Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Όσοι έχουν μελετήσει και ασχολούνται με το πόλεμο, αναγνωρίζουν ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος μας διδάσκει. Είναι παραδοχή ότι ήταν κυρίως ένας θαλάσσιος πόλεμος, κάτι που πιστεύω ότι και στη σύγχρονη εποχή κατέχει τη συντριπτική πλειονότητα των πιθανοτήτων να συμβεί στο ζωτικό μας γεωπολιτικό χώρο, όποτε χρειαστεί να υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά εθνικά μας συμφέροντα. Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από τη συνεχή χρήση της ισχύος στη θάλασσα, από τον Ελληνισμό, τη Τουρκία και τους συμμάχους μας, με αεροναυτικές δυνάμεις, αντιστοίχως.
Τα ηπειρωτικά εδάφη που περιβάλλουν τα κράτη των δύο πρωταγωνιστών, του Αιγαίου, δεν παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για εντάσεις και συγκρούσεις. Από την Αδριατική στη Δύση, μέχρι το Βόσπορο στην Ανατολή, και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο στο Νότο, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν οι παράκτιες περιοχές, αλλά ιδιαίτερα τα νησιά, το μήλο της έριδος, όπως ακριβώς και σήμερα. Εκεί αντιμετωπίσθηκε ένας πόλεμος στις τρεις δεκαετίες συγκρούσεων. Οι χερσαίες επιχειρήσεις είχαν σίγουρα το ρόλο τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά ώθηση σχεδίων για επίτευξη του σκοπού έγινε κυρίως στη θάλασσα που ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στο πόλεμο.
Αυτό που διδασκόμαστε από το Θουκυδίδη είναι ότι ο πυρήνας της εθνικής μας στρατηγικής, οφείλει να είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητα μας, για επίδειξη ισχύος στην ξηρά από τη θάλασσα. Οι αεροναυτικές δυνάμεις μας από τον καιρό της ειρήνης, με τη συνδρομή μιας αποτελεσματικής στρατιωτικής διπλωματίας πρέπει να καταστήσουν κατανοητό, στον αντίπαλο ότι έχουν την ικανότητα να του προκαλέσουν σοβαρές βλάβες και να τον αποτρέψουν από την οποιαδήποτε χρήση βίας. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε ιστορικά, καθώς όσο οι Αθηναίοι ως κεντρική στρατηγική πολέμου είχαν την ικανότητα να εκτελούν επιδρομές στις ακτές της Πελοποννήσου, οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καμία αποτελεσματική απάντηση. Οι Αθηναϊκές επιθέσεις απέδειξαν ότι με ισχυρό Ναυτικό, παρά τις Σπαρτιατικές επιθέσεις στην Αττική, η Σπάρτη δεν μπορούσε να προστατεύει τις δυνάμεις της από τις αθηναϊκές ναυτικές δυνάμεις. Αλλά και στη νεότερη ιστορία μας μετά τις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, η Τουρκία δεν αμφισβήτησε τη κυριαρχία μας στη θάλασσα, παρά μόνο μετά την εισβολή τους στη Κύπρο.
Είναι πεποίθηση μου ότι η θαλάσσια ισχύς όχι μόνο είναι πιο σημαντική από την χερσαία ισχύ στον πόλεμο με την Τουρκία για την κυριαρχία, αλλά και λιγότερο απειλητική για τη διεθνή σταθερότητα. Όπως άλλωστε ανέφερε χαρακτηριστικά ο Mahan, ότι είναι «περιορισμένη η ικανότητα των ναυτικών δυνάμεων να επιβάλλουν την όποια κατάληψη στην ενδοχώρα» και έτσι δεν αποτελούν καμία απειλή για την ελευθερία.
Σκεφτείτε ότι αντί για την ενδοχώρα των δυο αντιπάλων στην περιοχή μας, αντίθετα οι περιβάλλουσες θάλασσες αποτελούν τους “μεντεσέδες” του γεωπολιτικού πεπρωμένου. Για αυτό επιμένω ότι θα επιτρέψουν σε ένα ναυτικό έθνος όπως είναι το Ελληνικό με τη κατάλληλη κεφαλαιοποίηση στη ναυτική ισχύ να επηρεάζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η Τουρκία, με αθεράπευτα γεωγραφική μειονεκτική θέση, όσον αφορά τη συσσώρευση του θαλασσίου πλούτου, είτε στην υφαλοκρηπίδα ή στην ΑΟΖ, εξ’ αιτίας του συμπλέγματος του Καστελόριζου και της εγγύτητας των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, θεωρεί φυσικό και πρέπον, ότι πρέπει να είναι δυσαρεστημένη ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το δίκαιο των θαλασσών και η δυσαρέσκεια της εύκολα παίρνει τη μορφή επιθετικότητας με τη μη αναγνώριση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Έτσι αποκαλύπτει το βαθύτερο πρόβλημά της που έχει βάση, στην πραγματικότητα, που δεν είναι άλλο από τη γεωγραφία.
Ο Ελληνισμός σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι της εκμετάλλευσης του θαλασσίου πλούτου πρέπει να διατηρήσει, με κάθε κόστος, μια σταθερά εδραιωμένη ναυτική συνείδηση και να κατέχει ναυτική ισχύ ικανή και αποτρεπτική, με σκοπό να χρησιμοποιείται για την υποβοήθηση της διπλωματίας σε καθημερινή βάση. Είναι σίγουρο ότι και η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει τις ναυτικές δυνάμεις της ως εργαλεία της διπλωματίας, ειδικά ως μέσα καταναγκασμού.
Ο αεροναυτικές επιχειρήσεις που θα κληθούν να διεξαχθούν από τις ελληνικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων ενός πολέμου θα ήταν αδύνατες χωρίς την ικανότητα των ναυτικών να πολεμήσουν στη θάλασσα. Κάθε μάχη, σε οποιαδήποτε κλίμακα, είναι εξαιρετικής σημασίας κατά τη διάρκεια του οποιουδήποτε πολέμου. Γι’ αυτό η ύπαρξη ενός ισχυρού και αξιόπιστου αεροναυτικού στόλου θα επιτρέψει στον Ελληνισμό να διεκδικεί τα δίκαιά του. Χωρίς τη θέσπιση ελέγχου στη θάλασσα με το στόλο μας, ο Ελληνισμός δεν θα είναι σε θέση να διεξάγει μια συντονισμένη εκστρατεία προβολής ναυτικής ισχύος εναντίον της Τουρκίας. Ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε μια ναυτική δύναμη, οσοδήποτε βραχύβια, σε συνδυασμό με την αδυναμία της Ελλάδας να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, θα ήταν ένας μετασχηματισμός καθοριστικός εναντίον των συμφερόντων μας.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου