Του Δρ. Σπυρίδων Πλακούδα*
Οι Ελληνικές Ιδεοληψίες
Σε αντίθεση με τον Πόλεμο στη Συρία που μονοπωλεί τις επικεφαλίδες των ΜΜΕ ανά την υφήλιο, το Κυπριακό Ζήτημα φιλοξενείται στον διεθνή τύπο σαν τον «φτωχό συγγενή» με μονόστηλα. Το Jane’s Foreign Report είχε αφοριστικά (πλην όμως εύστοχα) χαρακτηρίσει το Κυπριακό Ζήτημα ως την «πιο βαρετή διεθνή διαφορά στον κόσμο». Ας μην βαυκαλιζόμεθα, λοιπόν, στην Ελλάδα και την Κύπρο ότι αποτελούμε τον ομφαλό της γης και ότι η διεθνής κοινότητα θα ασχολείται εσαεί με εμάς. Ούτε καν στην ΕΕ δεν ιεραρχείται το Κυπριακό Ζήτημα ως προτεραιότητα. Ειδάλλως προ πολλού η Τουρκία θα υποστεί κυρώσεις για την μη τήρηση των συμπεφωνημένων το 2004.
Η δεύτερη συλλογική ιδεοληψία αφορά την πολιτική των ΗΠΑ. Κρίνοντας την υπερδύναμη υπό το πρίσμα του έντονου αντιαμερικανισμού, θεωρούμε a priori πως η Ουάσινγτον μηχανορραφεί εν κρυπτώ να κλείσει το Κυπριακό Ζήτημα άρον άρον υπέρ της Τουρκίας. Το Κυπριακό, όμως, δεν ιεραρχείται καν στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Άλλωστε, η Ουάσινγτον αντιλαμβάνεται το εν λόγω ζήτημα ως μια «ενοχλητική διαμάχη» μεταξύ δύο συμμάχων της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, τα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης της «εκκρεμότητας» αυτής ικανοποιούν τις «ευαισθησίες και ανησυχίες» του ισχυρότερου παίκτη (δηλαδή της Τουρκίας) εις βάρος της διεθνούς νομιμότητας. Τα ν λόγω σχέδια επίλυσης των ΗΠΑ ευαγγελίζονται (υπό το πρίσμα ενός άκρατου βολονταρισμού, αν όχι οπορτουνισμού) την ευημερία και ασφάλεια των κρατών της ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος, Κύπρος, Ελλάδα και Τουρκία) στη βάση μιας «win-win situation». Επί της ουσίας, όμως, «ανταμοίβουν» τον θύτη (Τουρκία). και όχι το θύμα (Κύπρος).
[Η Κύπρος αποτελεί θύμα όχι μόνο του «Αττίλα» αλλά και των συλλογικών Ελληνικών ιδεοληψιών από το 1959 και εντεύθεν. Μετά την ανακήρυξη της (κολοβής) ανεξαρτησίας της Κύπρου, η Ελλάδα (μια εκ των μητέρων-πατρίδων και εγγυητριών δυνάμεων) αντιμετώπιζε το Κυπριακό Ζήτημα ως μια όχληση για την εξωτερική πολιτική της. Εκλαμβάνοντας τους Κύπριους Έλληνες ως ένα «κακομαθημένο νήπιο» που είχε ανάγκη από διαρκή «καθοδήγηση» από την μητέρα-πατρίδα, η μητρόπολη ουκ ολίγες φορές επενέβη στα εσωτερικά της Κύπρου με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της χούντας το 1974. Από τον παρεμβατισμό η Ελλάδα οδηγήθηκε σταδιακά μετά το 1974 στο έτερο άκρο: την αποστασιοποίηση από το Κυπριακό Ζήτημα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, από το 1995 και εντεύθεν η Ελλάδα συμπεριφέρεται ωσάν το Κυπριακό Ζήτημα να μην αφορά την εισβολή και κατοχή της Μεγαλονήσου από την Τουρκία αλλά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού.
Λόγω της αδιαλλαξίας της κατοχικής δύναμης και των απειλών της, αναζητούμε υποσυνείδητα έναν προστάτη για τον Κυπριακό Ελληνισμό εφόσον η Ελλάδα (αν και εγγυήτρια δύναμη) δεν προτίθεται να υπερασπιστεί δια των όπλων την Κύπρο όπως απέδειξαν οι κρίσεις του 1974 (Αττίτας Ι και Αττίλας ΙΙ), 1983 (η ανακήρυξη του ψευδοκράτους) και 1998 (η κρίση των πυραύλων S-300).
Τα Διδάγματα του Θουκυδίδη
Κατά καιρούς, λοιπόν, ο Ελληνισμός έχει ορίσει το διεθνές δίκαιο, την Ρωσία, την ΕΕ και, εσχάτως, το Ισραήλ ως τους προμάχους της (κολοβής) ανεξαρτησίας της Κύπρου. Ξεχνάμε, όμως, τα βασικά διδάγματα της θεωρίας των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας. Όπως ο πατήρ της ιστορίας Θουκυδίδης μεταφέρει στον διάλογο Μηλίων και Αθηναίων, στο άναρχο διεθνές σύστημα κυριαρχεί το «δίκαιο της πυγμής»: «ο δυνατός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Ως προς τα κράτη – προστάτες της Κύπρου, πρέπει να σημειωθεί πως ουδείς θα συνδράμει ένα κράτος που δεν προτίθεται το ίδιο να υπερασπιστεί δια των όπλων την κυριαρχία του. Όπως η ίδια η λέξη «σύμμαχος» υποδηλώνει, ο φίλος/σύμμαχος θα συμπολεμήσει με τον αμυνόμενο – δεν θα πολεμήσει ο ίδιος ερήμην του άλλου. Θα πρέπει, βέβαια, να πληρείται και δεύτερη αναγκαία προϋπόθεση: η ταύτιση συμφερόντων. Όπως πολύ εύστοχα δήλωσε ο Λόρδος Πάλμερστον στα τέλη του 19ου αιώνα: «η Βρετανία δεν έχει μόνιμους φίλους ή εχθρούς, παρά μόνο μόνιμα συμφέροντα». Επομένως, η Ρωσία, το Ισραήλ ή η ΕΕ δεν θα υπερασπιστεί την Κύπρο (δια των όπλων ή δια της διπλωματικής οδού) εφόσον, πρώτον, δεν διακυβεύονται τα ζωτικά συμφέροντά τους και, δεύτερον, δεν προτίθενται η Κύπρος και η Ελλάδα να αναχαιτίσουν σθεναρά τον επεκτατισμό της Τουρκίας δια των όπλων.
Μια Αιρετική Άποψη
Πώς, λοιπόν, θα αποχωρήσουν τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής; Με μια ειρηνευτική συμφωνία όπως το Σχέδιον Ανάν; Με έναν κεραυνοβόλο πόλεμο (blietzkrieg) στο πρότυπο του Πολέμου των Έξι Ημερών; Ή μήπως με αυθόρμητη εξέγερση των Τουρκοκυπρίων στο πρότυπο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου; Κατά τη γνώμη μου, με καμία εκ των τριών αυτών προτάσεων. Κατ’ αρχάς, η Άγκυρα δεν θα αποδεχθεί οποιαδήποτε ειρηνευτική διευθέτηση που δεν θα εξασφαλίζει την παρουσία της στην Μεγαλόνησο και, ως εκ τούτου, την ομηρία της Λευκωσίας στο διηνεκές. Το Σχέδιο Ανάν, λόγου χάρη, δεν προέβλεπε παρά τη σταδιακή και όχι πλήρη απόσυρση των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Ως προς τον «κεραυνοβόλο πόλεμο», η Ελλάς και η Κύπρος υιοθετούν εδώ και δεκαετίες αμυντικά (και όχι επιθετικά) στρατιωτικά δόγματα. Σημειωτέον, δε, πως το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου κατά την δεκαετία του 1990, ένα δόγμα εκτεταμένης αποτροπής (extended deterrence), δεν απέδωσε εν τέλει τα αναμενόμενα και εγκαταλείφθηκε. Όσο για την αυθόρμητη εξέγερση των Τουρκοκυπρίων, δεν αποτελεί παρά ευσεβοποθισμό των εν Ελλάδι και εν Κύπρω ιθυνόντων.
Οπότε επανερχόμεθα στο αμείλικτο ερώτημα: πως θα αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής; Κατά τη γνώμη μου, οι Τούρκοι θα αποχωρήσουν οικειοθελώς από την Κύπρο μόνο εφόσον εξασφαλίσουν ανταλλάγματα. Άραγε τι πρέπει να προσφέρουν ως αντάλλαγμα στους Τούρκους η Ελλάδα και η Κύπρος δίχως να υποστούν «εκπτώσεις» ως προς την κρατική κυριαρχία τους; Πρέπει η Ελλάδα και η Κύπρος να δημιουργήσουν εκ του μηδενός ένα τέτοιο «βαρύ αντάλλαγμα». Το Κουρδικό Ζήτημα αποτελούσε και αποτελεί την Αχίλλειο Πτέρνα της Τουρκίας. Η Άγκυρα, επί του παρόντος, έχει εμπλακεί σε έναν αγώνα επιβίωσης εναντίον των Κούρδων σε τρία μέτωπα: νοτιο-ανατολική Τουρκία, βόρεια Συρία και βόρειο Ιράκ. Οι Κούρδοι και, ειδικότερα, το PKK αυξάνουν δραματικά τη στρατιωτική και διπλωματική ισχύ τους στη διεθνή κονίστρα ελέω του αγώνα εναντίον του ISIS. Ήδη χώρες της Δύσης, πρωτοστατούντων των ΗΠΑ, υποστηρίζουν στρατιωτικά τους Κούρδους της βόρειας Συρίας και του βορείου Ιράκ – προς γενική δυσαρέσκεια της Τουρκίας λόγω της περίοπτης θέσης του PKK στη βόρεια Συρία. O Πούτιν και ο Άσσαντ ο ίδιος υποστηρίζουν διακριτικά μεν, έμπρακτα δε το PYD – το παρακλάδι του PKK στη βόρεια Συρία. Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα να μην υιοθετήσει τις πρακτικές τόσων χωρών που ανοιχτά ή διακριτικά υποστηρίζουν τους Κούρδους; Γιατί να μην ενθααρρύνει η η Ελλάδα το PYD να ανοίξει ένα «προξενείο» στην Αθήνα όπως στην Μόσχα; Γιατί να μην προωθήσει η Ελλάδα (σε συνεννόηση πάντοτε με τους συμμάχους της – πρωτίστως τις ΗΠΑ) αμυντικό υλικό, ακόμα και οπλισμό στους Κούρδους του βορείου Ιράκ (την πολιτοφυλακή των Γιεζίντι Κούρδων και την Κουρδική Περιφερειακή Διοίκηση) όπως η Γερμανία; Γιατί να μην ακολουθήσει τα βήματα αυτά η Κύπρος σε σύμπνοια με την Ελλάδα και τους υπόλοιπους εταίρους της εντός της ΕΕ;
Η Ελλάδα και η Κύπρος θα δικαιολογήσουν τις ανωτέρω πράξεις τους ως συμβολή της στον αγώνα εναντίον του ISIS ως μέλη του διεθνούς συνασπισμού εναντίον του ISIS υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Μα δεν θα διαμαρτυρηθεί η Τουρκία και οι σύμμαχοί της; Μα βεβαίως. Δεν θα απειλήσει η Τουρκία τις δύο χώρες; Μα φυσικά. Η Τουρκία θα αστράψει και θα βροντήξει, εις μάτην όμως. Τόσες χώρες στηρίζουν τους Κούρδους διπλωματικά και στρατιωτικά· θα στραφεί εναντίον όλων η Τουρκία; Εφόσον οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ιράν ακόμη υποστηρίζουν τους Κούρδους της Συρίας (και του Ιράκ πλην Ρωσίας), τα όποια περιθώρια απειλών ή αντιμέτρων της Τουρκίας περιορίζονται δραστικά. Παραδείγματος χάρη, η χρήση του όπλου των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών ως αντίποινα εναντίον της Αθήνας θα επιδεινώσει τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας έναντι της ΕΕ υπό τις παρούσες συνθήκες. Οπότε η Ελλάδα και η Κύπρος θα διαμηνύσουν πως τυχόν παύση της υποστήριξής τους προς τους Κούρδους (σημειωτέον, τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ) θα πρέπει να ανταποδοθεί από την Τουρκία με την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα και η Κύπρος θα παραχωρήσουν στην Τουρκία ένα «ελάσσον» αντάλλαγμα για μια «μείζονα» υποχώρηση της Τουρκίας. Σημειωτέον πως η Τουρκία απέσυρε εν έτει 2016 για πρώτη φορά στα χρονικά τμήμα των κατοχικών δυνάμεών της ώστε να ενισχύσει τις δυνάμεις της στον αγώνα εναντίον του PKK στη νοτιο-ανατολική Τουρκία. Η όξυνση του αντάρτικου του PKK εντός της Τουρκίας ή εμπλοκή της Τουρκίας στο τέλμα της βόρειας Συρίας εναντίον του PYD θα εξωθήσει την Τουρκία σε επιλογές αδιανόητες μέχρι πρότινος ως προς την τύχη των στρατευμάτων κατοχής της στην Μεγαλόνησο.
Απομένει να απαντηθεί το εξίσου αμείλικτο ερώτημα. Θέλουν και μπορούν οι ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας να χαράξουν με τέτοια ριψοκίνδυνη στρατηγική. Κατά τη γνώμη μου, μπορούν. Θέλουν όμως; Μάλλον όχι αν κρίνω από τα τεκταινόμενα. Η ιστορίας πάντως δεν θα μας χτυπήσει την πόρτα δεύτερη φορά. Ή αδράττουμε την ευκαιρία που ανέλπιστα μας προσφέρει ο Πόλεμος στη Συρία ή απλά δορυφοριοποιούμαστε έτι περαιτέρω.
*O Δρ Σπυρίδων Πλακούδας είναι συνεργάτης του ΚΕΔΙΣΑ και του ΙΔΙΣ καθώς και λέκτορας στη ΣΔΕΠΝ, στη ΣΕΘΑ και το Πάντειο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημοσίευση σχολίου