Σοβαρά προβλήματα καθιστούν τα Βαλκάνια μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί με την Ελλάδα να αναζητεί τρόπους παρέμβασης στα τεκταινόμενα.
Νίκος ΜαρτίνοςΣτα Σκόπια δεν υπάρχει κυβέρνηση, στη Σόφια εξελέγη μία αλλά κουμάντο κάνει ένας πρώην πιλότος μαχητικού. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι κατ’ όνομα κράτος, το Βελιγράδι έχει αποδειχθεί αδιάφορο για τις ελληνικές ευαισθησίες, η Αλβανία πρέπει να ενταχθεί στην ΕΕ, αλλά με τι κόστος; Αν προστεθεί και το Κόσοβο, η λύση στη βαλκανική εξίσωση είναι δύσκολη
Η παραίτηση του Ζόραν Ζάεφ από την πρωθυπουργία της Βόρειας Μακεδονίας στις 22 Δεκεμβρίου 2021 είχε στην πραγματικότητα προαναγγελθεί από τον περασμένο Οκτώβριο. Η αντικατάστασή του από τον Ντιμίταρ Κοβάτσεφσκι είναι μια συμβατική κίνηση εξισορρόπησης προκειμένου η χώρα να μη μείνει δίχως κυβέρνηση, αν και το πραγματικά δύσκολο έργο πέφτει στους ώμους του προέδρου Στέβο Πενταρόφσκι, ο οποίος πρέπει σε δέκα ημέρες να διευκολύνει τη συνεργασία του κυβερνώντος σοσιαλιστικού κόμματος SDSM με κάποιο άλλο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Αν και η επιτυχία θεωρείται δεδομένη, η μακροημέρευση της νέας κυβέρνησης θεωρείται από όλους αμφίβολη. Παρά τη στήριξη της φιλοδυτικής κυβέρνησης των Σκοπίων από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, η διαρκώς απομακρυνόμενη ευρωπαϊκή προοπτική έχει ενισχύσει το αντιευρωπαϊκό, ακροδεξιό κόμμα VMRO-DPMNE από το οποίο προερχόταν και ο γνωστός και μη εξαιρετέος Γκρουέφσκι.
To VMRO-DPMNE έχει ανοιχτά ταχθεί κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, που αποτελεί και το πλέον σημαντικό σκαλοπάτι της Βόρειας Μακεδονίας προς τη Δύση, εκείνο που οδήγησε αρχικά στο ΝΑΤΟ και συντηρεί τις ελπίδες για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η περιπέτεια της Βόρειας Μακεδονίας μοιάζει μικρή, ωστόσο είναι πολύ κεντρική στο βαλκανικό κυκεώνα εξελίξεων.
Πριν από λίγες ημέρες, στα Σκόπια καλλιεργήθηκε τεράστια προσδοκία από την αλλαγή φρουράς στη Σόφια και την ανάδειξη ενός δυτικότροπου ηγέτη, του Κίριλ Πέτκοφ, με σπουδές στο Χάρβαρντ και απόλυτη προσήλωση στην ευρωατλαντική προοπτική των Βαλκανίων.
Αρχικά ο Πέτκοφ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η διαφορά με τη Βόρεια Μακεδονία (η υποψηφιότητα της οποίας είναι συνδεδεμένη με εκείνη της Αλβανίας) μπορεί να ξεπεραστεί ώστε να ξεμπλοκαριστεί η δυνατότητα για προσδιορισμό ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, διαδικασία ούτως ή άλλως δύσκολη, δεδομένου ότι το τρέχον εξάμηνο την προεδρία της ΕΕ την έχει η Γαλλία που τον Μάιο οδεύει σε προεδρικές εκλογές.
Αν και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μετέβη στη Σόφια άμεσα (ο πρώτος ηγέτης της ΕΕ που συναντήθηκε με το νέο πρωθυπουργό της Βουλγαρίας), με την ενεργειακή διάσταση της ελληνοβουλγαρικής σχέσης να κυριαρχεί στις συνομιλίες, η ελληνική αντιπροσωπεία μάλλον δεν έγινε περισσότερο σοφή ως προς τη στάση που θα κρατήσει η νέα ηγεσία της χώρας στις διαφορές της με τη Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες εστιάζονται σε διαφορετικές απόψεις για την ταυτότητα.
Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο. Στη Σόφια μπορεί επιτέλους να εξελέγη κυβέρνηση, ωστόσο για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια τα νήματα κινεί ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, ο Ρούμεν Ράντεφ, ένας παλιός πιλότος μαχητικού Mig-29 της Αεροπορίας και υπέρ μιας πιο ουδέτερης στάσης έναντι της Ρωσίας.
Τα φιλορωσικά αισθήματα είναι πανταχού παρόντα στην ψυχοσύνθεση των Βουλγάρων. Πρόκειται όμως και για εκδηλώσεις μιας κοινωνικής απογοήτευσης. Αν και η Βουλγαρία έχει κάνει τεράστια βήματα από την ημέρα που εντάχθηκε στην ΕΕ, ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και μια εξίσου δυσλειτουργική οικονομία έχουν κρατήσει τον πληθυσμό καθηλωμένο στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης σχεδόν σε όλους τους δείκτες.
Λογικό είναι, λοιπόν, η κόπωση για το ευρωπαϊκό ιδεώδες να είναι πιο έντονη εκτός των κόλπων της ΕΕ, στη Βόρεια Μακεδονία, την Αλβανία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία, η οποία υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται την ένταξη της τα τελευταία 10 χρόνια.
Η μαύρη τρύπα των Βαλκανίων παραμένει, πάντως, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου ένας συνδυασμός από παράγοντες έχουν καταστήσει τη χώρα ένα κατ’ όνομα κράτος, δίχως σχεδόν καμία λειτουργική ομοσπονδιακή λειτουργία.
Ιδιαίτερα μετά το καλοκαίρι, όταν οι ηγέτες της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας Ερζεγοβίνης (Republika Srpska), πρακτικά απέσυραν την εμπιστοσύνη στην -ούτως ή άλλως διακοσμητική – κυβέρνηση, λόγω ενός ψηφίσματος για την ανάγκη αναγνώρισης των ειδεχθών εγκλημάτων του Πολέμου.
Η στάση αυτή υποστηρίζεται, βέβαια, από το Βελιγράδι, κυρίως όμως από τη Μόσχα, η οποία διατηρεί τεράστια ισχύ στη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν στο σύνολό της η ενέργεια με την οποία τροφοδοτείται η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έρχεται από τη Ρωσία αλλά και ελέγχεται απευθείας από τη Μόσχα.
Αν στη βαλκανική εξίσωση προστεθεί η εξίσωση του Κοσόβου, του αλβανικού εθνικισμού (τα επιχειρήματα περί «Φυσικής Αλβανίας» και «αυτοχθόνων» Αλβανών), γίνεται ορατό διά γυμνού οφθαλμού για ποιο λόγο η ΕΕ και οι μεγάλες πρωτεύουσες (κυρίως το Παρίσι και η Μαδρίτη) αντιμετωπίζουν την πιθανότητα διεύρυνσης ως μια δοκιμασία που θα προτιμούσαν να μεταθέσουν για το απώτερο μέλλον.
Για την Ελλάδα η εξίσωση αυτή έχει παραμέτρους που είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Η Αλβανία πρέπει να ενταχθεί στην ΕΕ, αλλά με τι κόστος; Η Αθήνα ενδεχομένως πρέπει να αναγνωρίσει το Κόσοβο, αλλά με ποιο αντάλλαγμα, από την Αλβανία, βεβαίως, καθώς η Πρίστινα λίγα έχει να δώσει στην Ελλάδα.
Η Σερβία καλό θα ήταν, επίσης, να ενταχθεί στην EE, αλλά έως τώρα στο σκέλος των αμιγώς ελληνοσερβικών σχέσεων το Βελιγράδι έχει αποδειχθεί μάλλον αδιάφορο για τις ευαισθησίες της Αθήνας, ιδιαίτερα ως προς τη βαλκανική δραστηριοποίηση της Άγκυρας.
Αν και η Αθήνα έχει πάθει τα τελευταία δυόμισι χρόνια ένα διπλωματικό «στραμπούληγμα» στα Βαλκάνια, κυρίως διότι η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να ταυτιστεί μια πολιτική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ (Συμφωνία των Πρεσπών), ο υπουργός Νίκος Δένδιας έχει επενδύσει αρκετά σημαντική προσπάθεια, προκειμένου να αποκτήσει η Ελλάδα μια πιο ουσιαστική παρουσία στη περιοχή.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες είναι τεράστιες, λόγω και της ουσιαστικής απουσίας σχεδόν κάθε οικονομικής επιρροής της Ελλάδας στα Βαλκάνια.
Οι εποχές του βαλκανικού «Ελντοράντο» έχουν παρέλθει, γι’ αυτό και η Αθήνα επιχειρεί να εκμεταλλευθεί την επιστροφή των Βαλκανίων στην υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής ατζέντας που είναι, βεβαίως, αντιρωσική.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, η Αθήνα βολιδοσκοπεί αν μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών έχει το πολιτικό περιθώριο και για περαιτέρω πρωτοβουλίες, όπως η αναγνώριση του Κοσόβου ή η οριστικοποίηση μιας συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την κατά κανόνα αναξιόπιστη ηγεσία της Αλβανίας…
Δημοσίευση σχολίου