Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Πάνε σχεδόν 10 χρόνια από τότε που ο Ερντογάν επισκέφτηκε το Μογκαντίσου (Αύγουστος 2011), πρώτος αρχηγός μη αφρικανικού κράτους μετά τον εμφύλιο το 1991. Η Τουρκία έγινε γρήγορα γενναιόδωρος ευεργέτης της Σομαλίας. Από τότε η τουρκική κυβέρνηση και τουρκικές εταιρείες έχουν επενδύσει άφθονο χρήμα στις αναπτυξιακές ανάγκες της Σομαλίας.
Η διείσδυση της Τουρκίας στην Αφρική ξεκίνησε το 2003 με πρωτοβουλία και υπό την εποπτεία του Ερντογάν. Ο ίδιος έχει πραγματοποιήσει περίπου 30 επισκέψεις σε αφρικανικές χώρες. Η επίσκεψη του στη Σομαλία το 2011, όμως, προσέλκυσε την παγκόσμια προσοχή. Τότε η Σομαλία ήταν κράτος υπό κατάρρευση. Μεταξύ 2009 και 2014, οι τουρκικές δαπάνες για αρωγή σε αφρικανικές χώρες αυξήθηκαν από περίπου 31 σε 400 εκατ. δολάρια ετησίως.
Περίπου ένα δισ. δολάρια (έως το 2018) έχει διατεθεί στη Σομαλία, χρηματοδοτώντας αναπτυξιακά έργα, υποδομές και σχολεία. Σήμερα, το διεθνές αεροδρόμιο και το λιμάνι του Μογκαντίσου διευθύνονται από τουρκικές εταιρείες. Τούρκος ειδικός απεσταλμένος για τη Σομαλία έχει εμπλακεί άμεσα και σε διπλωματικές συνομιλίες με την αποσχισμένη περιοχή της Σομαλιλάνδης.
Η Τουρκία στη Σομαλία
Η παρουσία της Τουρκίας στη Σομαλία αρχικά βασίστηκε στο εμπόριο και την οικονομική στήριξη. Το 2016 εγκαινιάστηκε η μεγαλύτερη παγκοσμίως τουρκική πρεσβεία στο Μογκαντίσου. Νωρίτερα αυτόν το μήνα, όμως, η αντιπολίτευση στη Σομαλία ζήτησαν από την Άγκυρα να σταματήσει αποστολή όπλων που προορίζονται για την εκπαιδευμένη από Τούρκους μονάδα ειδικής πολιτικής Χαρμαάντ, επειδή πυροβόλησε διαδηλωτές.
Με επιστολή εξέφρασε τον φόβο τους ότι ο πρόεδρος Μοχάμεντ Αμπντουλάι Μοχάμεντ θα χρησιμοποιήσει την Χαρμαάντ για να νοθεύσει τις εκλογές. Αναφέρθηκαν επίσης στον κεντρικό ρόλο της Τουρκίας στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων της Σομαλίας. Η Σομαλία φιλοξενεί το Camp TURKSOM, που χτίστηκε το 2017 έναντι 50 εκατ. δολαρίων και αποτελεί τη μεγαλύτερη τουρκική στρατιωτική εγκατάσταση στο εξωτερικό.
Εάν, όπως λέει η αντιπολίτευση, η Τουρκία συμπράττει με έναν βίαιο άρπαγα της εξουσίας, η τουρκική διείσδυση στην υπόλοιπη Αφρική θα στιγματιστεί ανεξίτηλα ως νεο-οθωμανική. Η μακροημέρευση της τουρκικής παρουσίας στη Σομαλία θα επηρεάσει τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται αντιληπτή και στη δυτική Αφρική, η οποία ενδιαφέρει την Άγκυρα, όπως την ενδιαφέρει η Ερυθρά Θάλασσα και το Κέρας της Αφρικής. Η παρουσία της Τουρκίας στη Λιβύη είναι πιο πρόσφατη, αλλά υπάρχει μια ομοιότητα με τη Σομαλία: και οι δύο χώρες έχουν ευάλωτες κυβερνήσεις και ένοπλες αντιπολιτευτικές δυνάμεις.
Η διείσδυση στο Σαχέλ
Στις αρχές του 2020, ο Ερντογάν επισκέφθηκε την Αλγερία, τη Σενεγάλη και τη Γκάμπια, με σκοπό την παρουσία σε «μια από τις σημαντικότερες πύλες της Τουρκίας προς το Μαγκρέμπ και την Αφρική». Οι καλές σχέσεις με την Αλγερία (κάποτε ήταν τα δυτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) είναι απαραίτητες για την επέκταση της τουρκικής επιρροής στο Σαχέλ, την υποσαχάρια δυτική Αφρική.
Η επίσκεψη του Τσαβούσογλου στο Μάλι τον Σεπτέμβριο (μετά το πραξικόπημα) ήταν ορόσημο για τις διμερείς σχέσεις. Τον Ιούλιο ο ίδιος υπέγραψε στον Νίγηρα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που ενδεχομένως να οδηγήσει στη δημιουργία νέας τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Αφρική. Οι ανωτέρω τουρκικές κινήσεις συνιστούν πρόκληση για τη Γαλλία, την πρώην αποικιακή δύναμη της περιοχής.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι η σχέση Παρισιού-Άγκυρας έχει εξελιχθεί σε έντονη αντιπαλότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που αφορά άμεσα την Ελλάδα. Κατευθύνοντας την οικονομική αρωγή, τις επενδύσεις και τη διπλωματική προσέγγιση προς τις πρώην γαλλικές αποικίες στη Δυτική Αφρική, ο Ερντογάν αμφισβητεί την περιφερειακή επιρροή της Γαλλίας.
Η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στο Μαγκρέμπ είναι αποτέλεσμα της νεοοθωμανικής και πανισλαμικής εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, δήλωσε ο ιστορικός Πιερ Βερμέρεν του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ο ίδιος ανέφερε ότι η τουρκική διείσδυση «ξεκίνησε το 2011 την εποχή της Αραβικής Άνοιξης όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις ανέτρεψαν τους απόλυτους ηγεμόνες της περιοχής και η Τουρκία υποστήριξε ισλαμικά κινήματα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα».
Στις αρχές του 2020, ο Ερντογάν επισκέφθηκε την Αλγερία, τη Σενεγάλη και τη Γκάμπια, με σκοπό την παρουσία σε «μια από τις σημαντικότερες πύλες της Τουρκίας προς το Μαγκρέμπ και την Αφρική». Οι καλές σχέσεις με την Αλγερία (κάποτε ήταν τα δυτικά σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) είναι απαραίτητες για την επέκταση της τουρκικής επιρροής στο Σαχέλ, την υποσαχάρια δυτική Αφρική.
Η επίσκεψη του Τσαβούσογλου στο Μάλι τον Σεπτέμβριο (μετά το πραξικόπημα) ήταν ορόσημο για τις διμερείς σχέσεις. Τον Ιούλιο ο ίδιος υπέγραψε στον Νίγηρα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που ενδεχομένως να οδηγήσει στη δημιουργία νέας τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Αφρική. Οι ανωτέρω τουρκικές κινήσεις συνιστούν πρόκληση για τη Γαλλία, την πρώην αποικιακή δύναμη της περιοχής.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι η σχέση Παρισιού-Άγκυρας έχει εξελιχθεί σε έντονη αντιπαλότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που αφορά άμεσα την Ελλάδα. Κατευθύνοντας την οικονομική αρωγή, τις επενδύσεις και τη διπλωματική προσέγγιση προς τις πρώην γαλλικές αποικίες στη Δυτική Αφρική, ο Ερντογάν αμφισβητεί την περιφερειακή επιρροή της Γαλλίας.
Η αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στο Μαγκρέμπ είναι αποτέλεσμα της νεοοθωμανικής και πανισλαμικής εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν, δήλωσε ο ιστορικός Πιερ Βερμέρεν του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ο ίδιος ανέφερε ότι η τουρκική διείσδυση «ξεκίνησε το 2011 την εποχή της Αραβικής Άνοιξης όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις ανέτρεψαν τους απόλυτους ηγεμόνες της περιοχής και η Τουρκία υποστήριξε ισλαμικά κινήματα όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα».
Η επιρροή στο Μαγκρέμπ
Το 2020 σημειώθηκε επιτάχυνση της τουρκικής επιρροής, η οποία είναι τώρα άμεση. Με την παρέμβασή της στη Λιβύη, η Άγκυρα τοποθέτησε Τούρκους στρατιώτες και μισθοφόρους κοντά στα σύνορα της Αλγερίας και της Τυνησίας. «Τα δίκτυα που υποστηρίζονται από την Άγκυρα προωθούν την Τουρκία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα ΜΜΕ», δήλωσε ο Βερμέρεν.
Ο πολιτικός αναλυτής Αλί Μπακίρ, με έδρα την Άγκυρα, συμφώνησε ότι «η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις χώρες της περιοχής του Μαγκρέμπ ως μέρος του ανοίγματος της στρατηγικής για την Αφρική». Οι σχέσεις Τουρκίας-Αλγερίας εξελίσσονται γρήγορα. Σε ό,τι αφορά την Τυνησία και το Μαρόκο, η Τουρκία εστιάζει σε αμοιβαία οικονομικά οφέλη.
Περισσότερες από 1.200 τουρκικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει θυγατρικές στην Αλγερία, την οποία ο Ερντογάν επισκέφθηκε στις αρχές του 2020 και της έστειλε ιατρική βοήθεια για να αντιμετωπίσει την πανδημία. Η Τουρκία έχει γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας αλγερινών προϊόντων και οι δύο χώρες στοχεύουν στην αύξηση του εμπορίου στα 4,1 δισ. ευρώ ετησίως. Παράλληλα, η Τουρκία βοήθησε για την αποκατάσταση του οθωμανικού τζαμιού Κετσάουα στο Αλγέρι.
Στο Μαρόκο οι Τούρκοι πλημμύρισαν την αγορά κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και εκτόπισαν εγχώρια προϊόντα. Το Ραμπάτ τον Οκτώβριο αναθεώρησε μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου του 2006. Στην Τυνησία, οι επιχειρήσεις έχουν επίσης πληγεί από τουρκικά προϊόντα χαμηλού κόστους, τα οποία έχουν αυξηθεί από τη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών του 2004 και η Τύνιδα το 2018 επέβαλε δασμούς.
Οι τουρκικές φιλοδοξίες στην Αφρική
Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Αφρική, αν και εντυπωσιακές στο πεδίο εφαρμογής τους, αποκλίνουν από τις κινεζικές, αμερικανικές και ευρωπαϊκές, λόγω της θρησκεία. Οι εκκλήσεις της Τουρκίας για κοινή ισλαμική ταυτότητα προσφέρουν προφανή πλεονεκτήματα στη συνεργασία με μουσουλμανικές χώρες, όπως η Σομαλία, το Σουδάν, η Αλγερία, το Μάλι και ο Νίγηρας.
Η "παρόμοια κουλτούρα" δίνει σε τουρκικές εταιρείες πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό για συμβάσεις. Η Άγκυρα δεν είχε δείξει ότι μπορεί να αποκτήσει ριζωμένη επιρροή σε μη μουσουλμανικές χώρες, αλλά οι πρόσφατες συμβάσεις τουρκικών εταιρειών σε χώρες της Ανατολικής Αφρικής ίσως διαψεύσουν αυτή την εκτίμηση. Η εταιρία Yapi Merkezi, για παράδειγμα, εξασφάλισε μέρος ενός μεγάλου σιδηροδρομικού έργου στην Τανζανία, με εν μέρει χρηματοδότηση από την Export Credit Bank της Τουρκίας.
Τον Νοέμβριο 2020, η τουρκική εφοδιαστική εταιρεία Çelebi Aviation Holding εξασφάλισε την πλειοψηφία στον όμιλο Siginon, που ανήκει στην πλούσια οικογένεια του πρώην προέδρου της Κένυας Ντάνιελ Μόι. Η εξαγορά δίνει στην Çelebi ένα μερίδιο ελέγχου σε μια εταιρεία που δραστηριοποιείται σε ολόκληρη την περιοχή, σε Κένυα, Τανζανία και Ουγκάντα.
Η περίπτωση της Κένυας
Η συνεργασία Çelebi-Siginon ευθυγραμμίζεται στενά με τους τουρκικούς εμπορικούς στόχους στην Κένυα και την ευρύτερη περιοχή. Στη γειτονική Σομαλία και την Τανζανία, οι τουρκικές ιδιωτικές επενδύσεις σε υποδομές και εφοδιαστικές δραστηριότητες συνάδουν με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Αυτή η συναλλαγή, ωστόσο, ενέχει και κινδύνους τόσο για την Çelebi όσο και για τους νέους συνεργάτες της στην Κένυα.
Ο γερουσιαστής Γεδεών Μόι (γιος του εκλιπόντος προέδρου) έχει βασίσει το πολιτικό του προφίλ σε μια εταιρεία που αντιμετώπισε ζητήματα σε άλλες αγορές, χάνοντας σημαντική σύμβαση στο διεθνές αεροδρόμιο της Βιέννης πέρυσι και προκαλώντας αρνητικές αντιδράσεις με απολύσεις εκατοντάδων υπαλλήλων στην Ινδία. Παρόμοιες απολύσεις στην Κένυα θα φέρουν πολιτικό κόστος για τον Μόι, ειδικά εάν πυροδοτήσουν λαϊκή οργή προς μία ξένη (τουρκική) εταιρεία που αγοράζει ένα στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο της χώρας και στη συνέχεια κόβει θέσεις εργασίας. Επίσης, εάν ο Μόι εκλεγεί πρόεδρος το 2022, η Çelebi θα μπορούσε να εκτεθεί εν μέσω των τεταμένων εθνοτικών αντιθέσεων στην Κένυα.
Εν κατακλείδι, η Τουρκία επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε όλη την Αφρική με έμφαση σε χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία. Η διείσδυση αυτή, όμως, καταναλώνει πολύ χρήμα σε καιρούς που είναι αυτό σπάνιο είδος στην ίδια την Τουρκία. Επίσης, κοι κινήσεις αυτές αφήνουν έκθετη την Άγκυρα σε διπλωματικές παγίδες, με την έννοια ότι δημιουργούν επικίνδυνους αντιπάλους, τους οποίους συχνά δεν μπορεί να επηρεάσει.
Δημοσίευση σχολίου