσοτάκης απέφυγε –σε βαθμό παρεξηγήσεως– να αναφερθεί ονομαστικά στην Τουρκία, ο Ερντογάν θεώρησε την έμμεση αναφορά του Έλληνα πρωθυπουργού στο ζήτημα των τουρκικών F-16 σαν παραβίαση της συμφωνίας τους. Και όπως θυμόμαστε, αντέδρασε έντονα.

Ο Μητσοτάκης όφειλε να έχει διδαχθεί από την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων τον τελευταίο μισό αιώνα ότι υπάρχουν όρια στην προσωπική διπλωματία, ακόμα κι όταν πρόκειται για τακτικού χαρακτήρα χειρισμούς και επιδιώξεις. Οι διμερείς σχέσεις έχουν και φορτωθεί και φορτισθεί επικίνδυνα. Η μείωση της θερμοκρασίας έχει αξία, υπό την προϋπόθεση ότι για την επιτύχει η Αθήνα δεν αναλαμβάνει δεσμεύσεις, έστω και προφορικές, που θα τις βρει μπροστά της.
Η τουρκική κρατική ιδεολογία

Έχω επανειλημμένως υπογραμμίσει ότι το επόμενο διάστημα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Εκτός από τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό, που με διακυμάνσεις εκδηλώνεται τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια, ο Ερντογάν έχει και προσωπική πολιτική σκοπιμότητα να επιτύχει μία “νίκη” επί της Ελλάδας εν όψει της κρίσιμης προεδρικής εκλογής του Ιουνίου 2023. Μπορεί να μην επιθυμεί γενικευμένο πόλεμο, αλλά θα τον βόλευε πολύ να ταπεινώσει την Ελλάδα για να το πουλήσει στους ευεπίφορους στον εθνικιστικό πυρετό Τούρκους ψηφοφόρους. Δεδομένης της οικονομικής κρίσης, άλλωστε, το μόνο χαρτί που του έχει απομείνει είναι να πουλήσει “εθνικό μεγαλείο” και επεκτατισμό.

Στρατηγικός στόχος των νεοοθωμανών ήταν εξαρχής να αποδομήσουν τον κεμαλισμό ως θεμέλιο ιδεολογικό λίθο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Ερντογάν, άλλωστε, αυτοπροβλήθηκε εμμέσως πλην σαφώς ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση. Μέσω του νεοοθωμανισμού επανέφερε στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ.

Αν και ο Ερντογάν έχει αποτύχει να αναδειχθεί ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου, όπως επεδίωκε, παρέμεινε πιστός στο σχέδιό του το 2023 η Τουρκία να έχει εδραιωθεί ως μεγάλη δύναμη, παρά την οικονομική κρίση που την μαστίζει τα τελευταία χρόνια. Για να αναδειχθεί, μάλιστα, ο ίδιος σε εθνικό ηγέτη δεν αρκούσαν η διάλυση του μετακεμαλικού βαθέος κράτους και σε επόμενη φάση οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από το κίνημα Γκιουλέν, επί της ουσίας από τα δυτικά δίκτυα επιρροής.

 Χρειαζόταν και ένα ιδεολογικό όχημα.

Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τις μαζικές εκκαθαρίσεις, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή την ιδεολογική βάση προσελκύει και ενσωματώνει στο καθεστώς του και παραδοσιακούς κεμαλιστές αξιωματικούς και κρατικούς αξιωματούχους, κυρίως ευρασιανιστές.

Επήλθε όσμωση

Οι νεοοθωμανοί του Ερντογάν είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στα ελληνοτουρκικά, ωστόσο, είχε από νωρίς επέλθει μία όσμωση μεταξύ των δύο βασικών τουρκικών ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων. Ο Ερντογάν δεν διαφοροποιήθηκε ποτέ από τις πάγιες μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Στη δεκαετία 2002-12, όμως, εμφανιζόταν μετριοπαθής.

Οι λόγοι ήταν δύο: Πρώτον, επειδή τότε είχε ανοικτό εσωτερικό μέτωπο με το κεμαλικό βαθύ κράτος. Δεύτερον, επειδή ως φορέας της νεοοθωμανικής ιδεολογίας και στρατηγικής, επιχειρούσε να καταστήσει την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό αρχικά επεδίωξε να ρυμουλκήσει σταδιακά την Ελλάδα σε μια κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο εμφύλιος πόλεμος στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ (Ερντογάν εναντίον Γκιουλέν) υποχρέωσε τον Τούρκο πρόεδρο να επαναπροσανατολίσει την πολιτική των συμμαχιών του όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό. Τα τελευταία αρκετά χρόνια που έχει και θεσμικά καταστεί άτυπος σουλτάνος ξεδιπλώνει την ατζέντα του και στο επίπεδο της ισλαμοποίησης στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο επίπεδο της ευθείας προβολής επεκτατικών διεκδικήσεων.

Η Δύση δεν τραβάει το σκοινί

Εγκλωβισμένη στις δικές της αντιφάσεις, η ΕΕ αποδείχθηκε ανίκανη να δει τη μεγάλη εικόνα, να αντιμετωπίσει και να λειτουργήσει αποτρεπτικά, λαμβάνοντας υπόψη τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών της. Όταν ο Ερντογάν είχε πρωτοαμφισβητήσει τη συνθήκη της Λωζάννης, το Βερολίνο είχε αντιδράσει με το εξής ποντιοπιλατικό τρόπο: «Μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και καιρό, εδώ και δεκαετίες. Διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά. Κατά τα άλλα δεν εκφράζει άποψη και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός»!

Η ανωτέρω επίσημη δήλωση αντανακλά με ενδεικτικό τρόπο το γεγονός ότι οι εταίροι μας αντιλαμβάνονται ακόμα και μία τόσο χοντροκομμένη τουρκική πρόκληση σαν ελληνοτουρκική, απέναντι στην οποία τηρούν ίσες αποστάσεις! Κι αυτή η τάση παραμένει ισχυρή ακόμα κι όταν οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση επιδεινώθηκαν, λόγω τουρκικών κινήσεων. Αναφέρομαι στην προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν, στην αγορά των S-400 και αυτόν τον καιρό στον τουρκικό εκβιασμό για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας.

Οι ΗΠΑ –και πίσω τους οι Ευρωπαίοι– αποφεύγουν να αντιδράσουν κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει ρήξη στις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Οι τελευταίες εξελίξεις με αφορμή τον τουρκικό εκβιασμό για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επιβεβαίωσαν αυτή την πολιτική και μάλιστα κατά τρόπο προσβλητικό για τους Δυτικούς. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι ακόμα κι αν τον Ιούνιο 2023 ο Ερντογάν απομακρυνθεί από την εξουσία, η Τουρκία δεν θα ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν το 2002. Η Τουρκία έχει ήδη αποπλεύσει γεωστρατηγικά. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα φύγει από την Ατλαντική Συμμαχία. Ισχυρίζομαι ότι θα παραμείνει στη Δύση με το ένα πόδι, ενώ με το άλλο θα χορεύει σε ευρασιανικούς ρυθμούς.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top