του Μάνου Καραγιάννη
Η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει πάρει πλέον τον χαρακτήρα διαρκούς αντιπαράθεσης. Οι καθημερινές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων που αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν συνιστούν μια ρητορική έξαρση. Εδώ και 3-4 χρόνια έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά λίγοι τολμούν να το παραδεχθούν. Υπάρχουν δύο κατεστημένες ερμηνείες για την τουρκική επιθετικότητα που βασίζονται σε εσφαλμένες αντιλήψεις:
1. «Η Τουρκία εξάγει την πολιτική της κρίση, μόλις τελειώσουν οι εκλογές θα επανέλθει η ηρεμία». Πρόκειται για μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη που αγνοεί την πολιτική πραγματικότητα: όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας ομονοούν στα ελληνοτουρκικά. Για την ακρίβεια, η αντιπολίτευση έχει σκληρότερες θέσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο. Ωστόσο, υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας. Ο Τσαβούσογλου και ο Ακάρ διαγκωνίζονται ποιος θα γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, δηλαδή οι προσωπικές φιλοδοξίες τους ωθούν σε επιθετικές δηλώσεις. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι μια πολιτική αλλαγή θα αλλάξει την τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική έναντι ημών. Κανείς Τούρκος πολιτικός δεν μπορεί να φανεί διαλλακτικός, αφού η κοινή γνώμη έχει εκπαιδευτεί στον ανθελληνισμό και τον αντιευρωπαϊσμό εδώ και πολλά χρόνια.
2. «Η Άγκυρα θέλει να εμποδίσει τους ελληνικούς σχεδιασμούς για την επέκταση των 12 ναυτικών μιλίων και την ΑΟΖ και βάζει διαπραγματευτικά το ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών». Πρόκειται για μια υπεραισιόδοξη ερμηνεία των τουρκικών προθέσεων που οδηγεί στον εφησυχασμό και την αδράνεια. Δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν στρατιωτικές απειλές και εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον της χώρας μας. Κανείς δεν μιλάει στην Τουρκία για παραπομπή στη Χάγη. Αντιθέτως, σχεδόν οι πάντες απαιτούν διμερή διάλογο και ελληνικές υποχωρήσεις σε ζητήματα κυριαρχίας (π.χ. γκρίζες ζώνες). Ταυτόχρονα, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις κάνουν ότι μπορούν για να πέσουν οι τόνοι στις διμερείς σχέσεις. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση η Αθήνα να κάνει επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο όσο υπάρχει το τουρκικό casus belli. Το γνωρίζουν αυτό οι Τούρκοι.
Η νέα τουρκική επιθετικότητα είναι απόρροια συστημικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα.
Πρώτον, η αδυναμία της Ουάσινγκτον να διαδραματίσει έναν κυριαρχικό ρόλο στην περιοχή μας ενθαρρύνει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της τουρκικής ηγεσίας. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πασχίζει να κρατήσει την Τουρκία στον δυτικό συνασπισμό, έστω και εις βάρος ορισμένων ελληνικών συμφερόντων (π.χ. ακύρωση αγωγού EastMed).
Δεύτερον, η εσωστρέφεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας αφήνει σχεδόν μόνους απέναντι στην Τουρκία. Οι Βρυξέλλες, δηλαδή η Γερμανία, δεν επιθυμούν καν να επιβάλλουν στην Τουρκία τις κυρώσεις που επέβαλαν στη Ρωσία. Η συζήτηση για «δεύτερο Ελσίνκι» είναι ανούσια και αποπροσανατολιστική, όσο η ΕΕ αδυνατεί να λύσει τα του οίκου της. Τρίτον, η σύσφιξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων επιτρέπει στην τουρκική ηγεσία να επικεντρώσει την προσοχή της στα δυτικά της σύνορα (δηλαδή Αιγαίο, Δυτική Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο). Η Μόσχα ενδιαφέρεται για το δάσος (υπονόμευση του ΝΑΤΟ) και όχι το δέντρο (ελληνοτουρκικές διαφορές).
Τι σημαίνει πρακτικά αλλαγή πίστας στα ελληνοτουρκικά; Σημαίνει ότι η σύγκρουση με Τουρκία δεν είναι πλέον ένα απομακρυσμένο σενάριο που αφορά μόνο τους επιτελείς του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Όλα δείχνουν ότι η Άγκυρα θα κλιμακώσει τους επόμενους μήνες. Ίσως όταν θα υπάρχει μια μεγάλη πολιτική ή οικονομική κρίση στην Αθήνα. Να είμαστε προετοιμασμένοι ψυχολογικά χωρίς ουτοπικές ελαφρότητες. Απαιτείται εθνική ομοψυχία, πίστη στις δυνατότητες μας και σκληρή αποφασιστικότητα.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου