Ο νέο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας και η ανάγκη για απογαλακτισμό της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας από το Βερολίνο.
Κώστας Α Λάβδας*
Καθώς ο τουρκικός αναθεωρητισμός στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή ξεδιπλώνεται βήμα-βήμα παρά την πανδημία, πολλοί εξακολουθούν να επιμένουν ότι η «λύση» θα έλθει με «διαπραγματεύσεις» ή/και προσφυγή στη Χάγη. Αλλά η κοπιώδης, ενίοτε γραφική επικέντρωση στη νομική επιχειρηματολογία όταν έχουμε απέναντι ένα κράτος ταραχοποιό που, μεταξύ άλλων, δεν έχει αποδεχτεί την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ισοδυναμεί με μακρινό, ακαθόριστο αλλά επίμονο αχό που μας δημιουργεί σύγχυση και μας αδρανοποιεί. Έναν αχό που ταιριάζει στις θεωρούμενες ως βασικές παραδοχές της εποχής – πράγμα καταρχήν θετικό – αλλά που εν προκειμένω μπορεί να αποβεί μοιραίος. Γιατί καθυστερεί την Ελλάδα από την επικέντρωση στα απολύτως αναγκαία: άμεση βελτίωση της αποτρεπτικής ισχύος και διαμόρφωση επιμέρους συμμαχιών – διμερών, τριμερών, πολυμερών – που πραγματικά θα λειτουργήσουν.
Η πίεση προς την Ελλάδα να αναζητήσει «λύση» μέσω διαπραγματεύσεων θα ήταν απολύτως κατανοητή υπό τον όρο ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν ότι οι διαπραγματεύσεις είναι εστιασμένες και αφορούν την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Η Άγκυρα δεν το δέχεται αυτό, στοχεύοντας με συνέπεια στην εμπλοκή της Αθήνας σε μια συμφωνία-πακέτο με πλήθος ζητημάτων, τα περισσότερα από τα οποία αντικατοπτρίζουν την επεκτατική λογική των τουρκικών αναθεωρητικών σχεδίων.
Ποιά ελληνική κυβέρνηση θα δεχτεί να θέσει υπό την κρίση της Χάγης ένα ζήτημα κυριαρχίας όπως είναι η στρατιωτική θωράκιση των νησιών μας στο ανατολικό Αιγαίο; Και μάλιστα υπογράφοντας συνυποσχετικό με μια χώρα που είναι απολύτως πιθανό να αρνηθεί, απλά, να εφαρμόσει τυχόν αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου που κρίνει ότι δεν την εξυπηρετούν; Άλλωστε η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, εξ ου και η ανάγκη σύναψης συνυποσχετικού, το οποίο όμως τίποτε βάσει της εμπειρίας δεν εγγυάται ότι θα τηρήσει. Ας επισημανθεί, παρεμπιπτόντως, αφενός ότι η νομολογία του ΔΔ της Χάγης για θέματα δικαίου της θάλασσας είναι αρκετά απρόβλεπτη, αφετέρου ότι έχουν υπάρξει και περιπτώσεις κρατών που δεν έχουν αναγνωρίσει αποφάσεις που δεν τα εξυπηρετούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο στρατηγικός αναλυτής Edward Luttwak πρότεινε χθες ότι δεν χρειάζεται, στην πραγματικότητα, η ενίσχυση της ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Ένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα, απειλείται άμεσα από ένα κράτος εκτός της ΕΕ και απειλείται όχι με λόγια αλλά με πολεμικά πλοία. Αυτό απαιτεί μια απάντηση από την ΕΕ με πολεμικά πλοία καθώς και με λόγια, για να αποτραπεί ο πόλεμος μέσω της επίδειξης μιας υπέρτερης ισχύος και αποφασιστικότητας», μας λέει.
Αυτή η προσέγγιση είναι απολύτως λογική επί της αρχής, δυστυχώς όμως δεν παύει να είναι και εξωπραγματική. Τα αποκλίνοντα συμφέροντα καθώς και οι αντιπαλότητες παραμένουν ισχυροί παράγοντες εντός της σημερινής ΕΕ. Επίσης, τα εργαλεία της ΕΕ για κοινή δράση σε αυτό το πεδίο παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένα, ακόμη και εάν πράγματι ήθελε η ΕΕ να δράσει. Σημειωτέον ότι η ΕΕ θα συζητήσει ξανά επίσημα τα θέματα για την Ανατολική Μεσόγειο στις 24/25 Σεπτεμβρίου! Η ΕΕ είναι εξαιρετική σε αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει. Προς το παρόν, τουλάχιστον, παρά τις σημαντικές προσπάθειες της Γαλλίας, παραμένει απελπιστικά ανεπαρκής στα υπόλοιπα. Αλλά ο χρόνος μετράει για την Ελλάδα και για την περιοχή.
Ως εκ τούτου, ο νέο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν θα αποτραπεί από την ΕΕ. Μπορεί να αποτραπεί από διαφορετικούς πιθανούς συνδυασμούς κρατών που ευθυγραμμίζονται στη βάση επιμέρους προκλήσεων (Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα, Ελλάδα, Κύπρος) όπως επίσης και στη βάση γενικότερων σχεδιασμών (Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρος). Ο απογαλακτισμός της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας από το Βερολίνο θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Όπως επίσης και η εγκατάλειψη της αναζήτησης, σε κάθε κρίση, ενός από μηχανής θεού. Χρειαζόμαστε τη διαμόρφωση συνθηκών, όχι την αναζήτηση από μηχανής θεών. Με δυο λόγια, έχουμε μπροστά μας μια δύσκολη διαδικασία: μην ψάχνετε για γρήγορη και εύκολη «λύση». Εκτός αν είστε διατεθειμένοι να υποχωρήσετε από πάγιες ελληνικές θέσεις.
Και μια υποσημείωση. Η χθεσινή επιστολή υπέρ της Ελλάδας στους Times από Βρετανούς συγγραφείς, πανεπιστημιακούς και καλλιτέχνες (ορισμένοι από αυτούς καλοί φίλοι), αντικατοπτρίζει μια ξεκάθαρη αντίληψη των ζητημάτων και μια εξίσου ξεκάθαρη αποφασιστικότητα να παρέμβουν δημόσια με αυτό που κρίνουν ότι συνιστά ισορροπημένη υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στο πλαίσιο των αποδεκτών διεθνών κανόνων. Ας ελπίσουμε ότι ορισμένοι Έλληνες «αναλυτές» που υιοθετούν εξόχως επιπόλαιες στάσεις απέναντι σε μια απειλή που ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον της Ελλάδας για δεκαετίες, θα διδαχθούν από την επιστολή, από το περιεχόμενο αλλά και το ήθος της.
*Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η πίεση προς την Ελλάδα να αναζητήσει «λύση» μέσω διαπραγματεύσεων θα ήταν απολύτως κατανοητή υπό τον όρο ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν ότι οι διαπραγματεύσεις είναι εστιασμένες και αφορούν την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Η Άγκυρα δεν το δέχεται αυτό, στοχεύοντας με συνέπεια στην εμπλοκή της Αθήνας σε μια συμφωνία-πακέτο με πλήθος ζητημάτων, τα περισσότερα από τα οποία αντικατοπτρίζουν την επεκτατική λογική των τουρκικών αναθεωρητικών σχεδίων.
Ποιά ελληνική κυβέρνηση θα δεχτεί να θέσει υπό την κρίση της Χάγης ένα ζήτημα κυριαρχίας όπως είναι η στρατιωτική θωράκιση των νησιών μας στο ανατολικό Αιγαίο; Και μάλιστα υπογράφοντας συνυποσχετικό με μια χώρα που είναι απολύτως πιθανό να αρνηθεί, απλά, να εφαρμόσει τυχόν αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου που κρίνει ότι δεν την εξυπηρετούν; Άλλωστε η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, εξ ου και η ανάγκη σύναψης συνυποσχετικού, το οποίο όμως τίποτε βάσει της εμπειρίας δεν εγγυάται ότι θα τηρήσει. Ας επισημανθεί, παρεμπιπτόντως, αφενός ότι η νομολογία του ΔΔ της Χάγης για θέματα δικαίου της θάλασσας είναι αρκετά απρόβλεπτη, αφετέρου ότι έχουν υπάρξει και περιπτώσεις κρατών που δεν έχουν αναγνωρίσει αποφάσεις που δεν τα εξυπηρετούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο στρατηγικός αναλυτής Edward Luttwak πρότεινε χθες ότι δεν χρειάζεται, στην πραγματικότητα, η ενίσχυση της ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
«Ένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα, απειλείται άμεσα από ένα κράτος εκτός της ΕΕ και απειλείται όχι με λόγια αλλά με πολεμικά πλοία. Αυτό απαιτεί μια απάντηση από την ΕΕ με πολεμικά πλοία καθώς και με λόγια, για να αποτραπεί ο πόλεμος μέσω της επίδειξης μιας υπέρτερης ισχύος και αποφασιστικότητας», μας λέει.
Αυτή η προσέγγιση είναι απολύτως λογική επί της αρχής, δυστυχώς όμως δεν παύει να είναι και εξωπραγματική. Τα αποκλίνοντα συμφέροντα καθώς και οι αντιπαλότητες παραμένουν ισχυροί παράγοντες εντός της σημερινής ΕΕ. Επίσης, τα εργαλεία της ΕΕ για κοινή δράση σε αυτό το πεδίο παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένα, ακόμη και εάν πράγματι ήθελε η ΕΕ να δράσει. Σημειωτέον ότι η ΕΕ θα συζητήσει ξανά επίσημα τα θέματα για την Ανατολική Μεσόγειο στις 24/25 Σεπτεμβρίου! Η ΕΕ είναι εξαιρετική σε αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει. Προς το παρόν, τουλάχιστον, παρά τις σημαντικές προσπάθειες της Γαλλίας, παραμένει απελπιστικά ανεπαρκής στα υπόλοιπα. Αλλά ο χρόνος μετράει για την Ελλάδα και για την περιοχή.
Ως εκ τούτου, ο νέο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν θα αποτραπεί από την ΕΕ. Μπορεί να αποτραπεί από διαφορετικούς πιθανούς συνδυασμούς κρατών που ευθυγραμμίζονται στη βάση επιμέρους προκλήσεων (Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα, Ελλάδα, Κύπρος) όπως επίσης και στη βάση γενικότερων σχεδιασμών (Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρος). Ο απογαλακτισμός της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας από το Βερολίνο θα είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Όπως επίσης και η εγκατάλειψη της αναζήτησης, σε κάθε κρίση, ενός από μηχανής θεού. Χρειαζόμαστε τη διαμόρφωση συνθηκών, όχι την αναζήτηση από μηχανής θεών. Με δυο λόγια, έχουμε μπροστά μας μια δύσκολη διαδικασία: μην ψάχνετε για γρήγορη και εύκολη «λύση». Εκτός αν είστε διατεθειμένοι να υποχωρήσετε από πάγιες ελληνικές θέσεις.
Και μια υποσημείωση. Η χθεσινή επιστολή υπέρ της Ελλάδας στους Times από Βρετανούς συγγραφείς, πανεπιστημιακούς και καλλιτέχνες (ορισμένοι από αυτούς καλοί φίλοι), αντικατοπτρίζει μια ξεκάθαρη αντίληψη των ζητημάτων και μια εξίσου ξεκάθαρη αποφασιστικότητα να παρέμβουν δημόσια με αυτό που κρίνουν ότι συνιστά ισορροπημένη υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στο πλαίσιο των αποδεκτών διεθνών κανόνων. Ας ελπίσουμε ότι ορισμένοι Έλληνες «αναλυτές» που υιοθετούν εξόχως επιπόλαιες στάσεις απέναντι σε μια απειλή που ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον της Ελλάδας για δεκαετίες, θα διδαχθούν από την επιστολή, από το περιεχόμενο αλλά και το ήθος της.
*Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημοσίευση σχολίου