Πώς δρουν οι οργανώσεις που προωθούν στην Αμερική τα συμφέροντα της Αγκυρας – Πώς προσεγγίζουν και επιχειρούν να επηρεάσουν τα μέλη του Κογκρέσου και τον Τύπο – Τι αναφέρει έκθεση του Μπεν Φρίμαν για την επιρροή αυτών των «ομάδων πίεσης»
Μίχος ΠαναγιώτηςΤην άνοιξη του 2019, η αμερικανική Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών (Armed Services) της Βουλής και η Επιτροπή Πιστώσεων (Appropriations) της Γερουσίας κατακλύστηκαν από επιστολές με όμοιο περιεχόμενο. «Η αγορά των S-400 δεν ήταν θέμα προτίμησης, αλλά ανάγκης» υπογραμμιζόταν, ενώ όλες εκτιμούσαν ότι πιθανή απομάκρυνση της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 «στερείται λογικής» και «βλάπτει τη συνολική αποτρεπτική ικανότητα του ΝΑΤΟ».
Το παραπάνω στοιχείο αποτελεί ένα μικρό δείγμα της (συχνά παρασκηνιακής) δράσης του τουρκικού λόμπι στις ΗΠΑ. Παρά το ιστορικά χαμηλό βαρομετρικό στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας και τις διαφωνίες σε μείζονα ζητήματα όπως οι S-400 και τα F-35, το δίκτυο που δρα προς υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων εργάζεται αδιάκοπα και μεθοδικά προκειμένου να ανατρέψει, ή στην καλύτερη περίπτωση να περιορίσει, τις αρνητικές εξελίξεις για τη γειτονική χώρα. Με την εικόνα της Τουρκίας να βρίσκεται βέβαια στο ναδίρ σε ό,τι αφορά το Κογκρέσο, οι προσπάθειες αυτές δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.
Το ζήτημα της δράσης των ομάδων πίεσης προς όφελος των συμφερόντων της Αγκυρας πραγματεύεται εκτενώς ο Μπεν Φρίμαν από το ίδρυμα Πρωτοβουλία Διαφάνειας Επιρροής Εξωτερικού (FITI) στο κείμενο πολιτικής με τίτλο «Το τουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ», που δημοσίευσε τον περασμένο Οκτώβριο η δεξαμενή σκέψης Center For International Policy. «Το 2020, το τουρκικό λόμπι στην Αμερική έδωσε πολλές μεγάλες μάχες και, σχεδόν σε κάθε περίπτωση, έχασε» επισημαίνει ο συγγραφέας.
Αριθμοί και επαφές
Ο αμερικανικός Νόμος για την Εγγραφή Ξένων Πρακτόρων (FARA) επιβάλλει στους οργανισμούς αλλά και στους ιδιώτες που εργάζονται για ξένες χώρες να καταθέτουν εγγράφως και πλήρως τη δράση τους. Από τη διαδικασία προέκυψαν ενδιαφέροντα στοιχεία για την τουρκική δραστηριότητα.
Το 2020, σύμφωνα με την ανάλυση, εγγράφηκαν στη FARA 11 οργανισμοί για λογαριασμό της Τουρκίας. Οι οργανώσεις αυτές ανέφεραν ότι πραγματοποίησαν 2.319 επαφές για λογαριασμό των πελατών τους. Επισήμως, το τουρκικό λόμπι πραγματοποίησε 568 συνεισφορές καμπάνιας, ύψους 526.177 δολαρίων, 17 αιρετοί αξιωματούχοι έλαβαν σχεδόν 37.000 δολάρια σε συνεισφορές από εταιρείες που είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους, ενώ ένας γερουσιαστής έλαβε συνεισφορά στην εκστρατεία του την ίδια ημέρα που εταιρεία – για λογαριασμό της Τουρκίας – επικοινώνησε μαζί του.
Δρώντες
Πέντε εταιρείες πραγματοποίησαν τις περισσότερες «πολιτικές δραστηριότητες» για την Αγκυρα. Ξεχωρίζει η Mercury Public Affairs με 973 δράσεις, εκ των οποίων οι 405 αφορούσαν το Κογκρέσο και οι 371 τα μέσα ενημέρωσης. Ακολουθούν οι: Capitol Counsel, Venable, Greenberg Traurig και LB International Solutions.
Οι Capitol Counsel, Venable και Greenberg Traurig είχαν ως αποκλειστικό επίκεντρο δράσης την άσκηση πίεσης σε μέλη του Κογκρέσου, εστιάζοντας κυρίως σε ζητήματα πώλησης όπλων. Τον Οκτώβριο του 2020, οι Mercury και Greenberg Traurig διέκοψαν τις σχέσεις τους με το τουρκικό κράτος, εξαιτίας των πιέσεων που δέχθηκαν από αμερικανοαρμένιους ακτιβιστές, μεσούσης της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Η Capital Counsel τερμάτισε τις συμβάσεις της με την Τουρκία τον περασμένο Απρίλιο.
Οι στόχοι
Το αμερικανικό Κογκρέσο ήταν ο πρωταρχικός στόχος του τουρκικού λόμπι. Από τις 2.319 επίσημες επαφές, οι 1.701 έγιναν στα γραφεία του Κογκρέσου στην Βουλή και στη Γερουσία. «Αυτές οι προσπάθειες λόμπι επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε μέλη επιτροπών που εμπλέκονται στη νομοθεσία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Τουρκία ή να οδηγήσουν στην επιβολή κυρώσεων» εξηγεί ο Φρίμαν. H Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, η επιτροπή που είναι αρμόδια για τις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία και η Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών της Βουλής δέχθηκαν τις περισσότερες «οχλήσεις». Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι λομπίστες επικοινώνησαν περισσότερο με τους Στιβ Σαμπότ, Ρότζερ Ουίκερ και Τοντ Γιανγκ. Επρόκειτο για τρία μέλη του Κογκρέσου που ήταν επικριτικά προς την Αγκυρα.
Παράλληλα, σημειώνεται ότι ο επικεφαλής της μειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι και ο επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας Τσακ Σούμερ είναι αποδέκτες συνεισφορών από εταιρείες που εκπροσωπούν την Τουρκία. «Αυτό είναι ενδεικτικό ενός ευρύτερου μοτίβου στη βαθύτερη ανάλυση του λόμπι της Τουρκίας: τον ισχυρό συσχετισμό μεταξύ των πολιτικών με τους οποίους επικοινωνούν για λογαριασμό των τούρκων πελατών τους και των πολιτικών στους οποίους κάνουν δωρεές» τονίζει ο συγγραφέας.
Τα μέσα ενημέρωσης ήταν ο δεύτερος στόχος, με 377 επίσημες καταγεγραμμένες επαφές. Οι λομπίστες ήρθαν σε επαφή με «New York Times» (83), Bloomberg (52), «Washington Post» (37), CNN (35) και «Wall Street Journal» (34). Πάνω από τις μισές επαφές έγιναν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Ταυτόχρονα, επιχειρήθηκε η αποτροπή δημοσιευμάτων που θα έπλητταν την Τουρκία ή προσωπικά τον πρόεδρό της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με την ανάλυση ξεχωρίζουν δύο περιπτώσεις: Η μία αφορά άρθρο των «New York Times» που ασκούσε κριτική στην τουρκική εξωτερική πολιτική την περίοδο Ερντογάν και η δεύτερη σχετίζεται με την αποκάλυψη ενός σκανδάλου στο οποίο μετείχε ο πρόεδρος του αμερικανοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου.
Δεξαμενές σκέψεις και Γκιουλέν
Σημαντικό πεδίο δράσης του τουρκικού λόμπι είναι οι δεξαμενές σκέψης. Σε αυτόν τον τομέα η Αγκυρα έχει διαχρονικά επενδύσει πολλά χρήματα. Γνωρίζοντας τη λειτουργία των think tanks και το πόσο επηρεάζουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική, οι λομπίστες πραγματοποίησαν 83 επαφές το περασμένο έτος. Το Ινστιτούτο Brookings και το German Marshall Marshall χρηματοδοτήθηκαν από την Τουρκική Ενωση Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων (στα δύο ιδρύματα υπάρχουν προγράμματα για την Τουρκία), ενώ φορείς όπως το Κέντρο Εφαρμοσμένων Μελετών Τουρκίας (CATS), που αποτελεί ουσιαστικά πρόγραμμα που «τρέχει» το Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών και Υποθέσεων Ασφάλειας (SWP), χρηματοδοτήθηκαν από άλλες τουρκικής προελεύσεως πηγές.
Η έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν (φωτογραφία), τον οποίο η Αγκυρα θεωρεί υπεύθυνο για την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, και η προσπάθεια καταγραφής των κουρδικών πολιτοφυλακών PYD – YPG ως τρομοκρατικών οργανώσεων και «σχετιζόμενων» με το ΡΚΚ, αποτελούν σημαντικό πεδίο δράσης των εταιρειών που εκπροσωπούν την Τουρκία στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η Τουρκία, καταλήγει το κείμενο πολιτικής, ευελπιστεί ότι θα ανανεώσει την επιρροή της στις ΗΠΑ. Εάν, ωστόσο, δεν διορθωθεί η κατάσταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, «η επιρροή της Αγκυρας στις Ηνωμένες Πολιτείες πιθανότητα θα παραμείνει οριακή, στην καλύτερη περίπτωση».
Δημοσίευση σχολίου