Παναγιώτης Ήφαιστος
Στα πεδία της διπλωματίας και της στρατηγικής η ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλτ Τράμπ θα μπορούσε, κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει το σημαντικότερο γεγονός της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Μετά από μερικές αναγκαίες και μη εξαιρετέες επισημάνσεις, το δεύτερο ήμισυ της παρούσης παρέμβασης θα προχωρήσει σε μερικά σχόλια –συμπληρωματικά προγενέστερων παρεμβάσεων αμέσως μετά την εκλογή του προέδρου Τραμπ– για το νέο προεδρικό επιτελείο και τους προσανατολισμούς του, καθώς και την σημασία τους για την Ελλάδα και Κύπρο.
Η μεγάλη σημασία αλλαγής επιτελείου στις ΗΠΑ απαιτεί α) αποφυγή εισροής ιδεολογικών κριτηρίων στην ανάλυση και εκτίμηση των πραγμάτων, β) ορθολογική αποτίμηση των προεκτάσεων των στρατηγικών του επιλογών από τούδε και στο εξής και γ) διατύπωση εκτιμήσεων που εδράζονται σε γνώση και όχι γνώμες, ιδεολογήματα και τα συνήθη θεωρήματα.
Η αναλυτική ελευθεριότητα βλάπτει σοβαρά την υγεία των κρατών και των κοινωνιών τους.
Όπως συχνά λέγεται, η διάγνωση των αιτίων της διεθνούς πολιτικής είναι το αντίστοιχο της διάγνωσης των ασθενειών στην ιατρική επιστήμη.
Η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής είναι κυριολεκτικά η ιατρική της διεθνούς πολιτικής και λάθος διάγνωση και λάθος θεραπείες προκαλούν πολύ μεγαλύτερους θανάτους από ότι μια διάγνωση της συμβατικής ιατρικής.
Οι γνώμες που κανείς διαβάζει στην Ελληνική γλώσσα είναι συχνά αβάσταχτα ιδεοληπτικές.
Ως και η ανάλυση της Αμερικανικής στρατηγικής μπορεί να γίνει με ιδεοληψία και με αισθήματα κατά ή υπέρ του νέου προέδρου.
Μια τέτοια αντίληψη των πραγμάτων είναι λάθος και οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα.
Αυτό που ενδιαφέρει είναι οι στρατηγικοί του προσανατολισμοί οι οποίοι και θα προσδιορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, τις προϋποθέσεις και τις επιμέρους αποφάσεις.
Στα δυτικά κράτη στο θεσμικό και πολιτικό σύστημα του οποίου η Ελλάδα πρωτίστως κινείται η εξωτερικής της πολιτική, φαινόμενα αναλυτικής ελευθεριότητας δεν είναι άγνωστα.
Στην «Δύση», όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Δεν ισχύει αυτό που ειπώθηκε από πρώην πρωθυπουργό στην Βουλή: «edo Elladha», για να δικαιολογηθεί η διαχρονική αλληλουχία γκαφών, λαθών και γενικευμένου πολιτειακού αλαλούμ που καλά κρατάει επί δύο αιώνες μετά την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Οι ειδοποιές διαφορές κάνουν και την διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων δυτικών κρατών.
Εάν δεν καταλάβουμε την διαφορά δύσκολα θα αντιστραφεί ο κατήφορος.
Τα Δυτικά κράτη, και κυρίως τα Ευρωπαϊκά κράτη, δεν είναι μόνο νέα αλλά γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν μέσα σε πολύ ιδιόμορφες ιστορικές συνθήκες.
Βασικά, πριν και μετά τον τριακονταετή πόλεμο στην Ευρώπη σε κάποιες περιοχές εξοντώθηκαν μέχρι και 60% των πληθυσμών.
Από την αντίσταση των ηγεμόνων και μερικών διανοουμένων αρχικά οι ηγεμόνες ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Θεοκρατία και στην συνέχεια στο πλαίσιο του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων συγκροτήθηκε το σύγχρονο κράτος, το σύγχρονο διεθνές δίκαιο και η κρατική κυριαρχία ως καθεστώς του διεθνούς συστήματος, τα οποία και κωδικοποιήθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945 (αφού προηγήθηκαν δύο οδυνηροί παγκόσμιοι πόλεμοι).
Τι θέλουμε να πούμε με αυτή την σύντομη εισαγωγή;
Λέμε ότι από τον 16ο αιώνα μέχρι περίπου τον 18ο-19ο αιώνα στην Ευρώπη είχαμε διοικητικούς μηχανισμούς (status) στερημένων πολιτικής ανθρωπολογίας (η συντριπτική πλειονότητα ήταν οι δύσμοιροι, άναρθροι, ανυπόστατοι μετά-Μεσαιωνικοί δουλοπάροικοι. Αυτοί εξεγέρθηκαν –όχι Επαναστάτησαν, καθότι δυστυχώς γι’ αυτούς δεν ήταν προικισμένοι με ανθρωπολογικές ιδιότητες για κάτι τέτοιο– στο Παρίσι)– και αυτοί αποτελούσαν το ανθρωπολογικό υπόστρωμα των κρατών μέχρι βασικά και τον 18ο αιώνα, όταν δηλαδή σταδιακά αναπτύχθηκαν και συγκροτήθηκαν ανθρωπολογίες προικισμένες με υπόσταση.
Αυτοί οι διοικητικοί μηχανισμοί σταδιακά εν μέσω γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων –χωρίς να λησμονούμε και το ανελέητο αποικιοκρατικό φαινόμενο που επέτρεψε την καταλήστευση του πλανήτη και τον πλουτισμό των κρατών αυτών καθιστώντας τα «αναπτυγμένα»– συγκρότησαν και συγκράτησαν παντοιοτρόπως δεσποτικά και πατερναλιστικά το σύγχρονο δυτικό κράτος.
Να μην ξεχνάμε επίσης τις εθνοκαθάρσεις στο πλέον δημοκρατικό κράτος (τις ΗΠΑ όπου είχαμε και κάποιου είδους Επανάσταση), την ιδεαλιστική αποικιοκρατική επέκτασή του στην Βόρειο Αμερική, στην συνέχεια την ηπειρωτική κυριαρχία του Βόρεια και Νότια (μέχρι σήμερα) και ασφαλώς τα φασιστικά «εκπολιτιστικά» δόγματα που εκκολάφθηκαν και που αναμείχθηκαν με το ιδεολογικό φαινόμενο [Π. Ήφαιστος, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΣΜΟΣ, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΤΙΚΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ].
Βασικά, ένας τρόπος για να εκτιμήσει κανείς τους προσανατολισμούς ενός προέδρου των ΗΠΑ, είναι να κατανοήσει είναι κατά πόσο κινείται «ιδεαλιστικά» στα πρότυπα του «πεπρωμένου του έθνους» του 18ου αιώνα ή κατά πόσο ακολουθεί μια πιο συγκρατημένη πολιτική που επιδιώκει ισορροπία.
Τα πιο πάνω γνωστά ιστορικά γεγονότα ερμηνεύουν το γεγονός ότι τα κράτη της Δύσης εντός των οποίων η Ελλάδα λειτουργεί διαθέτουν πολύ αποτελεσματικές κρατικές μηχανές.
Αντίθετα, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την γένεση του νεοελληνικού κράτους, η οποία συντελέστηκε λόγω Επανάστασης των συγκριτικά ανθρωπολογικά προικισμένων μελών των Πόλεων και των Κοινών της διαχρονικής Ελληνικότητας, δεν κατορθώθηκε να ενωθούν οι Ελληνικές κοινότητες, με αποτέλεσμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 να εισέλθει σε τροχιά εξάρτησης, ξενοκρατίας και αβάσταχτων καταστροφών.
Στην παρούσα ακριβώς συγκυρία και με δεδομένη την οικονομική καταστροφή των τελευταίων ετών, το στοίχημα έγκειται στην αλλαγή Παραδείγματος για τον μετασχηματισμό του κράτους ούτως ώστε να καταστεί ο πολίτης εντολέας της εκάστοτε εξουσίας.
Εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων και τις αναμενόμενες αλλαγές προσανατολισμών στις ΗΠΑ, η ανάκαμψη και ανόρθωση της Ελλάδας εξαρτώνται από την κατανόηση των τάσεων καθώς εισερχόμαστε στο δεύτερο τέταρτο του 21ο αιώνα.
Επιγραμματικά στην Δύση ισχύουν τα εξής:
Η αναλυτική ελευθεριότητα των μέσων επικοινωνίας δεν βλάπτει και πολύ γιατί οι διοικητικοί μηχανισμοί των ηγεμόνων της μετά-Μεσαιωνικής εποχής που εξελίχθηκαν σε κράτος στην συνέχεια δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο με την αποικιοκρατία.Έχουν πανίσχυρους θεσμούς πληροφόρησης, παρατήρησης, ανάλυσης, στάθμισης, εκτίμησης και χάραξης εθνικής στρατηγικής σε αναφορά με ιεραρχημένα συμφέροντα.
Τους ισχυρότερους και πληρέστερους θεσμούς, βέβαια, τους έχουν οι ΗΠΑ.
Η σημασία αυτής της παρατήρησης έγκειται στο ότι είναι ένα πράγμα η δύναμη των ΗΠΑ σε όλα επίπεδα και είδη των συντελεστών ισχύος ενός και άλλο οι προσανατολισμοί.
Συνδέονται, βέβαια, και το στοίχημα είναι μια αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Εντός των προσανατολισμών που διαφαίνεται να υιοθετήσει το νέο προεδρικό επιτελείο θα δημιουργεί προϋποθέσεις αποφάσεων των οποίων ο ορθολογισμός και αποτελεσματικότητα θα εξαρτάται από την κρατική μηχανή αυτής της μεγάλης δύναμης.
Κάθε ενδιαφερόμενο κράτος, και ασφαλώς η Ελλάδα είναι ενδιαφερόμενη, απαιτείται αφενός να γνωρίζει τους προσανατολισμούς και αφετέρου να επηρεάζει τις προϋποθέσεις και τις αποφάσεις με τρόπο που εκπληρώνει τα συμφέροντά της [Για τις πελατειακές σχέσεις βλ. ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ. «Πελατειακές σχέσεις» («patron-clientrelations»)…]
Στην Δύση, στο σύνολό της και όχι μόνο στις ΗΠΑ, έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι οι κρατικοί μηχανισμοί που κληροδοτήθηκαν από την αποικιακή εποχή χαράζουν και εκπληρώνουν στρατηγική μαζί με τις μετά-Μεσαιωνικές ολιγαρχίες.
Αυτές, ακριβώς, δημιούργησαν αυτά τα κράτη και αυτές τα κατέχουν.
Είναι φορείς κρατικού πατριωτισμού (και ενίοτε εθνικού πατριωτισμού όπως επί Ντε Γκολ στην Γαλλία).
Διαθέτουν πανίσχυρα συστήματα ανάλυσης, εκτίμησης των πραγμάτων και λήψης αποφάσεων και δεν επηρεάζονται από … επιφυλλίδες ή από ασυνάρτητες γνώμες ιδεολογικά ποικιλόχρωμων φορέων επιστημονικών τίτλων.
Κάνουμε αυτή την επισήμανση για να υπογραμμίσουμε τι πρέπει να αλλάξει σε «κάποια» κράτη όπου τα ολιγαρχικά ελίτ διαφέρουν και όπου συγκροτούν αγράμματες και πολιτικά-πνευματικά ανυπόστατες ολιγαρχίες τα μέλη των οποίων δεν διστάζουν να λειτουργήσουν ως πραιτοριανοί ξένων συμφερόντων.
Το ζήτημα δεν το θέτουμε σε αξιολογική αλλά ορθολογιστική βάση: Μια πολιτεία απαιτείται να διαθέτει πρώτον αποτελεσματικούς θεσμούς, δεύτερον, υποστηρικτικό κοινωνικό υπόβαθρο και τρίτον, αποτελεσματική εξουσία δεσμευμένη πολιτικά και πνευματικά να υπηρετήσει με όλες τις δυνάμεις και ανένδοτα τα εθνικά συμφέροντα.
Αυτό είναι το σύγχρονο κράτος, τα ίδια ίσχυαν σε όλες τις εποχές.
Κάτι ακόμη που συγκριτικά ενέχει μεγάλη σημασία.
Στα κράτη αυτά της μετά-Μεσαιωνικής εποχής της Δύσης οι «επιστήμονες» είναι σχεδόν καθολικά στρατευμένοι στην εθνική στρατηγική των κρατών τους.
Ακόμη και εθνομηδενιστές που παραμιλούν ασυνάρτητα (σε ξεπεσμένα κρατίδια, σημειώνεται, ακόμη και ο εθνομηδενισμός είναι δεύτερης και τρίτης πιθηκίζουσας τάξης) είναι συνειδητά ή ανεπίγνωστα ενταγμένοι εάν όχι ποικιλότροπα στρατευμένοι στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων που εκπληρώνει η εθνική στρατηγική του κράτους τους.
Ακόμη πιο σημαντικό τα λεγόμενα «think tanks» σε αυτά τα οργανωμένα και αποτελεσματικά κράτη είναι πιο πατριωτικά (και ενίοτε εθνικιστικά μέχρι και σε βαθμό υπερβολής) από τις ίδιες τις κυβερνήσεις.
Αντίθετα, στα ξεπεσμένα κρατίδια, αναμενόμενα παρατηρείται το αντίστροφο: Συντηρούνται τόσο από το κράτος όσο και από διεθνικούς δρώντες αγνώστου θηριώδους καταβολής και δράσης όσο και από ξένα «ινστιτούτα» τα οποία και τα νήπια γνωρίζουν πως είναι πλήρως ενταγμένα στο σύστημα λήψης στρατηγικών αποφάσεων της χώρας τους, με αποτέλεσμα να μιλούν ως ξένοι ή επισκέπτες στον τόπο τους ή ακόμη και να γίνονται κράχτες ξένων συμφερόντων.
Αυτό μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: Τα κέντρα αυτά στην Δύση διαθέτουν πολιτικά-στρατηγικά ενταγμένους αναλυτές που υπηρετούν το εθνικό συμφέρον ενώ στα ξεπεσμένα κρατίδια διαθέτουν δεύτερης και τρίτης τάξης αναλυτές που συνειδητά ή ανεπίγνωστα υπηρετούν ξένους.
Αυτό είναι ένα ακόμη ζήτημα που απαιτεί προσοχή: Το κράτος απαιτείται να αποκτήσει ισχυρούς επιτελικούς μηχανισμούς ανάλυσης, στάθμισης, εκτίμησης και χάραξης εναλλακτικών αποφάσεων εθνικής στρατηγικής απολύτως ενταγμένων στην εκπλήρωση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων (τα οποία δεν μπορούν να προσδιοριστούν και ιεραρχηθούν εάν η χώρα κολυμπά μέσα σε πελάγη ανυπόστατων και φαντασιόπληκτων διεθνισμών και κοσμοπολιτισμών ή ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που μεταμφιέζουν προτάσεις πολιτικής οι οποίες εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα).
Τα «think tanks» που αποδεδειγμένα έκαναν φρικτά λάθη ή και στράφηκαν κατά των Ελληνικών συμφερόντων (Μακεδονικό, εθνική στρατηγική στην Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, Ενιαίος Αμυντικός Χώρος Κύπρου-Ελλάδας, σχέδιο Αναν, συντρέχουσες δραματικές εάν όχι κωμικοτραγικές εξελίξεις στο κυπριακό) είναι ζήτημα αυτοσυντήρησης να μην σιτίζονται με δημόσιους πόρους και να μην συναγελάζονται θεσμικά με κρατικούς λειτουργούς.
Παρενθετικά σημειώνω ότι οι επιστημολογικές και μεθοδολογικές παραδοχές του υπογράφοντος είναι από καιρό δημοσιευμένες και καταγεγραμμένες: ο φορέας επιστημονικού τίτλου πολύ περισσότερο ο «πολιτικός στοχαστής» απαιτείται να είναι αυστηρά περιγραφικός και αξιολογικά ελεύθερος και όχι προπαγανδιστής, πράκτορας ή κράχτης, ακόμη και εάν το κάνει για το δικό του κράτος.
Λίγοι είναι στην διεθνή βιβλιογραφία που έτσι στέκονται και αυτό είναι πολύ γνωστό. Αυτοί μόνο όμως, εάν βέβαια το αξίζουν επιστημονικά, αποτελούν πηγή γνώσης.
Ασφαλώς, ο καθείς μας όταν διατυπώνει γνώμη έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει.
Μια κοινωνία, όμως, τόσο πιο ώριμη πολιτικά είναι όσο λιγότερες γνώμες ακούγονται και όσο λιγότερη ξένη προπαγάνδα γίνεται από εγχώριες αναλύσεις και όσο περισσότερο η σωστή γνώση κυριαρχεί και προσανατολίζει την πολιτική σκέψη μέσα στην δημόσια σφαίρα προς ορθολογικές κατευθύνσεις.
Οι φορείς επιστημονικών τίτλων έχουν μεγάλη ευθύνη γιατί καλώς ή κακώς οι άνθρωποι νομίζουν ότι πάντοτε ο τίτλος είναι πιστοποίηση εγκυρότητας και αξιοπιστίας της γνώσης.
Η ευθύνη αυτών των φορέων τίτλων είναι πολύ μεγαλύτερη σε εξαρτημένα κρατίδια η κοινωνία των οποίων διψά για στρατηγικές επιβίωσης και τους εμπιστεύεται πανεπιστημιακές έδρες και τίτλους.
Δεν μιλώ καν για προπαγάνδα υπέρ πατρίδας.
Εννοώ οι επιστήμονες να λειτουργούν τίμια και να νοιώθουν την υποχρέωση να επιδίδονται σε περιγραφικές αναλύσεις όσο το δυνατό υψηλότερων ερμηνευτικών βαθμίδων.
Πέραν αυτού, επισημαίνω και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός «πράκτορα» ή προπαγανδιστή της πατρίδας του (ανάξιου για εμένα για επιστημονικό τίτλο καθότι και πάλι παραπληροφορεί, έστω και εάν κάποιος ισχυριστεί ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα») και συνειδητού ή ανεπίγνωστου πράκτορα ξένων κρατών ή διεθνικών θηρίων.
Σε κάθε περίπτωση, στα αξιόπιστα και σοβαρά κράτη η σωστή ανάλυση και εκτίμηση των πραγμάτων δεν γίνεται από φορείς επιστημονικών τίτλων αλλά από κρατικούς λειτουργούς και επιτελικά οργανωμένους θεσμούς.
Υπογραμμίζεται λοιπόν ότι με αφορμή το μείζον ζήτημα της αλλαγής διακυβερνητικής φρουράς στο ισχυρότερο κράτος του πλανήτη, τις ΗΠΑ, η σοβαρότητα και η ορθότητα των αναλύσεων και των εκτιμήσεων της διεθνούς πολιτικής είναι υπό τις στρατηγικές περιστάσεις που δημιουργήθηκαν ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, προϋπόθεση επιβίωσης ενός κράτους όπως η Ελλάδα (ιδιαίτερα στην κατάσταση που βρίσκεται μετά από δεκαετίες φρικτών λαθών και προσανατολισμών).
Για τον νέο πρόεδρο Τραμπ και τις πρώτες ενδείξεις για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της νέας προεδρικής ομάδας έχουν γίνει παρεμβάσεις και σημαντικές αναρτήσεις όπως αυτή του John Mearsheimer τους τίτλους και τους συνδέσμους των οποίων παραθέτω στο τέλος.
Γι’ αυτό θα ολοκληρώσω με δύο ενότητες αλληλένδετων επιχειρημάτων που εκτιμώ ότι στην παρούσα συγκυρία (οι γραμμές αυτές γράφονται την μέρα ανάληψης της Προεδρίας από τον Τραμπ) είναι καίριας σημασίας.
Η πρώτη αφορά το κοσμοθεωρητικά και από άποψη πολιτικής ηθικής διαφοροποιημένο διεθνές σύστημα και το πώς αυτό επηρεάζει τον τρόπο που κανείς οφείλει –εάν θέλει να είναι ορθολογιστής– να προσεγγίσει την ανάλυση της στρατηγικής των άλλων, ιδιαίτερα μιας μεγάλης δύναμης όπως οι ΗΠΑ.
Στην δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων γίνονται μερικές συμπληρωματικές παρατηρήσεις για το τι θα μπορούσε να σημαίνει για τον πλανήτη και το σύστημα ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων η εκλογή του προέδρου Τραμπ.
Κατά πρώτον, το διαφοροποιημένο διεθνές σύστημα
Η διατύπωση άποψης για την διεθνή πολιτική απαιτείται να λαμβάνει υπόψη ότι η πολιτική ηθική στο εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα είναι μηδενική, επειδή, ακριβώς, η πολιτική ηθική και η διανεμητική δικαιοσύνη συγκροτείται στο εσωτερικό κάθε κυρίαρχου κράτους στην βάση της οικείας πολιτικής ανθρωπολογίας, κοσμοθεωριών, αναγκών και τα λοιπά: Βλ. ΗΘΙΚΗ και ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ, Η μη θεσπισμένη ισχύς στην διεθνή πολιτική. Πολιτική θεολογία versus πολιτική θεωρία και η σημασία της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας των διεθνών φαινομένων.Ως εκ τούτου, συμφέρον και ορθολογιστικό είναι ο καθείς, εάν βέβαια συλλογικά θέλουμε να καλλιεργούμε τον πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό στην πατρίδα μας, να περιοριζόμαστε στην περιγραφή και ερμηνεία όσον αφορά τις στρατηγικές άλλων κρατών και να κατανοούμε τα εγγενή της χαρακτηριστικά.
[Το Θουκυδίδειο «Παράδειγμα» της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής και οι «επιστημονικές επαναστάσεις» και Π. Ήφαιστος, Οντολογική θεμελίωση του Πολιτικού και ο ρόλος της ισχύος στην αθέσπιστη διεθνή πολιτική: Πολιτικός στοχασμός versus Πολιτική Θεολογία].
Δεν θα αποφασίσουμε εμείς για αυτούς αλλά πρέπει να αποφασίσουμε εμείς τι θέλουμε, πως κινούμαστε και πως θα επιτύχουμε τους σκοπούς μας υπό το φως των νέων προσανατολισμών, νέων προϋποθέσεων και πιθανών νέων αποφάσεων (ενίοτε ορατών και συχνά αόρατων εξ ου και δυσκολότερο να προσδιοριστούν).
Σε καμιά περίπτωση δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε πλανητικοί κριτές.
Με ποια κριτήρια θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Δεν ξέρουμε και πολλά για τις άλλες κοινωνίες, την συλλογική ετερότητά τους, τις ιδιομορφίες τους, τις ανάγκες τους, κτλ, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να είμαστε εισαγγελείς και δικαστές των άλλων κρατών ή και όλων όσων ζουν πάνω σε αυτό τον πλανήτη!
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πολλά πράγματα που θα επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Εκτός και αν είμαστε μέσα στην ψυχή εκατομμυρίων Αμερικανών ή Ρώσων ή Κινέζων και των ηγετών τους.
Μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο τους προσανατολισμούς και τίποτα άλλο ενώ με περιγραφικότητα και σοβαρότητα, επαναλαμβάνεται, αναζητούμε τις προϋποθέσεις εντός αυτών των προσανατολισμών, καθώς επίσης και τις αποφάσεις που μας επηρεάζουν.
Υπό ένα πρίσμα μιας αντίληψης περί πολιτικής και στοχαστικής ελευθεριότητας, βέβαια, μπορούμε να λειτουργούμε ανεύθυνα, ανορθολογικά και αυτοκαταστροφικά.
Μια εξ αντικειμένου ορθή επισήμανση, όμως, είναι ότι η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής από ένα πολίτη ή ένα οποιοδήποτε, συνεπάγεται πλήρη κατανόηση του προαναφερθέντος γεγονός πως η ιατρική του διεθνούς συστήματος είναι η ανάλυσή του και πως λάθος ανάλυση-διάγνωση σημαίνει λάθος «φάρμακα» και λάθος «θεραπεία».
Μερικά κρατίδια στα οποία αυτό συνέβαινε το ότι βρίσκονται στο χείλος της Αβύσσου δεν είναι τυχαίο ή ανερμήνευτο.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ, το αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα και οι διαδρομές και το μέλλον της εθνικής στρατηγικής των ΗΠΑ
Στην παρούσα φάση κανείς καλά κάνει να στέκεται στα αξονικά ζητήματα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και που θα αποδειχθούν προσδιοριστικά. Αυτά αφορούν την δομή του διεθνούς συστήματος και τον τρόπο που εξελίσσονται.Το επόμενο κρίσιμο ζήτημα είναι η φορά κίνησης των τάσεων της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Έστω και αν επί δύο και πλέον δεκαετίες οι νεοέλληνες εμφανίζονταν «παγκοσμιόπληκτοι» διεθνιστές και κοσμοπολίτες, καιρός είναι να γίνουν κατανοητά δύο πράγματα:
Ήδη πριν το 1990 αλλά πιο γοργά στην συνέχεια αναδύεται ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα πολλών μεγάλων δυνάμεων.
Σε αυτό το διεθνές σύστημα οι ΗΠΑ είναι και θα παραμείνουν οι συντριπτικά ισχυρότερη δύναμη αλλά αυτό δεν αποτελεί πανάκεια.
Το ζήτημα για την ισχυρότερη δύναμη ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος δεν είναι να σπεύσει καταχρηστικά επιδιδόμενη σε πλιάτσικο ισχύος όπως οι προηγούμενοι Πρόεδροι έκαναν μετά το 1990 αλλά να διαχειριστεί τις ανακατανομές ισχύος με όρους ισορροπίας.
Με κάθε αντικειμενικό κριτήριο μερικές δηλώσεις του νέου προέδρου και συνεργατών του τους περασμένους μήνες παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι επηρεάζονται από τον μεγάλο Θουκυδίδειο Δάσκαλο της διεθνούς πολιτικής Kenneth Waltz.
Αυτή η επισήμανση, βέβαια, υπογραμμίζω, είναι μια υπόθεση την οποία τους μήνες και χρόνια που έρχονται θα πρέπει βασανιστικά να προσπαθούμε να επιβεβαιώσουμε ή διαψεύσουμε.
Επίσης, αξιοπρόσεκτες είναι οι θέσεις του John Mearsheimer, του πλέον διακεκριμένου εν ζωή διεθνολόγου.
Με κάποια επιφύλαξη, ασφαλώς, καθότι υπάρχουν διαφορές με τον Δάσκαλό του Waltz όσον αφορά τις στρατηγικές των δυνάμεων εντός ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Η συνέντευξη του Mearsheimer τον τίτλο και τον σύνδεσμο του οποίου παραθέτω στο τέλος, πάντως, είναι μια ακόμη ένδειξη πως στις ΗΠΑ αναζητούνται νέοι προσανατολισμοί.
Εάν το νέο προεδρικό Επιτελείο των ΗΠΑ κινηθεί με προσανατολισμούς που αναζητούν ισορροπία στο σύστημα και πρωτίστως ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων ενός πυρηνικού πολέμου –πάντοτε υπάρχει αυτός ο κίνδυνος εάν οι ανταγωνισμοί στις περιφέρειες για ποικίλους λόγους τεθούν εκτός ελέγχου– αυτά που θα πρέπει να αναμένονται είναι τα εξής:
Εντός ενός προσανατολισμού όπου η ισχυρότερη δύναμη αναζητεί ισορροπία δυνάμεων θα διαχειρίζεται τις ανακατανομές ισχύος με τρόπο που θα δημιουργεί προϋποθέσεις για λήψη αποφάσεων εντός οριοθετημένων εθνικών συμφερόντων.
Γίνεται σαφές πως αυτό δεν σημαίνει κάποιου είδους ανθόσπαρτο διεθνή βίο αλλά μόνο ότι μια στρατηγική αναζήτησης ισορροπίας μειώνει τους κινδύνους πολύ μεγάλης σύρραξης.
Δεν μειώνει όμως, κατ’ ανάγκη, τις διενέξεις στις περιφέρειες όπου ο ανταγωνισμός για πλουτοπαραγωγικούς πόρους, επιρροή και γεωπολιτικό έλεγχο είναι κάτι εγγενές με την σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων (το ανάλυσε αριστουργηματικά στο εμβληματικό του έργο «Η τραγωδία της πολιτικής Waltz1bgτων μεγάλων δυνάμεων» ο John Mearsheimer).
Όπως έχουμε ξαναγράψει, ενώ ο John Mearsheimer θεμελιώνει το γεγονός ότι ποτέ δεν φεύγει από το μυαλό των στρατηγιστών των μεγάλων δυνάμεων ο σκοπός να αποκτήσουν μέγιστη ισχύ που θα τις καταστήσουν πλανητικούς ηγεμόνες (έτσι μόνο, εκτιμούν πάγια, θα είναι ανεπίστροφα ασφαλείς), δύο παράγοντες ενδέχεται να προκαλέσουν μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση:
Αφενός ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου που θα τερματίσει την ζωή σε αυτό τον πλανήτη.
Αφετέρου εάν κυριαρχήσει στις ΗΠΑ, στην ισχυρότερη δηλαδή δύναμη, η στρατηγική άποψη ότι το Αμερικανικό εθνικό συμφέρον εκπληρώνεται καλύτερα με αυτοσυγκράτηση που επιδιώκει ισορροπία και όχι απόκτηση άκρατης ισχύος.
Ακόμη: Η ανάδυση πολλών μεγάλων δυνάμεων, αν και «λιγότερο» ισχυρών από τις ΗΠΑ, ενδέχεται να υποχρεώσει τις ΗΠΑ να επιδείξουν μια πιο ορθολογιστική στρατηγική διαρκούς αναζήτησης ισορροπίας δυνάμεων.
Εάν έτσι κινηθούν τα πράγματα –προσανατολισμοί ισορροπίας και αναζήτηση των προϋποθέσεων για κάτι τέτοιο– πολλές αποφάσεις θα είναι κυριολεκτικά επανάσταση σε σχέση με το τι ίσχυε πριν λίγους μήνες ή ακόμη και τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Για μια σειρά λόγους:
Πρώτον, επειδή οι αποφάσεις αυτές όχι μόνο θα πρέπει να οδηγούν προς ισορροπία αλλά επιπλέον αδιάλειπτα θα οριοθετούν και συνεχώς να επαναπροσδιορίζουν ζώνες επιρροής και κατανομής συμφερόντων.
Δεύτερον, αυτό σημαίνει ότι θα στηθούν πολλές Κλίνες Προκρούστη στις περιφέρειες.
Διευκρινίζεται ότι πάντα υπάρχουν τέτοιες Κλίνες.
Η ειδοποιός διαφορά τους επόμενους μήνες και χρόνια είναι ότι ο επαναπροσδιορισμός των ισορροπιών και των συμφερόντων συγκριτικά με προγενέστερες φάσεις θα λάβει πολύ περισσότερο υπόψη πια κράτη είναι αναλώσιμα και ποια ορθολογιστικά και αποτελεσματικά ούτως ώστε η κάθε μεγάλη δύναμη να τα έχει ως στρατηγικούς συνομιλητές.
Αυτές οι αποφάσεις ενώ πάντα είναι στο προσκήνιο και πάντα στερούνται κάθε συναισθηματισμού ή πολιτικής ηθικής παρά μόνο είναι συμβατές με τα εθνικά συμφέροντα όπως ορίζονται ενδοκρατικά (δεν είναι τυχαίο που πιο πάνω επιμέναμε σε αυτό το ζήτημα) στην παρούσα φάση, όπως προβάλλονται τα πράγματα, εάν ο νέος πρόεδρος αναθεωρήσει την στρατηγική του θα λάβουν χώρα ανακατατάξεις που ενδέχεται να ήταν αδιανόητες πριν λίγους μήνες.
Ενώ οι μεγάλες ιστορικές ισορροπίες (ναυτικές versus ηπειρωτικές δυνάμεις) δεν αλλάζουν εύκολα, η αλλαγή πορείας από το ηγεμονικό πλιάτσικο τύπου Ομπάμα και Κλίντον προς ένα προσανατολισμό ισορροπίας θα πρέπει να χαράξει όρια τα οποία ενώ δεν θα είναι θεϊκά απαραβίαστα θα αποσκοπούν στο να αποτρέψουν μεγάλες ανατροπές.
Προς το παρόν, προτιμώ να μην μιλήσω πιο συγκεκριμένα, αλλά παραπέμπω στο άρθρο και στο βιβλίο του Mearsheimer ως ενδεικτικές τάσεις και αποφάσεις.
Δεν παραβιάζω την περιγραφική αναλυτική προσέγγιση ή την αξιολογική ελευθερία εάν πω δύο αντικειμενικά λόγια σχετικά για την Ελλάδα και την άμεση περιφέρειά της:
Εάν η ειρήνη και σταθερότητα είναι ο σκοπός, ο κατευνασμός και η ανισορροπία οδηγεί σε πόλεμο ή απώλεια ζωτικών συμφερόντων του αδυνάμου που κατευνάζει.
Η ισορροπία δυνάμεων ως προϋπόθεση σταθερότητας φαίνεται να μην είναι κύρια προτεραιότητα της Τουρκίας κάτι που όχι μόνο είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη από την Ελλάδα αλλά επιπλέον θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουμε τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη και ιδιαίτερα τις μεγάλες δυνάμεις.
Τυχόν διολίσθηση με κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναβάθμιση του Τουρκικού ρόλου α) θα ληφθεί υπόψη από τους στρατηγικούς σχεδιαστές των ΗΠΑ και των άλλων δυνάμεων, β) θα θέσει την Ελλάδα και την Κύπρο σε μειονεκτική θέση ενόψει αλλαγών πολιτικών και λήψεων νέων αποφάσεων και γ) θα καταστήσει αμφότερες τις κοινωνίες αναλώσιμες στην κλίνη των στρατηγικών παιγνίων.
Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και οι ιστορικές της σχέσεις με κράτη της περιφέρειάς μας και ευρύτερα θέτει ένα καίριο ζήτημα που απαιτεί μεγάλη προσοχή. Αφορά την Ρωσία. Πιο συγκεκριμένα:
Ενώ όλες οι ενδείξεις μαρτυρούν τάσεις επαναπροσδιορισμού των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας και επανεξέτασης των ισορροπιών στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα ή ακόμη και με τρόπο που συμπεριλαμβάνει άλλες δυνάμεις, θα αποτελέσει μεγάλο λάθος να νομίσουμε πως μπορεί να αλλάξει η στάση των ΗΠΑ όσον αφορά την θεώρηση της Ρωσίας ως ηπειρωτικής δύναμης ή ότι θα αλλάξει κατιτί στην στάση των ΗΠΑ να εμποδίσει κάθε περιφερειακή δύναμη να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια ελιγμών.
Όμως, ελιγμοί για να εξυπηρετήσει τα εθνικά του συμφέροντα ένα λιγότερο ισχυρό κράτους τους κάνει με πολύ μεγάλη προσοχή, σωστή ανάλυση, σωστό σχεδιασμό και ορθολογιστικές στρατηγικές αποφάσεις.
Δηλαδή: Σταθερή στους στρατηγικούς προσανατολισμούς (που βασικά είτε το θέλουμε είτε όχι «αποφασίστηκαν» στην … Γιάλτα), θα μπορούσε να κάνει κάποιους προσεκτικούς ελιγμούς εάν φροντίζει να συναλλάσσεται ισότιμα και πελατειακά με τις ΗΠΑ (πιο πάνω ο σχετικός σύνδεσμος επεξηγηματικής παρέμβασης για το τις σημαίνει αυτό).
Θα μπορούσε, πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη τα γεωπολιτικά δεδομένα και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων, να ελιχθεί με τρόπο που θα εκπληρώνει μια σειρά συμφερόντων της και ταυτόχρονα δεν θα θίγει ζωτικά συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων με αποτέλεσμα διορθωτικές / τιμωρητικές αποφάσεις.
Το τελευταίο ζήτημα αφορά, για ένα ακόμη λόγο, και τις ισορροπίες της Ελλάδας στην ζώνη που αρχίζει από τα Βαλκάνια και τελειώνει στην Μέση Ανατολή.
Ενώ η γνώση των γεωπολιτικών δεδομένων και των στρατηγικών θα είναι η βάση στρατηγικών αποφάσεων, ενδέχεται να υπάρχουν περιθώρια ελιγμών για επαφές με Ρωσία που δεν θίγουν τις ΗΠΑ (συνήθως αυτά γίνονται με αποφάσεις εντός των μαύρων κουτιών της διπλωματίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, εδώ των ΗΠΑ και της Ελλάδας) και που συνεισφέρουν στην ισορροπία δυνάμεων και στην σταθερότητα στην περιοχή.
Αυτό συμπεριλαμβάνει ζητήματα όπως η ενέργεια αλλά όχι μόνο.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να γίνει ενάντια στην στρατηγική των ΗΠΑ αναφορικά με τα όρια που θέτει για την Ρωσία με τα οποία όπως η πείρα δείχνει η Μόσχα «συμφωνεί» ή συμφωνεί.
Προσθέτω ότι αυτά δεν μπορούν να αναλύονται με συναισθηματικούς ή ιδεολογικούς όρους καθότι οι βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις είναι οι ηγεμονικές δυνάμεις το δε πρώτιστο μέλημα του λιγότερο ισχυρού κράτους είναι α) να διασφαλίζει την επιβίωσή του και την ασφάλειά του, β) να μην εισέρχεται στις Συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων και γ) ποτέ να μην κάνει λάθος όσον αφορά τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων, των αλλαγών τους και των συναλλαγών τους «κάτω από το τραπέζι».
Η άγνωστη μεταβλητή εδώ είναι η Τουρκία και οι σχέσεις της με ΗΠΑ και Ρωσία πλην πολλά ως προς τούτο θα εξαρτηθούν από την δική μας θέση, στάση και στρατηγική υπόσταση.
Ολοφάνερα, η αυτοκτονική τροχιά των τελευταίων μηνών όσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία είναι πολύ απαισιόδοξη ένδειξη όσον αφορά το κατά πόσο Ελλάδα και Κύπρος κατανοούν τι γίνεται στην διεθνή πολιτική.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου