Του Ζαχαρία Β. Μίχα*
Το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου ήρθε στο επίκεντρο της δημοσιότητας στην Ελλάδα εξαιτίας της κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας με τις μαζικές υπερπτήσεις πάνω από τις Οινούσσες και παρακείμενη νησίδα, μια επιλογή της τουρκικής Αεροπορίας (THK) που εξέπληξε πολλούς, αφού ο αναθεωρητισμός της Άγκυρας έχει λόγους να επικεντρώνει αλλού.
Η πιθανότητα ξεσπάσματος θερμού επεισοδίου δεν μπορεί ασφαλώς να παραγνωριστεί και οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις οφείλουν να είναι έτοιμες για παν ενδεχόμενο. Ωστόσο, η εκτίμηση της πιθανότητας να κληθεί η χώρα να αντιμετωπίσει μια τέτοια δυσάρεστη για κάθε φιλειρηνικό κράτος κατάσταση δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς υπάρχουν στοιχεία που θεωρητικά θα συνηγορούσαν από τουρκικής πλευράς υπέρ και των δυο ενδεχομένων.
Εάν επιχειρηθεί μια πιο συστηματική προσέγγιση του θέματος, μια μεθοδολογία που θα είχε νόημα να χρησιμοποιεί, θα ήταν το να διακρίνουμε μεταξύ του στρατιωτικού και του (γεω)πολιτικού επιπέδου, παρότι αυτά τα δύο σαφώς αλληλεπιδρούν.
Η (γεω)πολιτική οπτική γωνία…
Ξεκινώντας από το πολιτικό επίπεδο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στοιχεία που αυξάνουν την πιθανότητα ξεσπάσματος θερμού επεισοδίου και στοιχεία που το αποτρέπουν. Υπέρ του συγκρουσιακού σεναρίου θα μπορούσε κανείς να εντάξει ενδεχόμενη αντιμετώπιση της κατάστασης από την πλευρά της Τουρκίας, ως ευκαιρία επιβολής νέων τετελεσμένων στην περιοχή του Αιγαίου, εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης, κυρίως δε την πάγια επιδίωξη διχοτόμησής του, με συνέπεια τον «εγκλωβισμό» των νήσων του ανατολικού Αιγαίου.
Ταυτόχρονα, ενδεχόμενη τέτοια επιλογή θα επιχειρούσε να προσθέσει προβλήματα σε μια ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένη γεωπολιτική περιοχή, με την ελπίδα ότι η διαπραγμάτευση που νομοτελειακά θα ακολουθήσει στο πλαίσιο της προσπάθειας διπλωματικής διευθέτησης, θα οδηγήσει σε περισσότερα οφέλη την πλευρά της Τουρκίας.
Η χώρα του Ερντογάν συνηθίζει να φορτώνει τη «ζυγαριά» υιοθετώντας μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις, ώστε να έχει διαπραγματευτική ευελιξία και στο τέλος της διαδικασίας το αποτέλεσμα να έχει θετικό πρόσημο. Πολλώ δε μάλλον τη στιγμή που έχει λόγους να είναι δυσαρεστημένη από τις εξελίξεις στο μέτωπο της Συρίας.
Στα αντικίνητρα πρόκρισης του συγκρουσιακού σεναρίου θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν οι εξαιρετικά προβληματικές σχέσεις της Τουρκίας με όλους σχεδόν τους κεντρικούς γεωπολιτικούς δρώντες της περιοχής, από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη «ζυγαριά» ρόλο θα έπαιζαν και χώρες της ανατολικής Μεσογείου, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, αφού ενδεχόμενη κίνηση στην πλευρά του Αιγαίου θα επηρέαζε αρνητικά, στην παρούσα συγκυρία, κάποιες προσπάθειες σταδιακής εξομάλυνσης που βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ θα ενίσχυε την εικόνα των τελευταίων ετών, αυτή του αμετροεπή, απρόβλεπτου και γενικότερα προβληματικού εταίρου που θα περιέπλεκαν περεταίρω την κατάσταση.
…και η στρατιωτική διάσταση
Περνώντας στο στρατιωτικό επίπεδο, ένα στοιχείο το οποίο λογικά θα αποτελούσε αντικίνητρο στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης, θα μπορούσε να είναι η ίδια η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, υπό την έννοια ότι θα ήταν λογικό να υπολογίζεται από πλευράς Τουρκίας ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της.
Η τουρκική πλευρά θα μπορούσε να υπολογίσει, ότι η ελαχιστοποίηση των αμυντικών δαπανών, με την συνεπακόλουθη εγκατάλειψη της προγραμματισμένης υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων που σαν στόχο έχουν να διατηρήσουν τη μαχητική ισχύ των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (αντικατάσταση υλικού, αναβαθμίσεις, ανταλλακτικά κ.λπ.) θα οδηγήσει λογικά σε ακόμα πιο ευνοϊκές συνθήκες στο προσεχές μέλλον.
Ενδεχομένως δε, αυτή η οικονομική αδυναμία θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα σε διαρκείς υποχωρήσεις με στόχο την αποφυγή συρράξεως, οπότε οι Τούρκοι θα πετύχαιναν μέρος τουλάχιστον των στόχων τους, χωρίς να χρειαστεί να αναλάβουν οποιοδήποτε ρίσκο θα συνεπαγόταν η στρατιωτική κλιμάκωση.
Στην παρούσα φάση, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν σημαντικά στρατιωτικά πλήγματα στον αντίπαλο, καθιστώντας είτε αμφίβολη την επικράτησή του σε περίπτωση που το θερμό επεισόδιο οδηγήσει σε στρατιωτική κλιμάκωση, είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων για τους Τούρκους να επιτύγχαναν μια «Πύρρειο νίκη», η οποία με δεδομένο το εσωτερικό πολιτικό και το διεθνές-περιφερειακό σκηνικό, θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα επέλυε.
Το πιθανότερο σενάριο «εκτροπής»
Τούτων λεχθέντων, είναι μάλλον απίθανο η Τουρκία να επιχειρήσει την επιβολή τετελεσμένων μέσω κάποιου θερμού επεισοδίου που θα αμφισβητούσε όπως στα Ίμια ελληνικό έδαφος. Η μεγαλύτερη απειλή θα ήταν να σημειωθεί εμπλοκή σε κάποιο θέμα που θα αφορά στην αρμοδιότητα έρευνας και διάσωσης (SAR), όπου δυνάμεις της τουρκικής Ακτοφυλακής θα επιχειρούσε να εκτελέσει επιχείρηση σε θαλάσσιο χώρο ελληνικής δικαιοδοσίας.
Η ελληνική πλευρά οφείλει να συμπεριφερθεί με υπευθυνότητα και μετριοπάθεια, χωρίς ασφαλώς να υποχωρεί από τις θέσεις της και να αποφύγει κάθε πρόκληση που στόχο θα είχε να προκληθεί τοπικό επεισόδιο που θα επέτρεπε στην Τουρκία να προωθήσει τις επιδιώξεις σε μια περίοδο που εκβιάζει τη Δύση δια του μεταναστευτικού – προσφυγικού.
Ταυτόχρονα, ο Ερντογάν θα χρησιμοποιούσε το επεισόδιο για να ενισχύσει τη θέση του στο εσωτερικό μέτωπο, αποπροσανατολίζοντας δια της αφύπνισης των – υπαρχόντων – εθνικιστικών αντανακλαστικών την τουρκική κοινωνία, αξιοποιώντας ένα θέμα που έχει απήχηση και στο ισλαμιστικό και στο κεμαλικό πολιτικό ακροατήριο.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας
πηγή
Δημοσίευση σχολίου