'Αρθρο που εξηγεί το "ναυάγιο" των διαπραγματεύσεων
Social Europe
Του Γιούργκεν Χάμπερμας
μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης
Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)[1] ρίχνει άπλετο φως στη λάθος κατασκευή μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πολιτική ένωση. Το καλοκαίρι του 2012, όλοι οι πολίτες χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στον Μάριο Ντράγκι που, με μια φράση του, τους έσωσε από τις καταστροφικές συνέπειες της απειλής της άμεσης κατάρρευσης του νομίσματός τους.
Ανακοινώνοντας την χωρίς περιορισμό αγορά κρατικών ομολόγων αν παρίστατο ανάγκη, έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά για το Eurogroup. Έπρεπε να προχωρήσει μόνος του, διότι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ήταν ανίκανοι να ενεργήσουν προς το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον: παρέμεναν εγκλωβισμένοι στα επιμέρους εθνικά τους συμφέροντα και παγωμένοι σε κατάσταση σοκ. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αντέδρασαν τότε με ανακούφιση από μία και μόνο φράση με την οποία ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) υποδύθηκε μια δημοσιονομική εξουσία την οποία δεν διέθετε. Οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών, όπως και πριν, ενεργούν ως δανειστές έσχατης ανάγκης.
Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η αρμοδιότητα αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γράμμα των ευρωπαϊκών συνθηκών αλλά ότι η ΕΚΤ μπορεί στην πραγματικότητα, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών, να εξαντλήσει το περιθώριο ελιγμών της ως ένας τέτοιος δανειστής έσχατης ανάγκης. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αυτό ήταν απόλυτα σύμφωνο με τις καταστατικές συνθήκες της Ε.Ε. και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο θα ακολουθήσει κατά πάσα πιθανότητα την απόφαση αυτή με ορισμένες πρόσθετες διευκρινίσεις. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει ότι το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Συνθηκών δεν πρέπει να παραβιάζεται απευθείας, αλλά μπορεί να τροποποιείται κατά περίπτωση, ώστε να διορθώνονται, οι ατυχείς συνέπειες αυτής της ελλιπούς κατασκευής της ΟΝΕ. Αυτό το μειονέκτημα –όπως έχουν αποδείξει επανειλημμένα δικηγόροι, πολιτικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι ξανά και ξανά όλα αυτά τα χρόνια– μπορεί να διορθωθεί μόνο με τη θεσμική μεταρρύθσμιση.more
Η υπόθεση που έχει περάσει από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στο ΔΕΕ ρίχνει φως σε ένα κενό στην κατασκευή της νομισματικής ένωσης το οποίο η ΕΚΤ έχει καλύψει με τον μηχανισμό δανεισμού έκτακτης ανάγκης. Όμως, η έλλειψη δημοσιονομικής κυριαρχίας είναι μόνο ένα από τα πολλά αδύνατα σημεία. Αυτή η νομισματική ένωση θα παραμείνει ασταθής όσο δεν ενισχύεται από μια τραπεζική, δημοσιονομική και οικονομική ένωση. Αλλά αυτό σημαίνει διεύρυνση της ΟΝΕ σε Πολιτική Ένωση, αν θέλουμε να αποφύγουμε ακόμα την ενίσχυση του σημερινού τεχνοκρατικού χαρακτήρα της Ε.Ε. και την απροκάλυπτη μετατροπή της δημοκρατίας σε απλό διακοσμητικό στοιχείο.
Αυτά τα δραματικά γεγονότα του 2012 εξηγούν γιατί ο Μάριο Ντράγκι κολυμπά ενάντια στο ρεύμα μιας κοντόφθαλμης και μάλλον πανικόβλητης πολιτικής. Με την αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα, αμέσως διεμήνυσε: «Χρειαζόμαστε ένα κβαντικό άλμα στη θεσμική σύγκλιση [….]. Πρέπει να βάλουμε στην άκρη το σύστημα που βασίζεται στους κανόνες μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής και αντί αυτού να παραδώσουμε περισσότερη εθνική κυριαρχία σε κοινούς θεσμούς». Ακόμα κι αν δεν είναι αυτό που περιμένει κανείς από έναν πρώην τραπεζίτη της Goldman Sachs να πει, ήθελε να συνδέσει αυτές τις καθυστερημένες μεταρρυθμίσεις «με μια πιο δημοκρατική λογοδοσία» (Süddeutsche Zeitung, 17.3.2015).
Αυτά ήταν τα λόγια κάποιου που είχε μάθει ότι η λογομαχία πίσω από κλειστές πόρτες μεταξύ των ηγετών που έχουν στο στο μυαλό τους μόνο το εθνικό τους ακροατήριο, δεν είναι αρκετό αν κάποιος θέλει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες δημοσιονομικές, οικονομικές, κοινωνικές πολιτικές αποφάσεις. Σήμερα, τρεις μήνες αργότερα, η ΕΚΤ δουλεύει ξανά, αγοράζοντας χρόνο για ανίκανες κυβερνήσεις με τον μηχανισμό δανεισμού έκτακτης ανάγκης.
Το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα ήταν μια ψήφος ενάντια στην ταπεινωτική εξαθλίωση
Επειδή η γερμανίδα καγκελάριος, ήδη από τον Μάιο του 2010, ιεράρχησε ως πιο σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών από ό,τι ένα κούρεμα που θα αποκαθιστούσε την υγεία της ελληνικής οικονομίας, για μια ακόμη φορά είμαστε βουτηγμένοι στο τέλμα. Αυτή τη φορά αφορά το κενό προκύπτει από ένα ακόμα θεσμικό έλλειμμα.
Το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι η ψήφος ενός λαού που, με σημαντική πλειοψηφία, αντιστέκεται στην ταπεινωτική και καταπιεστική εξαθλίωση μιας πολιτικής λιτότητας που επιβάλλεται στη χώρα του. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά διαφωνία ως προς αυτό: Ο κόσμος απορρίπτει τη συνέχιση μιας πολιτικής, την ολοκληρωτική αποτυχία της οποίας, έχει βιώσει από πρώτο χέρι. Στηριγμένη σ’ αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να επιφέρει μια αλλαγή πολιτικής στην ευρωζώνη.
Αυτό την φέρνει αντιμέτωπη στις Βρυξέλλες με τους εκπροσώπους των άλλων 18 κυβερνήσεων που δικαιολογούν ψυχρά την αντίδραση τους, επιδεικνύοντας τη δική τους δημοκρατική εντολή. Θα θυμάστε εκείνες τις πρώτες συνεδριάσεις όταν οι υπερόπτες αρχάριοι με την αισιόδοξη διάθεση από τον νωπό θρίαμβό τους ενεπλάκησαν σε μια γκροτέσκα μάχη με τους νυν κυρίαρχους, ο οποίοι ενεργούσαν πότε πατερναλιστικά και πότε ως κυνικοί βετεράνοι: Και οι δύο πλευρές επαναλάμβαναν τα ίδια και τα ίδια και έμοιαζαν να απολαμβάνουν την εξουσία που τους παρείχαν οι «άνθρωποι τους».
Ο αναπόφευκτα κωμικός χαρακτήρας του ομοιόμορφου εθνικοκεντρικού τρόπου σκέψης τους έφερε στην επιφάνεια αυτό που αναμφισβήτητα διαφεύγει της προσοχής της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης: την επικέντρωση σε μια κοινή διαδικασία λήψης αποφάσεων από τους πολίτες πέρα από τα εθνικά σύνορα και την πολιτική δράση στον πυρήνα της Ευρώπης.
Αλλά το βαρύ πέπλο πάνω από το θεσμικό έλλειμμα ενός Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θα βασιζόταν σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων, δεν έχει ακόμη διαρραγεί. Οι ελληνικές εκλογές αποτελούν εμπόδιο στις εργασίες των Βρυξελλών, γιατί, εδώ, οι πολίτες έχουν προσανατολιστεί σε μια εναλλακτική πολιτική λύση. Αλλού, οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων λαμβάνουν αποφάσεις μεταξύ τους σαν τεχνοκράτες και δεν δίνουν λογαριασμό στην κοινή γνώμη των χωρών τους για φλέγοντα ζητήματα. Οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες κόλλησαν γιατί και οι δύο πλευρές δεν αποδίδουν ευθύνες για την άγονη φύση των συζητήσεών στην ελαττωματική κατασκευή των οργάνων της ΟΝΕ και των διαδικασιών, αλλά στην κακή συμπεριφορά του συνομιλητή τους.
Αυτό είναι το ζήτημα με το οποίο έχουμε να κάνουμε εδώ, με μια πεισματική προσκόλληση σε ένα πρόγραμμα λιτότητας που όχι μόνο έχει δεχτεί σκληρή κριτική από διεθνείς εμπειρογνώμονες, αλλά έχει επίσης προκαλέσει βαριές απώλειες στην Ελλάδα και έχει αποδεδειγμένα αποτύχει. Όμως, πίσω από αυτήν τη σύγκρουση, με την μία πλευρά να αναζητά αλλαγή πολιτικής και την άλλη πεισματικά να αρνείται να συμμετάσχει σε πολιτικές διαπραγματεύσεις, αναδεικνύεται μια βαθύτερη ασυμμετρία.
Ας είμαστε απολύτως ειλικρινείς σχετικά με την αποκρουστική, και μάλλον σκανδαλώδη, πτυχή αυτής της απόρριψης: Συμβιβαστική λύση δεν βρίσκεται όχι λόγω λίγων δισεκατομμυρίων πάνω-κάτω, ούτε καν λόγω του ενός ή του άλλου όρου, αλλά μόνο και μόνο εξαιτίας του ελληνικού αιτήματος να επιτραπεί ένα νέο ξεκίνημα για την οικονομία και για έναν πληθυσμό που υπήρξε αντικείμενο εκμετάλλευσης από μία διεφθαρμένη ελίτ, μέσω της διαγραφής του χρέους — ή ισοδύναμων ρυθμίσεων, π.χ. μιας αναστολής εξυπηρέτησης του χρέους συνδεόμενης με την ανάπτυξη.
Αντ’ αυτού, οι πιστωτές επιμένουν στην αναγνώριση ενός χρέους που η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει. Υπ’ όψιν ότι ένα κούρεμα είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα. Έτσι, οι δανειστές επιμένουν κακόπιστα στην αναγνώριση ενός χρέους που ξέρουν ότι είναι αβάστακτο. Μέχρι πρόσφατα, επέμεναν στην κυριολεκτικά εξωφρενική απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 4%. Οι απαιτήσεις έχουν μειωθεί σε ένα επίσης μη ρεαλιστικό 1%, αλλά, μέχρι στιγμής, η επίτευξη συμφωνίας από την οποία εξαρτάται το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέτυχε λόγω της εμμονής των πιστωτών σε φανταστικά σενάρια.
Οι φτωχές επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης
Φυσικά, οι «δωρήτριες χώρες» έχουν πολιτικούς λόγους για να επιμένουν, πράγμα που επιτρέπει την αναβολή λήψης μιας δυσάρεστης απόφασης για λίγο καιρό. Φοβούνται, για παράδειγμα, ένα φαινόμενο ντόμινο σε άλλες «δικαιούχες χώρες» και η Άγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να είναι σίγουρη για την δική της πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ. Αλλά κάθε λάθος πολιτική θα πρέπει να αναθεωρηθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπό το φως των αντιπαραγωγικών συνεπειών της. Από την άλλη, δεν μπορούν να επιρρίπτονται ευθύνες για το αδιέξοδο σε μία μόνο πλευρά.
Δεν μπορώ να κρίνω αν υπάρχει μια καλά μελετημένη στρατηγική πίσω από τα βήματα της ελληνικής κυβέρνησης και τι οφείλεται σε πολιτικές αναγκαιότητες, στην απειρία ή την ανικανότητα στελεχών. Επίσης δεν έχω αρκετή γνώση σχετικά με τις ευρέως διαδεδομένες πρακτικές και κοινωνικές δομές που στέκονται εμπόδιο σε πιθανές μεταρρυθμίσεις. Αλλά είναι προφανές ότι οι Βαυαροί απέτυχαν να φτιάξουν ένα λειτουργικό κράτος.
Εν πάση περιπτώσει, τέτοιες δύσκολες συνθήκες δεν εξηγούν γιατί η ίδια η ελληνική κυβέρνηση δυσκολεύει ακόμα και τους υποστηρικτές της με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της. Δεν υπάρχει καμία εμφανής προσπάθεια για οικοδόμηση συμμαχιών. Κανείς δεν γνωρίζει αν οι αριστεροί εθνικιστές είναι προσκολλημένοι σε μια κάπως εθνοκεντρική αίσθηση της αλληλεγγύης και επιδιώκουν την παραμονή στην ευρωζώνη για στενά ωφελιμιστικούς λόγους — ή αν οι απόψεις τους υπερβαίνουν το έθνος-κράτος.
Η απαίτηση τους για κούρεμα, επαναλαμβάνουν ως basso continuo στις διαπραγματεύσεις, εμποδίζει την οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην αντίθετη πλευρά ότι η νέα κυβέρνηση είναι διαφορετική — ότι θα ενεργήσει πιο δραστήρια και υπεύθυνα από τις πελατειακές κυβερνήσεις που αντικατέστησε. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να καταρτίσουν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς και να το «επιδείξουν» στους εταίρους στις διαπραγματεύσεις τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Ο Αμάρτυα Σεν τον περασμένο μήνα στο Φιρλ, στο Ανατολικό Σάσεξ, συνέκρινε την πολιτική λιτότητας που προωθεί η γερμανική κυβέρνηση με ένα φάρμακο που περιέχει ένα τοξικό μείγμα αντιβιοτικών με ποντικοφάρμακο.
Η αριστερή κυβέρνηση, σε συνεργασία με τον νομπελίστα οικονομολόγο, θα μπορούσε να εφαρμόσει μια κεϋνσιανή πολιτική διαχωρισμού των συστατικών του φαρμάκου της Μέρκελ και κατά συνέπεια να πετάξει έξω όλες τις νεοφιλελεύθερες προσθήκες. Αλλά, την ίδια στιγμή, θα έπρεπε να πείσει για τις προθέσεις της στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, σε μια δικαιότερη μορφή επιδοτήσεων, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής κ.λπ. Αντίθετα, κατέφυγε στην ηθικολογία — σε ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών που λειτούργησε προς όφελος της γερμανικής κυβέρνησης στις δεδομένες συνθήκες, επιτρέποντάς της να απορρίψει την απολύτως δικαιολογημένη καταγγελία της Ελλάδας για διαφορετική αντιμετώπιση στις διαπραγματεύσεις (σε σύγκριση με το 1990 και την ενοποίηση της Γερμανίας).
Η φτωχή απόδοση της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει το γεγονός του σκανδάλου της άρνησης των πολιτικών στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να κουβεντιάσουν με τους συναδέλφους τους από την Αθήνα ως πολιτικοί. Μπορεί, πράγματι, να μοιάζουν με πολιτικούς αλλά (μέχρι την περασμένη Δευτέρα) μιλούσαν μόνο ως πιστωτές. Αυτό καθιστά ακόμη πιο εύκολο το να αρνηθείς οποιαδήποτε πολιτική συνυπευθυνότητα. Ο Τύπος μας κάνει πλάκα με την μετονομασία της τρόικας, πράγματι μοιάζει με μαγικό τρικ. Αυτό, όμως, κρύβει τη δικαιολογημένη επιθυμία να φανεί το πραγματικό πρόσωπο του πολιτικού πίσω από τη μάσκα του πιστωτή. Γιατί μόνο ως πολιτικοί μπορούν να λογοδοτήσουν για το φιάσκο που έχει καταστρέψει ζωές και έχει καταδικάσει σε ανεργία, ασθένειες, κοινωνική δυστυχία και απελπισία.
Το σκάνδαλο εντός του σκανδάλου είναι η ακαμψία
Η Άγκελα Μέρκελ έβαλε από την αρχή το ΔΝΤ μέσα στο αμφίβολο παιχνίδι της διάσωσης. Ο θεσμός αυτός είναι υπεύθυνος για πολλές δυσλειτουργίες στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ως «θεραπευτής» φροντίζει για την εξασφάλιση της σταθερότητας και, ως εκ τούτου, ενεργεί προς το συμφέρον των επενδυτών, κυρίως των θεσμικών επενδυτών. Ως μέλη της τρόικας, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα συνεργάζονται μαζί του και έτσι οι πολιτικοί, μπορούν να αποδυθούν αυτό τον ρόλο, καταφεύγοντας στη δικαιολογία ότι είναι παράγοντες που δρουν αυστηρά σύμφωνα με τους κανόνες του ΔΝΤ. Αυτή η μετάλλαξη της πολιτικής σε θεματοφύλακα των αγορών βοηθά να εξηγήσουμε το θράσος με το οποίο οι εκπρόσωποι της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης, όλοι τους εξαιρετικά ηθικοί άνθρωποι, μπορούν να αρνηθούν την πολιτική τους συνυπευθυνότητα ως κύριοι διαμορφωτές των απόψεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τις καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων λιτότητας.
Το σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο είναι η ακαμψία με την οποία η γερμανική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τον ηγετικό της ρόλο. Η Γερμανία είναι υποχρεωμένη να προωθήσει την οικονομική ανάκαμψη από την οποία επωφελείται ακόμη και σήμερα χάρις στην σοφία των πιστωτριών χωρών της οι οποίες, στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, διέγραψαν περίπου το μισό των χρεών της.
Δεν μιλάμε όμως από ηθική σκοπιά αλλά για τον πολιτικό πυρήνα του ζητήματος: Οι πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη δεν θα πρέπει πλέον να κρύβονται από τους ψηφοφόρους τους και τον εαυτό τους, για να αποφύγουν τις εναλλακτικές λύσεις που τίθονται από μια πολιτικά ελλιπή νομισματική ένωση. Είναι οι πολίτες, όχι οι τράπεζες, αυτοί οι οποίοι πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο σε υπαρξιακά ερωτήματα για την Ευρώπη.
Όσον αφορά τον μεταδημοκρατική λήθαργο της κοινής γνώμης, η μετάλλαξη του Τύπου σε ένα «θεραπευτικό είδος δημοσιογραφίας, είναι ένας επιβαρυντικός παράγοντας — καθώς βαδίζει χέρι με χέρι με την πολιτική ελίτ στη φροντίδα για την ευημερία των πελατών, όχι των πολιτών.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στη «Süddeutsche Zeitung», στις 22.6.2015. Εδώ, με μικρές περικοπές, μεταφράζεται από τα αγγλικά (www.socialeurope.eu, 25.6.2015).
[1] Εννοεί την απόφαση του ΔΕΕ μετά από προδικαστικό ερώτημα του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στο οποίο είχαν καταφύγει Γερμανοί πολίτες κατά του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Η απόφαση έκρινε ότι το πρόγραμμα είναι συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. (Σ.τ.Μ.)
πηγή
Δημοσίευση σχολίου