GuidePedia

0

Ολόκληρη τη συνέντευξη του Τ/κ δολοφόνου Ε/κ αιχμαλώτων, που κατέβασαν οι Τούρκοι αλλά διασώθηκε από το Sigmalive, μετέφρασε η ερευνήτρια Φανούλλα Αργυρού, την οποία και παρουσίασε στην Πρώτη Εκπομπή του Ράδιο Πρώτο. Η συνέντευξη, όπως λέχθηκε, πάρθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο, αλλά την επανέφερε στην επιφάνεια η εφημερίδα «Αφρίκα» του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Σενέρ Λεβέντ. Καθώς, όμως, μόνο απομονωμένα και αποσπασματικά βρήκαμε ότι μεταδόθηκαν δηλώσεις του Τουρκούτ Γεναγλαρί και επειδή ομολόγησε παράλληλα πάρα πολλά άλλα που επιβεβαιώνουν ιστορικά γεγονότα, την μεταφράσαμε στην ολότητά της για ευρύτερη γνώση και μελέτη.Ακολουθεί αυτούσια η συγκλονιστική, κυνική ομολογία και ο διάλογος με τον δημοσιογράφο.

Τα Γέναγρα είναι χωριό της κατεχόμενης περιοχής Αμμοχώστου, πέντε μίλια νοτιοδυτικά του Λευκονοίκου.

Το Πρώτο Μέρος καλύπτει όσα είπε για τη ζωή του ο 84χρονος Turgut Yenaglari, από τα παιδικά του χρόνια. Η συνέντευξη πάρθηκε στο σπίτι του (στο χωριό της μητέρας του Τσεμαλιές - το χωριό Γέναγρα της Μεσαορίας), με σημαίες της Τουρκίας και του ψευδοκράτους και με φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ. Το επίθετό του Yenaglari, Γεναγρίτης, προφανώς από το όνομα του χωριού της μητέρας του. Ο πατέρας του καταγόταν από το χωριό Βατυλή.
Ο δημοσιογράφος ζήτησε να του μιλήσει για την Ιστορία.

Ο Τουρκούτ Γεναγλαρί, ξεκίνησε τονίζοντας υπερήφανα ότι, προτού πεθάνει, η επιθυμία του είναι να δει τη Κύπρο, που είναι των Τούρκων, που τους έμεινε από τον καιρό των Οθωμανών, να γίνεται τουρκική, για να ζήσουν σ΄αυτή οι Τούρκοι.

«Είμαι εθνικιστής και αυτό σημαίνει ότι είμαι ένας άνθρωπος που αγαπά την πατρίδα του και βοηθά τον λαό του και αν ο θεός θα πάρει την ψυχή μου, να την πάρει μέσα στη στρατιωτική στολή, υπηρέτησα πολύ το στρατό», δήλωσε.

«Γκιαούρηδες»
Γεννήθηκε το 1934 στην περιοχή Γιεγκί Τσαμί, στον δρόμο που πάει προς το Σαράι στη Λευκωσία, ήταν έξι αδέλφια, ο πατέρας του ήταν σκαρπάρης. Θυμάται πολύ καλά τα παιδικά του χρόνια, καθώς και τον δάσκαλό του… «Στις παρακείμενες περιοχές -όπως τον Άγιο Λουκά», διέκοψε ο δημοσιογράφος, «όπου υπήρχαν και Έλληνες». Τότε ο Τουρκοκύπριος γέλασε και είπε « καλά, ας πούμε Έλληνες».

«Καλά, τι άλλο θα τους ονόμαζες;», ρώτησε ο Δημοσιογράφος. «Γκιαούρηδες θα τους ονόμαζα, τι άλλο;» για να ξαναρωτήσει ο δημοσιογράφος: « Μα γιατί εσύ με τόση εχθρότητα, μανία επιμένεις να τους ονομάζεις γκιαούρηδες;»

«Είδα πολλά κακά τους, δεν μπορείς να έχεις φιλία μαζί τους, συνεργάστηκα πολύ μαζί τους, εργάστηκα στα χωριά τους κτλ, όμως ο καλύτερός σου φίλος σε πατά στο πόδι»,
ήταν η απάντησή του.

Μίλησε για τους μπακάληδες της περιοχής και την περιοχή της Τσετίν Γκαγιά, και τις γειτονιές μέχρι τα τείχη, και ότι ήταν ένα κακό παιδί, ιδιότροπο, στη γειτονιά. Κάθε βράδυ περίμενε να επιστρέψει ο πατέρας του, γνωρίζοντας ότι θα έτρωγε ξύλο, ήταν εγγυημένο το ξύλο, δεν έχασε καμία μέρα να μην φάει ξύλο και αυτό γιατί δεν περνούσε μέρα δίχως να δείρει κάποιο παιδί της γειτονιάς. Αν δεν έδερνε κάποιο, έσπαζε τη λάμπα του ηλεκτρικού της γειτονιάς. «Από τότε έχω αυτή την αρρώστια», είπε. «84 χρονών και συνεχίζετε, ο Θεός να μην σας το στερήσει», πρόσθεσε ο δημοσιογράφος.

Κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αποφύγουν τυχόν βομβαρδισμούς από τους Γερμανούς, και σύμφωνα με τις οδηγίες των Βρετανών, η οικογένειά του πήγε στο χωριό της μητέρας του Τσεμαλιές στα Γέναγρα, όπου τέλειωσε το δημοτικό και ο πατέρας του, Αλί Καλφά, άνοιξε κατάστημα και εργάστηκε σκαρπάρης και εκεί. «Στο σχολείο δεν ήμουν πρώτος, αλλά ήμουν δεύτερος», πρόσθεσε.

«Μόλις ήρθαμε στο χωριό, ο πατέρας μου με προειδοποίησε, "κοίταξε, εδώ δεν είσαι στη Λευκωσία, πρόσεξε να μην πειράξεις να μην δέρνεις κανένα". Αλλά δεν άντεξα και το ξύλο το έτρωγα», είπε.

 Μετά πήγα για ανώτερο στη Λευκωσία. Εκεί είχα τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα μου, θείες, θείους και παππούδες». Εκεί και πάλι έδερνε όποιο νόμιζε ότι τον ενοχλούσε και ακόμα και να μην μας ενοχλούσε κανένας, είπε, «δέρναμε παιδιά για να ικανοποιούμαστε με τους φίλους μου».
Στο δημοτικό, είπε, τράβηξε μαχαίρι εναντίον το δασκάλου του. Πάντα κρατούσε μαχαίρι, μέχρι σήμερα είναι οπλισμένος με μαχαίρι.
Δεν μπόρεσε να μείνει στο χωριό, δεν θέλησε να δουλέψει με τον πατέρα του και επέστρεψε στη Λευκωσία, όπου έπιασε δουλειά στον κουτσοσιέρα. (Δεν διευκρινίζεται εδώ αν αυτός ήταν λΕλληνας της Κύπρου ή Τούρκος με παρατσούκλι).

ΜΕΡΟΣ Β’
Συνεχίζεται η συνέντευξη. «Βρισκόμαστε στη Λευκωσία, Το 1955 ξεκίνησε η ΕΟΚΑ, εσείς πώς ξεκινήσατε», ρώτησε ο δημοσιογράφος.
Τουφέκιζαν Έλληνες το 1955…
«Εμείς ξεκινήσαμε πριν το 1955, είπε, έλεγαν για Βολκάν, αλλά εμείς είμαστε ομάδα του Τοπάλ Μαχμούτ, είμαστε κοντά και στον Κουτσιούκ και τον Ντενκτάς».

 «Ποίος ήταν ο ηγέτης σας στην ομάδα Τοπάλ Μαχμούτ», ρώτησε ο δημοσιογράφος. Ο Ισμαήλ Σατίκογλου ήταν ο ηγέτης τους και πάνω από εκείνον ήταν ο Πουρχάτ Απλάτογλου. Πιο πάνω δεν υπήρχε κανένας, είπε και συμπλήρωσε: «Εμείς γίναμε ομάδα, όλοι γνωριζόμασταν και αρχηγός μας ήταν ο Σατίκογλου. Το αρχηγείο μας ήταν εκεί που ήταν κάποτε νοσοκομείο στη Λευκωσία και η δουλειά μας ήταν να γυρίζουμε την Κύπρο και όπου υπήρχε επιθετικότητα ή οτιδήποτε εναντίον Τούρκων είτε δέρναμε είτε τουφεκίζαμε. Εκείνα που ακούς ότι γίνονταν τον τότε καιρό, εμείς τα κάναμε», αποκάλυψε ο Yenaglari.

Δημοσιογράφος – «Πέρασαν πολλά χρόνια, πρέπει να λέγονται αυτά».

Για τον «Τουρκισμό»
Τ/κ – «Δεν πρέπει να τα μιλάμε αυτά τα πράγματα βέβαια. Π.χ. ερχόταν η πληροφορία ότι ένας ύβριζε τον Ντενκτάς στο καφενέ του χωριού του. Μαθαίναμε αμέσως σε ποιο χωριό, σε ποιο καφενείο, σε ποια μεριά του καφενείου καθόταν και πηγαίναμε, καθόμασταν στις δύο πλευρές του τραπεζιού και τον βαρούσαμε. Πληροφορίες μάς ερχόντουσαν από παντού, σε κάθε χωριό είχαμε τον άνθρωπό μας, αλλά μας ερχόντουσαν πληροφορίες και από πάνω. Είχαμε πέντε όπλα και μας έφερναν σφαίρες είτε από την αστυνομία είτε από εδώ είτε από εκεί τις εξασφαλίζαμε. Ήμασταν 15 άτομα, αλλά και οι 15 τσιακούθκια. Το κάναμε για τον Τουρκισμό», είπε.

Είπε ότι και οι ίδιοι σκόρπιζαν φυλλάδια όπως η ΕΟΚΑ, είχαν, είπε, ένα αυτοκίνητο το οποίο είχαν κανονίσει όπως τρέχει να εκτοξεύει φυλλάδια από κάτω…

Είπε, επίσης, ότι «αν σκοτώναμε κάποιον (σε κάποιο χωριό), ο άνθρωπός μας εκεί φύλαγε το όπλο μας και μετά είτε πηγαίναμε την επομένη και το παίρναμε είτε μας το έφερνε…».

Διασκέδαζαν τις δολοφονίες
Ερωτά εδώ ο δημοσιογράφος « Μα καλά, πώς νιώθατε όταν σκοτώνατε άνθρωπο, είναι εύκολο πράγμα αυτό;»
Τ/κ –« Πολύ εύκολο, πιο ευχάριστο πράγμα δεν υπάρχει».

Δ – «Μα να σκοτώσεις, δηλαδή, ένα άνθρωπο, δηλαδή πώς γίνεται αυτό;»
Τ/κ- «Μα εκείνος προσπαθεί να μας σκοτώσει όλους…»

Δ – «Δηλαδή δολοφονίες Ελλήνων, δολοφονίες Τούρκων…»
Τ/κ – «Δεν έχει σημασία, δεν κάνει διαφορά, έτσι ήμασταν»…

Δ- «Δηλαδή, όταν σκοτώνατε κάποιον, μετά…»
Τ/κ – «Διασκεδάζαμε μετά, το απολαμβάναμε, και όταν δεν σκοτώναμε, κτυπούσαμε ο ένας τον άλλο»!!!

Δ- «Πάντως μου φαίνεται πολύ περίεργο αυτό, τόση ηρεμία για δολοφονίες... δίχως κανένα φόβο;»
Τ/κ- «Τι φόβο ρε παιδί μου, εμείς στα χέρια μας σφάζαμε λιοντάρι…»

Δ- «Μέχρι πού πηγαίνατε για να τιμωρήσετε κάποιον;»
Τ/κ – «Μέχρι την Πάφο πηγαίναμε. Στο Καρπάσι πηγαίναμε, είχαμε τον άνθρωπό μας, τον Καρανίκι, τον πλούσιο του χωριού, στην Καντού είχαμε τον Χουσεΐν Εφέντι …».

Δ – «Ποιος έλεγε ποιος έπρεπε να τιμωρηθεί;»
Τ/κ – «Ερχόταν είδηση από το χωριό, αυτός είναι ο άνθρωπος…»

Δ – «Δηλαδή ένας Έλληνας έπαιξε έναν Τούρκο…»
Τ/κ – «Την επομένη βγαίναμε στους δρόμους».

Δ- «Δηλαδή, αν έφταιγε ή όχι, δεν έκανε διαφορά;»
Τ/κ –«Τι και αν έφταιγε ή όχι, φτάνει που είναι γκιαούρης, τι γυρεύεις το αν έφταιγε εφόσον είναι από το ίδιο σόι του σκύλου (κιοπέκ). Τίποτα για μας δεν έκανε διαφορά».

Ο Τ/κ πρόσθεσε ότι για βοηθούς είχαν και δύο γυναίκες που ήσαν νοσοκόμες και τους βοηθούσαν πολύ με την κάλυψη του επαγγέλματός τους και τους κουβαλούσαν όπλα… Ο Τ/κ συνεχίζει και ονομάζει άλλους της ομάδας του…

Δημ – « Μου είπαν ότι φτιάχνατε και βόμβες, ο Τουρκούτ» (ένας άλλος δικός τους που δούλευε στο δημαρχείο) «Μου είπε ότι 12, 13 βόμβες στους Έλληνες αυτός τις πέταξε (εννοώντας τον Γεναγρίτη».
Τ/κ – «Βέβαια, μάλιστα, εμείς τις κάναμε τις βόμβες».
Δημ. «Θα ρωτήσω και κάτι και μην με παρεξηγήσεις. Τότε πίνατε και ναρκωτικά, τότε έπιναν…;»

Τ/κ - «Τότε δεν υπήρχαν ναρκωτικά, κανναβούρι ήταν».

Δημ – « Έπιναν όλοι;»
T/k – «΄Όχι, δεν έπιναν όλοι. Εγώ δε στη ζωή μου ποτέ δεν ήπια, αλλά και ποτέ δεν μου πρότειναν να πιω...».

Δημ - «Αυτά βέβαια πριν δημιουργηθεί η ΤΜΤ, όταν δημιουργήθηκε η ΤΜΤ τι γινόταν, ποίος σας έλεγχε, ορκιστήκατε;»
Τ/κ – « Μετά την ίδρυση της ΤΜΤ δεν γινόντουσαν αυτά, ούτε ορκιστήκαμε, αλλά όλοι μας γνωριζόμαστε, ξέραμε ο ένας τον άλλο. Με την ίδρυση της ΤΜΤ εγώ επέστρεψα στο χωριό μεν, αλλά πηγαινοερχόμουν στην Λευκωσία, αλλά είχα εγκατασταθεί πλέον στο χωριό. Να σας εξηγήσω και την υπόθεση με τις δύο νοσοκόμες. Π.χ. πηγαίναμε να παίξουμε έναν γκιαούρη, αλλά στον δρόμο υπήρχαν Βρετανοί στρατιώτες. Έστω και μια σφαίρα να έβρισκαν πάνω σου, είχες τιμωρία. Εμείς παίρναμε το όπλο και το βάζαμε στο στήθος της νοσοκόμας, και κανένας δεν το έπαιρνε χαμπάρι και έτσι περνούσαμε το όπλο. Οι δύο αυτές κοπέλες συνεχώς μας βοηθούσαν και μας κουβαλούσαν όπλα..».

Δημ - «Οι Έλληνες δεν σας γνώριζαν, η ΕΟΚΑ… περνάς στην άλλη πλευρά;» (Εννοεί στα ελεύθερα μέρη της ΚΔ).
Τ/κ - Μας γνώριζαν βέβαια, εγώ ήμουν πρώτος μεταξύ των καταζητούμενων. Όχι δεν περνώ, δεν θέλω να περάσω, δεν έχω διάθεση.

Δημ – « Εδώ στο χωριό δεν είχε Έλληνες;».
Τ/κ – « Είχε, αλλά τι θα μου έκαναν, αστειεύεσαι, εγώ οπλισμένος τι θα μου έκαναν; Εκείνοι φοβόντουσαν από εμένα».
ΤΜΤ – Ντενκτάς και Κουτσιούκ ευχαριστιούνταν με τη «δράση»
Μουσουλμανισμός και Κοράνι

Δημ – «Ιδρύθηκε η ΤΜΤ, υπήρξε πλέον πειθαρχία. Ο Δρ. Κουτσιούκ και ο Ντενκτάς δεν σας υπέδειξαν ποτέ να μην κάνετε τέτοια;».
Τ/κ – «Όχι, και εκείνοι ευχαριστιούνταν. Ειδικά ο Ντενκτάς. Ο γιατρός ήταν κάπως συγκαταβατικός, αλλά δεν έβγαινε η φωνή του».

Δημ – «Μην κάνετε, δεν σας έλεγε;».
Τ/κ –« Πώς να πει ρε παιδί μου, σε άοπλο άνθρωπο άμα επιτίθενται σε ένα χωριό σε ένα δικό σου ή οπουδήποτε, εσύ θα κουνάς τα χέρια σου και δεν θα κάνεις τίποτα; Τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν στον μουσουλμανισμό, άμα κοιτάξεις το Κοράνι ούτε εκεί υπάρχουν» (δηλαδή να μην κάνεις τίποτα).

Παραδοχή κρυψώνων οπλισμού – προετοιμασίας για το 1963/64

Δημ – «Τελικά ιδρύθηκε η Δημοκρατία, γίνατε συνέταιροι, ο Γιωρκάτζης, ο Παπαδόπουλος έγιναν υπουργοί, τι κάνατε;»
Τ/κ – « Μα εμείς είχαμε κρύψει τα όπλα μας. Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, εμείς ξεκινήσαμε να μαζεύουμε όπλα από την Τουρκία, τα οποία, όταν ερχόντουσαν, τα διανέμαμε στα χωριά και τα κρύβαμε, τα θάβαμε και καμία κρυψώνα μας δεν αποκαλύφθηκε. Τα γρασαρίζαμε, τα βάζαμε σε νάιλον και τα θάβαμε. Σε κάθε χωριό είχαμε κρυψώνα... Και εδώ στο χωριό είχαμε και πήγα και τα πήρα μια μέρα να μην καταστραφούν, και πάλι τους σκοτώσανε τους ανθρώπους».

Δημ – « Το 1963 ήσασταν συνέταιροι…»
Τ/κ – « Για μας και την ομάδα μας δεν υπήρξε συνεταιρισμός. Συνεχίστηκε η αποστολή οπλισμού από την Τουρκία, αλλά ξεκινήσαμε να στέλνουμε και ομάδες π.χ. των 50, 50 ανθρώπων στην Τουρκία για εκπαίδευση. Εγώ πήγα και το 1958 για εκπαίδευση. Και δίναμε και 5 λίρες στον καθένα, ειδικά αν δεν ήσαν εύποροι να ζήσουν τις οικογένειές τους, εγώ πήγα δύο φορές…», είπε και μίλησε για τη συνεργασία τους με την ΜΙΤ και συνέχισε «Το 1963 εγώ κατάλαβα τι θα γινόταν και έβγαλα τα όπλα έξω από τις κρυψώνες και τα χωριά ήσαν έτοιμα… Τα χωριά που εμείς ελέγχαμε ήταν μέχρι την Αγία Χαρίτα.
Αυτός όλος ο διάδρομος ήταν στα χέρια μας».

Συνεργασία με ανθρώπους του ΟΗΕ

Δημ – « Ήταν εύκολο να σκοτώνετε, να παίρνετε αιχμαλώτους; Δεν σας επιτέθηκαν οι Έλληνες… Τότε έγιναν τα καντόνια να πούμε».
Τ/κ – «Από ένα χωριό πιο κάτω δεν μπορούσαμε να περάσουμε, οι δρόμοι είχαν αποκοπεί. Ο Γρίβας είχε δώσει διαταγή να μας καθαρίσουν… Εγώ έβλεπα τον Γρίβα που περνούσε μέσα σε αυτοκίνητο, γιατί ένας των Ηνωμένων Εθνών μού είχε ράψει στολή των Ηνωμένων Εθνών, και με γυρνούσε με αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών και έβλεπα. Ήμασταν τόσο πολύ φίλοι, που μου έραψε στολή και μου έδιδε και τον σοφέρ του, αυτός πήγαινε μπροστά με το αυτοκίνητό του και εγώ πίσω να με έβλεπες, κόρδωνα με τη φορεσιά του ΟΗΕ και το καπέλο. Αλλά, εγώ κάθε εβδομάδα τούς έστελνα ένα αρνί και φαγητά να διασκεδάζουν. Μέχρι που ένα βράδυ σε αυτό το σπίτι, τούς έφερα και δύο γυναίκες από το Βαρώσι, ζήτησα μία, μου έστειλαν δύο… Με τους γκιαούρηδες έτσι τα βγάζεις πέρα», ομολόγησε δίχως κανένα δισταγμό.

Διηγήθηκε στη συνέχεια πως ένα βράδυ ξεκίνησαν μάχη σε όλη την περιοχή. « Ήμασταν, όμως, και κλέφτες, κλέβαμε και τα τηλέφωνα και από τους Βρετανούς και από τους γκιαούρηδες και από μουσουλμάνους…», είπε.

Δημ – «Λέγεται ότι συλλάβατε και 60 Έλληνες…»
Τ/κ – Τι 60, δεν ήταν τόσοι. Μου ήλθε η πληροφορία ότι σε κάποιο σημείο το βράδυ εισχωρούσαν στρατιώτες γκιαούρηδες για να κατασκοπεύουν. Πήγα εκεί ένα βράδυ και βρήκα αποτσίγαρα κτλ και το επιβεβαίωσα. 450 Έλληνες, τους μάζεψα και τους εγκλώβισα... Πήρα τρεις από τους γκιαούρηδες και τους έστειλα να ειδοποιήσουν ότι τους έχουμε στο χέρι. Οι γκιαούρηδες πετροβόλησαν την αστυνομία και τους είπαν 'εσείς φταίτε που μας συνέλαβαν'. Έγινε το σώσε, ήλθαν όλοι, Κληρίδης, Ντενκτάς, ο Τσάντ (ΟΗΕ) και άλλοι και τους πήραν. Τους αφήσαμε…
Στη συνέχεια εξιστόρησε πώς εξασφάλισε ηλεκτρικό ρεύμα από την κυπριακή δημοκρατία, με απειλή ότι θα ανατίναζε τις εγκαταστάσεις… Είπε ότι δεν δέχθηκε τιμές και θέσεις, για να είναι ελεύθερος να μιλά…

Δημ – «Εντάξει, το 1974 τι έγινε;» ρώτησε.
τ/κ –… Έδωσα εντολή να μην πυροβολούν, για να κάνουμε οικονομία στις σφαίρες μας, «αν θα κτυπήσετε κάποιο, τότε να πυροβολήσετε στα σίγουρα» τους είπα.. ‘Όταν ο στρατός (τουρκικός) ήλθε στο προηγούμενο χωριό, με ειδοποίησαν να πάω αμέσως εκεί. Και πήγα. 

Δημ – « Οι Έλληνες είχαν ήδη φύγει βέβαια».
Τ/κ – «Ναι, είχαν φύγει. Μέχρι τη μύτη της Καρπασίας πήγα μαζί τους, να τους δείξω τον δρόμο. Στο Καρπάσι, όταν φθάσαμε, τι να δω, γεμάτο νεαρούς, σαν το ρόδι, αιχμαλώτους. Τι ευτυχία, είπα. Μεγάλη υπόθεση αυτή, είπα, απόψε θα κάνουμε μεγάλη δουλειά».

Δημ – «Δηλαδή θα τους σκοτώνατε;».
Τ/κ – «Μα βέβαια, αυτή είναι η δουλειά μου. Το επάγγελμά μου».

Δημ – «Δηλαδή, τους περισσότερους δεν είναι οι Τούρκοι στρατιώτες που τους δολοφόνησαν, αλλά οι Τούρκοι της Κύπρου».
Τ/κ – «Έτσι φαίνεται», λέγει μισογελώντας. Και προσθέτει ότι «ένας Μεχμετσίκ πήγε και είπε στον αξιωματικό τον Μπορατάς ότι εγώ είχα πρόθεση να τους καθαρίσω».
Με φώναξε ο Τούρκος αξιωματικός και μου είπε « Έστω και ένα βήμα να κάνεις από κοντά μου, θα σε τουφεκίσω εγώ. Γιατί εγώ γυρνούσα και αυτές τις δουλειές έκανα», είπε, υπονοώντας ότι δολοφονούσε Έλληνες. « Οπότε, δεν κατάφερα να κάνω τίποτα, γι΄ αυτό καίγεται η καρδιά μου».

Δημ – « Ευτυχώς που δεν το έκανες».
Τ/κ – «. Έλα καλέ και εσύ. Και εκείνοι είναι αγνοούμενοι».

Δημ – « Μα είναι εύκολο να σκοτώνεις, όταν σε κοιτάζει ο άλλος στα μάτια, πώς γίνεται, είναι εύκολη υπόθεση;»
Τ/κ- « Εκείνος έκανε σε μένα. Εκείνος κάνει σε μένα».

Δημ – «Κάνε σε εκείνο που σου έκανε».
Τ/κ – « Και πού να τον βρω εκείνο που μου έκανε; Είναι από το ίδιο σόι του σκύλου».

Δημ – «Ερχόμαστε στο σήμερα, αυτή η πατρίδα μπορεί να κυβερνηθεί;»
Τ/κ – «Όχι. Για να κυβερνηθεί η πατρίδα, πρέπει να είσαι καλός εθνικιστής. Και να αγαπάς την πατρίδα σου…».

Δημ – «Εδώ είδα ότι έχεις πολλούς γάτους, (15 τού λέγει ο Τ/κ), δηλαδή από τη μια σκοτώνεις κόσμο και από την άλλη τόσους γάτους όπου φτάσεις τους ταΐζεις, όποιο γάτο βρεις τον κοιτάζεις, αυτό δεν είναι οξύμωρο;».
Τ/κ – «΄Όχι δεν είναι. Είναι για άφεση αμαρτιών». Και ολοκληρώνεται η συνέντευξη, με τον Γεναγρίτη να δηλώνει ότι, όταν πέθανε η γυναίκα του, τέλειωσε ο κόσμος του, ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ στη ζωή του δεν είχε κάνει χουβαρταλίκια, δεν αγάπησε άλλη γυναίκα εκτός εκείνη, ούτε ξαναπαντρεύτηκε.
Έκλεισε τη συνέντευξη ο δημοσιογράφος ευχαριστώντας τον και λέγοντας ότι πέρασαν χρόνια έκτοτε και ότι όλοι όσοι γνωρίζουν κάτι πρέπει να τα λένε και του ζήτησε να ονομάσει τρία άτομα που θεωρεί ως δυνατούς άνδρες που προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top