Ίσως θα μπορούσε να διεκδικήσει επαξίως τον τίτλο του πιο μισητού «statesman», του πιο μισητού δηλαδή πολιτικού σε θέση – κυβερνητικής – ευθύνης του 20ου αιώνα. Του έχουν καταλογιστεί τεράστιες ευθύνες για πλειάδα θεμάτων, ενώ η κατηγορία που του απευθύνεται, σύμφωνα με την οποία υπήρξε ο πιο αμοραλιστής πολιτικός του 20ου αιώνα, πιθανότατα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Ειδικά εμείς οι Έλληνες, έχουμε πλειάδα λόγους όχι μόνο να μην τον συμπαθούμε, αλλά ακόμα και να τον μισούμε, για τον ρόλο που έπαιξε στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και κυρίως στην τραγωδία της Κύπρου… Άλλοι πάλι λένε, ότι ειδικά εξαιτίας αυτών των εξόφθαλμων χαρακτηριστικών του, ήταν κατά βάθος προβλέψιμος και την ευθύνη φέρουν οι πολιτικοί και οι ιδεοληψίες και στερεοτυπικές πεποιθήσεις σε μια σειρά ζητημάτων, των οποίων ήταν φορείς…
Όμως, ουδείς δεν καταλόγισε ποτέ στον Χένρι Κίσιντζερ, πρώην υπουργό Εξωτερικών (1973-1977) και νωρίτερα Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, ότι δεν γνωρίζει καλά τις διεθνείς σχέσεις. Ότι δεν έχει βαθύτατη γνώση των δεδομένων όταν καλείται να εξετάσει, για παράδειγμα, μια διένεξη και να αποφανθεί για το δέον γενέσθαι. Με ένα άρθρο του στην εφημερίδα Washington Post στις 6 Μαρτίου, με τίτλο «How the Ukraine crisis ends» (πως τελειώνει η κρίση στην Ουκρανία), ο Κίσιντζερ ψέγει όλους τους εμπλεκόμενους στην κρίση, ιδιαίτερα όμως τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πολλοί θα αναφέρουν, ότι η στάση του για μια ακόμη φορά καθορίζεται με βάση ιδιοτελείς υπολογισμούς. Η εταιρία συμβούλων που διατηρεί και δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα, παρότι ο ίδιος τελεί πλέον σε βαθύ γήρας αφού είναι περίπου 90 χρονών, έχει δεδομένες σχέσεις με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Για την ακρίβεια, είναι ένας από τους αγαπημένους – σχεδόν φίλος θα έλεγε κανείς – του Ρώσου ηγέτη.
Δεν είναι τυχαίο, ότι κατά την τελευταία του επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη (εάν δεν μας απατά η μνήμη μας, συνολικά για το περιστατικό) και είχε περάσει αρκετή ώρα μαζί του συζητώντας. Όπως μάλιστα έχουν αναφέρει στο παρελθόν πρόσωπα κοντά στο Κρεμλίνο, ο λόγος που είναι πολύ αγαπητός στη Ρωσία, είναι διότι ποτέ δεν τους άρχιζε στην «κατήχηση» για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ποτέ δεν τους αντιμετώπισε, ωσάν αυτός να ήταν εκπρόσωπος του… καλού και αυτοί οι αντίστοιχοι του «κακού».Όταν είχε να εξετάσει ένα ζήτημα, το πρώτο που ζητούσε να πληροφορηθεί, ήταν τα συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών. Και πάντα, στο τέλος, εάν τον ενδιέφερε, κατόρθωνε να βρει μια αποδεκτή λύση και για τις δυο πλευρές, μια λύση που να είναι όλοι ικανοποιημένοι με όσα πέτυχαν… Άρα οι απόψεις που καταθέτει, έχουν εξ ορισμού ιδιαίτερη βαρύτητα.
Η εισαγωγική του παράγραφος είναι απλώς εντυπωσιακή: «Η δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία αφορά όλη τη σύγκρουση, Αλλά, γνωρίζουμε που πηγαίνουμε; Στη ζωή μου έχω δει τέσσερις πολέμους που ξεκίνησαν με μεγάλο ενθουσιασμό και λαϊκή υποστήριξη, τους οποίους όμως, όλους, δεν γνωρίζαμε πώς να τελειώσουμε και από τους τρεις αποσυρθήκαμε μονομερώς. Το τεστ μιας πολιτικής, είναι πως ολοκληρώνεται, όχι πως ξεκινά».
Και συνεχίζει, ότι όλοι συζητούν εάν η Ουκρανία θα ενταχθεί στο ανατολικό ή το δυτικό «στρατόπεδο». Όμως, για να επιβιώσει και να ευημερήσει, δεν θα πρέπει να είναι κανενός το «φυλάκιο» σε βάρος του άλλου, αλλά να λειτουργεί ως «γέφυρα» ανάμεσά τους. Η Ρωσία πρέπει να αποδεχθεί, ότι το να επιχειρεί να υποχρεώσει την Ουκρανία να γίνει δορυφόρος της και επί της ουσίας να επεκτείνει τα ρωσικά σύνορα, θα την καταδικάσει να επαναλάβει την Ιστορία της, που διακρίνεται από αυτοεκπληρούμενους «κύκλους» αμοιβαίων πιέσεων με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο Κίσιντζερ, η Δύση πρέπει να κατανοήσει, ότι για τη Ρωσία, η Ουκρανία ποτέ δεν θα γίνει απλά μια ξένη χώρα. Από εκεί ξεκίνησε η ρωσική Ιστορία (Kievan-Rus), η ρωσική θρησκεία εξαπλώθηκε από εκεί, ήταν μέρος της Ρωσίας επί αιώνες, ενώ οι ιστορικές διαδρομές των δύο ήταν από πριν διασυνδεδεμένες. Ακόμα και διακεκριμένοι αντικαθεστωτικοί, όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Τζόσεπ Μπρόντσκι, επέμεναν ότι η Ουκρανία ήταν οργανικό μέρος της ρωσικής Ιστορίας και εν τέλει, της ίδιας της Ρωσίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική της αναβλητικότητα (bureaucratic dilatoriness) και η υποταγή του στρατηγικού στοιχείου στην εσωτερική πολιτική, κατά τη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνεισέφερε στο να μετατραπεί η διαπραγμάτευση σε κρίση. «Η εξωτερική πολιτική είναι η τέχνη του καθορισμού προτεραιοτήτων», αναφέρει με νόημα, απαξιώνοντας με τον χειρότερο δυνατό τρόπο την ΕΕ…
Μετά από μερικά πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία που αποδεικνύουν την ανάμιξη των δυο λαών, Ρώσων και Ουκρανών, ο Κίσιντζερ προειδοποιεί, ότι το να χειριστείς την Ουκρανία σαν μέρος της σύγκρουσης ανατολής-δύσης, θα καταστρέψει για δεκαετίες ότι προοπτικές θα υπήρχαν για την ενσωμάτωση της Ρωσίας και της Δύσης σε ένα συνεργατικό διεθνές σύστημα.
Κι εδώ ξεκινά η κριτική στην Ουκρανία: Είναι ανεξάρτητη μόλις 23 χρόνια, ενώ από τον 14ο αιώνα τελούσε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπό κάποια μορφή ξένου ελέγχου. Όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν ότι οι Ουκρανοί πολιτικοί δεν έχουν διδαχθεί την τέχνη του συμβιβασμού. Οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στην προσπάθεια Ουκρανών πολιτικών να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε απείθαρχες περιοχές της χώρας, πρώτα η μία πλευρά και στη συνέχεια η άλλη. Αυτή είναι και η ουσία της σύγκρουσης ανάμεσα στον Γιανουκόβιτς και την Τιμοσένκο.
Οι δυο τους, εκπροσωπούν τις δυο πλευρές της Ουκρανίας και δεν επιθυμούσαν ποτέ να μοιραστούν την εξουσία. Η σοφή πολιτική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήταν να επιδιώκει να πετύχει της συνεργασίας της μιας πλευράς της χώρας με την άλλη. Σε αυτό το σημείο ίσως να μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι κάπου εδώ φαίνεται η διαχρονική επιρροή του Κίσιντζερ στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, υπό την έννοια της πρόταξης από αμερικανικής πλευράς του να συζητήσουν απευθείας οι Ρώσοι με τους Ουκρανούς.
Ο ίδιος δηλώνει, ότι δεν εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα το να κυριαρχήσει η μία πλευρά της χώρας σε βάρος της άλλης, ενώ ούτε οι Ρώσοι έχουν κινηθεί με αυτό ως γνώμονα στην πολιτική τους. Και οι δύο όμως με τη στάση τους, έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.
Η Ρωσία, δεν θα κατορθώσει α επιβάλλει στρατιωτική λύση, χωρίς να απομονώσει τον εαυτό της, σε μια συγκυρία που πολλά από τα σύνορά της είναι επισφαλή, ενώ θα προκληθεί ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος. Για τη δε Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντμίρ Πούτιν, δεν είναι πολιτική, είναι άλλοθι για την απουσία πολιτικής. Ο Πούτιν είναι σοβαρός στρατηγιστής (strategist), πάντα με το βλέμμα στραμμένο στη ρωσική Ιστορία. Όπως όμως ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται την αμερικανική ψυχολογία και τις αξίες της χώρας, έτσι και οι ΗΠΑ δεν διακρίνονται από την επαρκή κατανόηση της ρωσικής Ιστορίας και της ψυχολογίας αυτής της χώρας.
Και ο Χένρι Κίσιντζερ προχωράει στην καταγραφή των «αρχών» ειρηνικής επίλυσης της κρίσης, σε ένα κείμενο τεσσάρων σημείων, συμβατού με τις αξίες και τα συμφέροντα ασφαλείας και των δυο πλευρών, για τα οποία τονίζει ότι δεν είναι «συνταγή»:
>Η Ουκρανία θα πρέπει αν έχει το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής των οικονομικών και πολιτικών της συνεταιρισμών, της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης.
>Η Ουκρανία ΔΕΝ πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, μια θέση που διατύπωσε για πρώτη φορά προ επταετίας, όταν το θέμα είχε ανακύψει ξανά.
>Η Ουκρανία θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερη να επιλέξει οποιαδήποτε κυβέρνηση αποφασίσουν οι πολίτες της. Εάν είναι σοφοί οι Ουκρανοί πολιτικοί, θα προωθήσουν πολιτική συμφιλίωσης και συμβιβασμού ανάμεσα στα διάφορα μέρη της χώρας. Διεθνώς, η θέση τους θα πρέπει να μοιάζει με αυτή της Φινλανδίας, η οποία δεν αφήνει αμφιβολίες περί της ανεξαρτησίας της, όμως αποφεύγει συστηματικά να δημιουργήσει «θεσμοποιημένη» εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία.
>Είναι ασύμβατη με τους κανόνες της ισχύουσας «παγκόσμιας τάξης πραγμάτων» η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Η Μόσχα θα πρέπει να αναγνωρίσει την ουκρανική κυριαρχία στην Κριμαία και το Κίεβο να ενισχύσει την αυτονομία της χερσονήσου και οι εκλογές να διεξαχθούν παρουσία διεθνών παρατηρητών. Η διαδικασία προσέγγισης Ρωσίας – Ουκρανίας στο θέμα της Κριμαίας, θα πρέπει να περιλάβει και την απομάκρυνση κάθε ασάφειας, αναφορικά με το καθεστώς του ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, στη Σεβαστούπολη.
Και κλείνοντας προειδοποιεί: «Το τεστ δεν είναι η απόλυτη ικανοποίηση, αλλά η ισορροπημένη δυσαρέσκεια»… Εάν δεν εξευρεθεί κάποια λύση επί τη βάσει αυτών ή παρόμοιων αρχών, το ρεύμα στη κατεύθυνση της σύγκρουσης θα επιταχυνθεί…
Δημοσίευση σχολίου