Γράφει ο Νικολάου Νικόλαος*
Η Αλβανία έχει σημαντική αξία γα την Τουρκία. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό από την μεταψυχροπολεμική εποχή και έπειτα. Ως απόρροια, η τουρκική πλευρά έχει επενδύσει μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο στην ενδυνάμωση των διμερών αυτών σχέσεων από την δεκαετία του 1990.
Πλέον, η αλβανο-τουρκική σχέση έχει εδραιωθεί και η Τουρκία είναι σύμμαχος της Αλβανίας. Μία τέτοια εξέλιξη όμως δημιουργεί ζητήματα που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν από την ελληνική πλευρά.
Οι αλβανο-τουρκικές σχέσεις (1992-2017)
Σκοπός του άρθρου δεν είναι να προβεί σε εκτενή ιστορική αναδρομή των σχέσεων των δύο αυτών κρατών παρά μόνο να αναφέρει τα γεγονότα-σταθμούς. Ήδη από την δεκαετία του 1990 με την πτώση του καθεστώτος Ενβέρ Χότζα και την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η Τουρκία αντιλαμβανόμενη την γεωπολιτική αναβάθμιση του αλβανικού πληθυσμού και θέλοντας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη προσέγγισε στενά την Αλβανία.
Έτσι, βασιζόμενη στο μουσουλμανικό θρήσκευμα (58,79% του αλβανικού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι), η τουρκική πλευρά μέσω του κινήματος Φετχιουλλάχ Γκιουλέν απέκτησε μεγάλη επιρροή. Το Κίνημα συμμετείχε στην κατασκευή ισλαμικών σχολείων (μαντράσσας) ενώ το 2011 εγκαινίασε το νέο «ισλαμικό» πανεπιστήμιο Μπεντέρ στα Τίρανα. Επίσης, η τουρκική κρατική χρηματοδοτική εταιρεία Diyanet συνεργάζεται με αλβανικές μουσουλμανικές θρησκευτικές οργανώσεις ενώ έχει αναλάβει την κατασκευή του τζαμιού στα Τίρανα που όταν ολοκληρωθεί θα αποτελεί το μεγαλύτερο τζαμί στα Βαλκάνια. Παράλληλα, η Τουρκία προσφέρει και ανθρωπιστική βοήθεια. Τουρκικές φιλανθρωπικές οργανώσεις όπως η IHH χρηματοδοτούν κέντρα διαβίωσης ορφανών παιδιών και όχι μόνο. Κύριο ρόλο σε αυτήν την δράση διαδραματίζει η τουρκική πρεσβεία στα Τίρανα.
Στον οικονομικό τομέα η Τουρκία αποτελεί βασικό οικονομικό εταίρο της Αλβανίας. Ήδη από το 1992 τουρκικές χρηματοδοτήσεις κατέκλυσαν την Αλβανία σε μία προσπάθεια να ανταγωνιστούν την ελληνική οικονομική και επενδυτική παρουσία. Με την άνοδο όμως του ΑΚP το 2003 και την σταδιακή βελτίωση της τουρκικής οικονομίας, η τουρκική πλευρά επέστρεψε πιο δυναμική. Τουρκικές εταιρείες έχουν επενδύσει σε στρατηγικής σημασίας τομείς της αλβανικής οικονομίας (υποδομές, ενέργεια, αεροδρόμια). Ταυτόχρονα, οι εμπορικές σχέσεις είναι πολύ καλές ιδίως από το 2010 και έπειτα. Το 2012 η Αλβανία απορροφούσε τουρκικές εξαγωγές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μέχρι και το 2013 1,5 δις δολλάρια είχαν επενδυθεί από Τούρκους στην Αλβανία. Επιπλέον, οι τουρκικές αερογραμμές (Turkish Airlines) επρόκειτο να αναλάβουν την ανασύσταση των αλβανικών αερογραμμών. Τον Ιούλιο του 2017 ο Έντι Ράμα συναντήθηκε στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» της Κωνσταντινούπολης με τον Διευθυντή της Turkish Airlines Ιλκέρ Αϋτσί και η συνάντηση αυτή επιβεβαίωσε την τουρκική υποστήριξη στην πρωτοβουλία της αλβανικής κυβέρνησης.
Η τουρκική αρωγή προς τα Τίρανα είναι εμφανής και στον διπλωματικό τομέα. Η Άγκυρα ενίσχυσε την αλβανική υποψηφιότητα στον Οργανισμό Συνεργασίας Κρατών της Μαύρης Θάλασσας το 1992 και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στον Οργανισμό Ισλαμικής Συνδιάσκεψης. Με την άνοδο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερτογάν και την προβολή του νεο-οθωμανισμού, οι αλβανο-τουρκικές διπλωματικές σχέσεις ενισχύθηκαν παρά κάποιες κρίσεις. Σημαντική ήταν η τουρκική υποστήριξη και συμβολή για την είσοδο της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ. Το πόσο ουσιαστική είναι η γεωπολιτική σημασία της Αλβανίας για την Τουρκία το αποτυπώνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου όταν υποστηρίζει ότι για να λάβει ηγετική θέση η Τουρκία δύο λαούς είναι καλό να προσεγγίσει: τους Βόσνιους και τους Αλβανούς. Μάλιστα, η Αλβανία θεωρείται ως εξισορροπητικός παράγοντας για την τουρκική εξωτερική πολιτική στην βαλκανική χερσόνησο.
Τέλος, στον στρατιωτικό τομέα οι σχέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν άριστες. Ευθύς αμέσως με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η τουρκική πλευρά έσπευσε να βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του αλβανικού στρατού. Το 1992 υπέγραψανν τα δύο κράτη μία συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που είχε ως στόχο την εκπαίδευση του αλβανικού στρατιωτικού προσωπικού, τον εφοδιασμό του αλβανικού στρατού με τουρκικά οπλικά συστήματα και την διεξαγωγή κοινών ασκήσεων. Ένα ακόμα στοιχείο της ανωτέρω συμφωνίας είναι και το ότι δόθηκε η δυνατότητα σε τουρκικές εταιρείες να επιδιορθώσουν την βάση Πασά Λιμάν του αλβανικού ναυτικού στην επαρχία του Βλόρε. Σαν αντάλλαγμα, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις μπορούσαν να την χρησιμοποιήσουν για δικούς τους λόγους. Προκειμένου να ενισχυθεί η τουρκική στρατιωτική παρουσία ένα τουρκικό πολεμικό πλοίο αφίχθη στο λιμάνι του Δυρραχίου. Έκτοτε και με την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία εκπαιδεύει τους Αλβανούς στρατιώτες, συνδράμει στον εκσυγχρονισμό του αλβανικού στρατού και στην διεξαγωγή στρατιωτικών γυμνασίων.
Την δυναμική της διμερούς αυτής σχέσης φανερώνει και η κατάληξη δύο διπλωματικών κρίσεων. Η μία αφορούσε την κυβέρνηση Σάλι Μπερίσα το 2012. Η τελευταία σκόπευε να απέχει από την ψηφοφορία για την αναβάθμιση του status της Παλαιστινιακής Αρχής στον Ο.Η.Ε.. Παρά τις τουρκικές πιέσεις για να ψηφίσει «ναι», η αλβανική στάση έμεινε σταθερή.
Η δεύτερη κρίση αφορούσε τις κυρώσεις στην δραστηριότητα του Κινήματος Γκιουλέν. Τον Μάϊο του 2015 η κυβέρνηση Ερτογάν ζήτησε να κλείσουν όλα τα σχολεία που είχαν χρηματοδοτηθεί από το Κίνημα. Η αλβανική κυβέρνηση παρά τις πιέσεις αρνήθηκε. Όμως, τον Οκτώβριο του 2017 κατόπιν διεθνούς εντάλματος σύλληψης εκδοθέν από την Τουρκία συνελήφθη ο Μωχάμμεντ Αϋντογκμούς στέλεχος της παράταξης Γκιουλέν. Κατόπιν έρευνας της αλβανικής αστυνομίας και της Interpol απεδείχθη ότι είχε διαρρεύσει τουρκικά απόρρητα στοιχεία μέσω του Twitter (2013-14) και συνελήφθη στο Δυρράχιο. Οι δύο αυτές κρίσεις δεν φαίνεται να έχουν μεταβάλει ριζικά τις διμερείς σχέσεις προς το χειρότερο.
Απειλείται η Ελλάδα;
Όλη η ανασκόπηση των αλβανο-τουρκικών σχέσεων δείχνει ότι εκείνες αποτελούν ζήτημα ασφάλειας για την Ελλάδα. Ήδη από την δεκαετία του 1990 όταν η ελληνική πλευρά διεδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στα βαλκανικά ζητήματα υπήρχε καχυποψία από την Αθήνα για κάποιες κινήσεις της Τουρκίας. Η προσπάθεια προσεταιρισμού του αλβανικού μουσουλμανικού κόσμου σε συνδυασμό με την απόκτηση βάσεων στην Ανδριατική θάλασσα προκάλεσε την εντύπωση μίας «στρατηγικής» περικύκλωσης της Ελλάδας.
Σήμερα, με τις κατά διαστήματα εντάσεις μεταξύ Αθήνας και Τιράνων, ο επαναπροσδιορισμός της ελληνικής στάσης μοιάζει πιο επιτακτικός από ποτέ. Οι Τούρκοι είναι φανερό ότι προσπαθούν να προσεταιριστούν το μουσουλμανικό τμήμα των Αλβανών εντός και εκτός της Αλβανίας που είναι πολύ μεγάλο. Με άλλα λόγια η ύπαρξη ενός μουσουλμανικού «μετώπου» στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης αν συνυπολογιστεί και η καταστροφή της θρησκευτικής κληρονομιάς των Ελλήνων της νότιας Αλβανίας.
Παράλληλα, δεν θα είναι περίεργο αν η τουρκική εξωτερική πολιτική ενισχύει τις αλβανικές διεκδικήσεις προκαλώντας μεγαλύτερο αναβρασμό στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις. Εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας- Αλβανίας αν συνεκτιμηθούν με το εκκρεμές ζήτημα της ονομασίας της Π.Γ.Δ.Μ. αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την τουρκική επεμβατικότητα και επίσης μπορούν να αποσπάσουν την ελληνική ηγεσία από άλλα θέματα.
Με την σχεδόν αδιαμφισβήτητη επιρροή της Άγκυρας στο εσωτερικό της Αλβανίας καθίσταται δύσκολο για τις ελληνικές επιχειρήσεις και την ελληνική διπλωματία να ανακτήσουν το έδαφος που απωλέσθηκε με την οικονομική κρίση. Με τον τουρκικό στρατό να ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό την οργάνωση του αλβανικού και να χρησιμοποιεί ελεύθερα βάσεις του είναι φανερή η τουρκική κυριαρχία στην Αλβανία.
Εν κατακλείδει, η σχέση Αλβανίας- Τουρκίας είναι ζήτημα που πρέπει να ανησυχήσει την Αθήνα. Δημιουργείται ένας στρατηγικός άξονας Τιράνων- Άγκυρας στην βόρεια «αυλή» της ελληνικής επικράτειας. Το τι ενέργειες μπορεί να πράξει η Ελλάδα είναι θέμα άλλου άρθρου ωστόσο είναι αδήριτη ανάγκη η ελληνική ηγεσία να επανεξετάσει τις κινήσεις της και να λάβει σοβαρά υπ’όψιν το ζήτημα ασφάλειας που ανακύπτει πριν να είναι αργά.
*Mεταπτυχιακός φοιτητής διεθνών σχέσεων
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου