Άγγελος Συρίγος
Η αιφνιδιαστική απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις 14 Αυγούστου 2018 γέννησε σε τμήμα της κοινής γνώμης την υποψία ότι συνδέεται με ανταλλάγματα που συμφωνήθηκαν κρυφά από τις δύο κυβερνήσεις. Επειδή τις αμέσως επόμενες ημέρες επήλθαν αλλαγές στα πρόσωπα των επικεφαλής των Μουφτειών Ξάνθης και Κομοτηνής, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το αντάλλαγμα αφορούσαν σε αυτόν τον τομέα. Το θέμα των μουφτήδων είναι εξαιρετικά σοβαρό και εξετάζεται σε τέσσερις συνέχειες.
Η αλλαγή των προσώπων που είναι επικεφαλής των δύο σημαντικότερων Μουφτειών της Ελλάδος, δηλαδή της Ξάνθης και της Κομοτηνής, είναι αντικειμενικά σημαντικό γεγονός για τον συγκεκριμένο θεσμό. Από το 1949 μέχρι σήμερα μόνον τρία πρόσωπα ανά Μουφτεία έχουν αναλάβει τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
Στη Μουφτεία Κομοτηνής υπηρέτησαν ο Χατζή Χαφούζ Χουσεΐν Μουσταφά (1949-1985), ο Ρουστού Ετέμ, ως τοποτηρητής, από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1985 και ο Μέτσο Τζεμαλί (1985-2018). Στη Μουφτεία Ξάνθης υπηρέτησαν ο Μουσταφά Χιλμή Αγγά (1949-1989), ο Μεχμέτ Εμίν Αγγά, ως τοποτηρητής, (1990-1991) και ο Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου (1991-2018).
Ο νόμος για την επιλογή μουφτή
Στην Ελλάδα υπήρχε από το 1920 ο νόμος 2345/1920. Μεταξύ άλλων προέβλεπε μαζική ψηφοφορία όλων των Ελλήνων πολιτών μουσουλμανικού θρησκεύματος για την εκλογή του μουφτή της περιφερείας τους. Το σχετικό άρθρο ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Αναφερόταν σε μία περίοδο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά το 1923 οι συνθήκες μεταβλήθηκαν ριζικά. Παρ’ όλα αυτά ο νόμος άλλαξε μόλις το 1990-91. Από τότε μέχρι και σήμερα ο ισχύων νόμος είναι ο 1920/1991 που προβλέπει την εξής διαδικασία για την επιλογή μουφτή:
- Οι ενδιαφερόμενοι για τη θέση του μουφτή υποβάλλουν σχετική αίτηση.
- Καταρτίζεται κατάλογος με τους υποψηφίους.
- Συστήνεται από τον συντονιστή της Αποκεντρωμένης Περιφέρειας ενδεκαμελής επιτροπή υπό την προεδρία του αποτελούμενη από «Έλληνες μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες της Περιφερείας». Τα μέλη της επιτροπής διατυπώνουν την άποψή τους για τα προσόντα και την καταλληλότητα των υποψηφίων.
Όλα αυτά τα στοιχεία διαβιβάζονται στον υπουργό Παιδείας που επιλέγει τον μουφτή «με βάση ιδίως το ήθος, τη θεολογική κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική δράση των υποψηφίων».
Είναι προφανές ότι πρόκειται για μία διαδικασία που μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από το ελληνικό κράτος από την επιλογή των μελών της 11μελούς επιτροπής έως το τελικό αποτέλεσμα. Η συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής εφαρμόσθηκε μία φορά, στην περίπτωση του μουφτή Ξάνθης Μεχμέτ Εμίν Σινίκογλου το 1991.
Η στάση της μειονότητας
Από το 1924 και μέχρι και το 1985 όλοι οι μουφτήδες που όρισε το ελληνικό κράτος επιλέγονταν μέσα από μία άτυπη διαδικασία συνεννοήσεων και συνδιαλλαγής κυρίως με τους βουλευτές της μειονότητας, αλλά και κάποιους θρησκευτικούς λειτουργούς με κύρος. Ακόμη και ο –μόλις συνταξιοδοτηθείς– μουφτής Κομοτηνής, Μέτσο Τζεμαλή, είχε αρχικώς επιλεγεί ως τοποτηρητής το 1985 μέσα από μία τέτοια διαδικασία.
Το 1980, με αφορμή τον νόμο για τα βακούφια (δηλαδή τις περιουσίες που είναι αφιερωμένες σε θρησκευτικό ή κοινωφελή σκοπό κατά το μουσουλμανικό δίκαιο), οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι των τότε μειονοτικών βουλευτών συσπειρώθηκαν γύρω από τους υπέργηρους μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής. Τους εμφάνισαν ως φυσικούς ηγέτες της μειονότητας. Σκοπός τους ήταν να μειωθεί αντιστοίχως η απήχησή και να υπονομευθεί το κύρος των δύο τότε μειονοτικών βουλευτών. Οι ίδιοι οι μουφτήδες δεν αποτελούσαν, λόγω ηλικίας, κίνδυνο να είναι υποψήφιοι. Έτσι το πεδίο ήταν ανοιχτό σε νέες υποψηφιότητες.
Την ίδια περίοδο άλλαξε και η Τουρκία την πολιτική της στο θέμα των μουφτήδων. Μέχρι τότε, λόγω της κεμαλικής ιδεολογίας, έτρεφε εχθρικές διαθέσεις προς τους θρησκευτικούς θεσμούς. Μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία το 1980 το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής προσέγγισε τους δύο υπηρετούντες μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής. Η συσπείρωση υποψήφιων πολιτευτών της μειονότητας και η αλλαγή στάσεως του τουρκικού προξενείου δεν απεδείχθησαν επαρκείς να αναδείξουν ένα νέο ζήτημα το 1985, όταν ετέθη θέμα επιλογής του αντικαταστάτη του τεθνεώτος μουφτή Κομοτηνής.
Τα πράγματα ήσαν διαφορετικά όταν το 1990 πέθανε ο επί τεσαρακονταετία μουφτής Ξάνθης. Το ελληνικό κράτος τοποθέτησε τον υιό του, Μεχμέτ Εμίν Αγγά, ως τοποτηρητή. Τη σκυτάλη, όμως ανέλαβαν οι δύο ανεξάρτητοι βουλευτές που είχαν εκλεγεί κατά τις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 1989-90. Λόγω των πιέσεων που του ασκήθηκαν, ο Μεχμέτ Εμίν Αγγά παραιτήθηκε λίγους μήνες μετά. Σε ανταπόδοση της παραιτήσεώς του, τον Αύγουστο του 1990 σε κάποια τζαμιά της Ξάνθης διεξήχθη μία παρωδία ψηφοφορίας δι’ ανατάσεως των χεριών, με την οποία επελέγη σαν «μουφτής».
Την όλη κίνηση είχε διοργανώσει το τουρκικό παρακράτος που εκείνη την περίοδο ήταν απολύτως κυρίαρχο στους μηχανισμούς της μειονότητας και καθοδηγούσε τους δύο ανεξάρτητους μειονοτικούς βουλευτές. Μερικούς μήνες αργότερα, η ίδια διαδικασία επανελήφθη και στην Κομοτηνή. Όταν το 2006 απεβίωσε ο αυτοαποκαλούμενος «εκλεγμένος μουφτής Ξάνθης», έγινε πάλι μία παρωδία ψηφοφορίας δι’ ανατάσεως των χεριών σε κάποια τζαμιά. Από τη διαδικασία προέκυψε ο υποστηριζόμενος από το τουρκικό προξενείο Αχμέτ Μετέ.
Ψευδομουφτήδες με ευρωδικαστική βούλα
Μετά τη διαδικασία που ακολούθησε το τουρκικό παρακράτος, η Ελλάδα στράφηκε δικαστικά εναντίον των δύο εκλεκτών του προξενείου και τους καταδίκασε επανειλημμένως. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου, στο οποίο κατέληξε η υπόθεση είχε διαφορετική άποψη. Έκρινε ότι η τιμωρία ενός προσώπου που είναι αποδεκτός ως θρησκευτικός ηγέτης μίας ομάδας η οποία τον ακολουθεί εθελοντικά, δεν συνάδει με τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας.
Έκτοτε στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή υπάρχει ένας επίσημος, νόμιμος μουφτής που εκδίδει πράξεις, οι οποίες αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος. Παράλληλα, υπάρχει από ένα άτομο που νοσφίζεται τον τίτλο του μουφτή και είναι γνωστός στην ελληνική κοινή γνώμη ως ψευδομουφτής.
Οι δύο επίσημοι μουφτήδες που συνταξιοδοτήθηκαν πριν λίγες ημέρες είχαν τη απαραίτητη θεολογική κατάρτιση να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Δεν είχαν, όμως, την ίδια απήχηση στις περιφέρειές τους για λόγους που σχετίζονται με την προσωπικότητα του καθενός και τη συνολική εικόνα που είχε η μουσουλμανική κοινωνία για αυτούς.
Ο μουφτής Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή έχαιρε εκτιμήσεως και υποστηριζόταν από σημαντικό αριθμό μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών στα τεμένη της περιοχής. Αντιθέτως ο μουφτής Ξάνθης Εμίν Σινίκογλου είχε μηδενική απήχηση. Είναι ενδεικτικό ότι στην περιφέρειά του η συντριπτική πλειοψηφία των νεαρών μουσουλμάνων επιλέγουν πολιτικό γάμο για να αποφύγουν οποιαδήποτε σχέση με τη μουφτεία.
Αντιστοίχως, οι δύο ψευδομουφτήδες λειτουργούν κυρίως ως πολιτικά πρόσωπα. Εκδίδουν ανά εβδομάδα κηρύγματα για τα τεμένη, όπου συνήθως, μετά το θρησκευτικό μήνυμα ακολουθεί πολιτικό που κινείται στο τρίπτυχο: Πρώτον, είμαστε Τούρκοι (ή τουρκο-μουσουλμάνοι). Δεύτερον, η Ελλάδα παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες και μας καταπιέζει. Τρίτον, η μητέρα-πατρίδα Τουρκία παρακολουθεί και παρεμβαίνει όποτε χρειάζεται για να μας προστατεύει.
Σύμφωνα με όσα έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς, οι δύο ψευδομουφτήδες υποστηρίζονται οικονομικά από την Τουρκία και μισθοδοτούν κρυφά μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών. Ο πιο σοβαρός από τους δύο ψευδομουφτήδες είναι Αχμέτ Μετέ από την Ξάνθη. Λόγω της απηχήσεως που έχει σε πολλούς μουσουλμάνους, δεν αντιμετωπίζεται θετικά από την υπόλοιπη τουρκόφρονα ηγεσία της μειονότητας.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου