Την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου, οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι περίπου 500 τόνοι χημικών παραγόντων της Συρίας (σαρίν και αέριο μουστάρδας) θα μεταφερθούν στο λιμάνι Gioia Tauro της Καλαβρίας (νότια Ιταλία). Στη συνέχεια, στα τέλη Ιανουαρίου έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2014, τα χημικά θα μεταφορτωθούν απευθείας στο ειδικά διαμορφωμένο με δύο μονάδες υδρόλυσης πλοίο “MV Cape Ray” (T-AKR 9679). Σύμφωνα με την Ιταλίδα υπουργό Εξωτερικών Emma Bonino, η μεταφόρτωση των χημικών παραγόντων θα πραγματοποιηθεί εντός 48 ωρών και δεν απαιτείται ούτε εκφόρτωση στο λιμάνι αλλά ούτε και προσωρινή αποθήκευσή τους στην ξηρά.
Όπως ήταν φυσικό, η επιλογή του λιμανιού Gioia Tauro της Καλαβρίας, ως ενδιάμεσου προορισμού των χημικών της Συρίας πριν την καταστροφή τους, προκάλεσε την αντίδραση των τοπικών αρχών. Συγκεκριμένα, ο δήμαρχος του Gioia Tauro, Renato Bellofiore, δήλωσε ότι «η κυβέρνηση βάζει σε κίνδυνο τη ζωή μου», ενώ ο δήμαρχος του κοντινού χωριού San Ferdinando, που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού, απείλησε ότι «θα κλείσει τις αποβάθρες». Επίσης, από την περασμένη Πέμπτη, ακτιβιστές του κεντρώου λαϊκού και κατά της διαφθοράς ιταλικού κόμματος “Italy of Values” (IdV) διαδηλώνουν μπροστά από το ιταλικό κοινοβούλιο. Μάλιστα, ο ηγέτης του IdV, Ignazio Messina, κατηγόρησε την ιταλική κυβέρνηση για «έλλειψη διπλωματικής πρωτοβουλίας» και τόνισε ότι «άλλες χώρες έχουν συμβάλει με τα πλοία και τους εμπειρογνώμονές τους, αλλά εμείς έχουμε επιλέξει να προσφέρουμε τα λιμάνια μας και το δικό μας έδαφος, με τον χειρότερο τρόπο για την παροχή βοήθειας».
Ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται στη γειτονική Ιταλία, σοβαρές ανησυχίες και στην Ελλάδα έχουν προκαλέσει πρόσφατα δημοσιεύματα των ξένων ΜΜΕ, σύμφωνα με τα οποία, οι περίπου 600 τόνοι των συριακών χημικών παραγόντων θα κατευθυνθούν δυτικά της Κρήτης, όπου και θα καταστραφούν (εξουδετερωθούν) σε δύο μονάδες υδρόλυσης του πλοίου “MV Cape Ray”.
Την περασμένη Τρίτη (14/1), το GeoStrategy (www.geostrategy.gr) επικοινώνησε με το υπουργείο Εξωτερικών, απ’ όπου και ενημερώθηκε ότι «αφενός το θέμα παρακολουθείται, αφετέρου καταβάλλονται προσπάθειες για αλλαγή της θέσης εξουδετέρωσης των συριακών χημικών παραγόντων, καθότι η συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή δεν έχει οριστικοποιηθεί μέχρι στιγμής». Ωστόσο, το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να τοποθετηθεί επίσημα, παρόλο που τα ελληνικά ΜΜΕ δημοσιεύουν καθημερινά διάφορα σενάρια για το θέμα και κινδυνολογούν δικαιολογημένα ή όχι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιλογή της θέσης εξουδετέρωσης των συριακών χημικών παραγόντων δυτικά της Κρήτης συνιστά οριστική επιλογή». Μια επιλογή, που όπως φαίνεται, προέκυψε μετά από πιέσεις της αμερικανικής πλευράς.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 1 έως 5, του Νόμου 2991/2002, «στην Ελλάδα, η Εθνική Αρχή Χημικών Όπλων (ΕΘ.Α.Χ.Ο.) αποτελεί το εθνικό όργανο, που αφενός εξασφαλίζει την επαφή και συνεργασία με τον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW), αφετέρου συντονίζει τις δραστηριότητες των υπηρεσιών για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Χημικά Όπλα (CWC). Η ΕΘ.Α.Χ.Ο. αποτελεί οκταμελές συλλογικό όργανο, υπάγεται στον υπουργό Εξωτερικών και απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο από τα υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης, Εμπορικής Ναυτιλίας, Δικαιοσύνης, καθώς και από έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και του Γενικού Χημείου του Κράτους (Διεύθυνση Περιβάλλοντος)». Μέχρι στιγμής, δεν έχει γίνει γνωστό ούτε το πόσο σοβαρά απασχολεί την κυβέρνηση το θέμα αυτό, αλλά ούτε και αν έχει συγκληθεί η ΕΘ.Α.Χ.Ο., προκειμένου να αναζητήσει απαντήσεις σε μια σειρά μειζόνων ερωτημάτων, όπως:
«Είναι οριστική η απόφαση για την εξουδετέρωση των συριακών χημικών παραγόντων δυτικά της Κρήτης; Ποιος την έλαβε και ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες;»
«Με ποιο τρόπο τα άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη (προφανώς, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα και η Λιβύη) θα ελέγχουν την όλη διαδικασία της υδρόλυσης στο πλοίο “MV Cape Ray”; Επιδιώκεται η αποστολή χημικών εμπειρογνωμόνων (προφανώς, από τη Διεύθυνση Περιβάλλοντος του Γενικού Χημείου του Κράτους), προκειμένου να ελέγχεται η τοξικότητα των υγρών αποβλήτων, που πιθανόν διοχετευθούν στη θάλασσα;»
«Πόσο επικίνδυνη είναι η διαδικασία της υδρόλυσης επάνω σε ένα πλοίο, όταν μάλιστα οι ίδιοι εμπειρογνώμονες δηλώνουν ότι για πρώτη φορά θα πραγματοποιηθεί υδρόλυση χημικών παραγόντων σε πλοίο; Θα απειληθεί και πόσο το ήδη επιβεβαρυμμένο και ευαίσθητο θαλάσσιο οικοσύστημα της Μεσογείου; Έχει ληφθεί μέριμνα να απομακρυνθούν για αποτέφρωση τα προϊόντα της υδρόλυσης; Οι τεράστιες ποσότητες νερού που θα χρησιμοποιηθούν θα διοχετευθούν στη θάλασσα ή θα απομακρυνθούν με τάνκερ; Πόσο επικίνδυνες είναι;»
Με απλά λόγια, υδρόλυση είναι η χημική αποδόμηση, κατά την οποία μια σύνθετη χημική ένωση διασπάται σε απλούστερες χημικές ενώσεις με την προσθήκη ή και την πρόσληψη νερού. Για παράδειγμα, με την υδρόλυση από το σαρίν θα προκύψουν φωσφορικά οξέα, καθότι αποτελείται από φωσφόρο και οξυγόνο.
Σαρίν (Sarin - GB)
Το 1938, το σαρίν αναπτύχθηκε ως φυτοφάρμακο στη Γερμανία. Το 1994 και το 1995, χρησιμοποιήθηκε σε τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ιαπωνία. Το 2013, υπήρξαν καταγγελίες για χρήση του σαρίν τόσο από το συριακό καθεστώς κατά των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, όσο και αντίστροφα. Την υπόθεση ανέλαβε να ερευνήσει ο ΟΗΕ. Επίσης, εκφράζονται ανησυχίες για πιθανή μελλοντική χρήση, τόσο στη διάρκεια του συριακού εμφύλιου, όσο και σε τρομοκρατικές επιθέσεις, καθώς, το Μάιο του 2013, συνελήφθησαν στα Άδανα 12 τρομοκράτες της συριακής οργάνωσης Al Nusra, που κατείχαν δύο κιλά σαρίν.
Πρόκειται για ένα διαυγές, άχρωμο, άγευστο και άοσμο υγρό στην κα-θαρή του μορφή, που δεν απαντάται στη φύση. Μπορεί να εξατμιστεί και να εξαπλωθεί στο περιβάλλον, αλλά και να διαλυθεί εύκολα στο νερό. Επειδή εξατμίζεται γρήγορα, συνιστά άμεση αλλά βραχύβια απειλή.
Προσβάλλει τον ανθρώπινο οργανισμό, αν έρθει σε επαφή με το δέρμα ή εισέλθει στους πνεύμονες μέσω της αναπνοής ή ακόμη από την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων και νερού. Η επαφή με μολυσμένα εν-δύματα μπορεί να προκαλέσει τη μόλυνση και άλλων ατόμων.
Τα συμπτώματα που προκαλούνται είναι ανάλογα τόσο της ποσότητας στην οποία ένα άτομο έχει εκτεθεί, όσο και της διάρκειας της έκθεσης. Η έκθεση σε ατμούς προκαλεί συμπτώματα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, ενώ η υγρή μορφή μέσα σε λίγα λεπτά έως ώρες μετά την έκθεση.
Η χαμηλή ή μέτρια δόση σαρίν από την εισπνοή μολυσμένου αέρα ή από μολυσμένα τρόφιμα και νερό ή από την επαφή με μολυσμένες επιφάνειες μπορεί να προκαλέσει καταρροή, δακρύρροια, πόνο στα μάτια, προβλήματα όρασης, υπερβολική εφίδρωση, βήχα, ενόχληση στο στήθος, ταχεία αναπνοή, διάρροια, υπερέκκριση σιέλων, ναυτία, έμετο, κοιλιακό πόνο, σύγχυση, υπνηλία, αδυναμία, πονοκέφαλο, αργό ή γρήγορο καρδιακό ρυθμό και χαμηλή ή υψηλή αρτηριακή πίεση. Ακόμη και μια μικρή σταγόνα στο δέρμα μπορεί να προκαλέσει εφίδρωση και σύσπαση των μυών.
Η έκθεση σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει απώλεια της συνείδησης, σπασμούς και παράλυση, ενώ η αναπνευστική ανεπάρκεια εν-δέχεται να οδηγήσει σε θάνατο.
Βασίλης Γιαννακόπουλος και Γιώργος Καρυστινός, «Χημικά & Βιολογικά Όπλα – Υπαρκτή Ασύμμετρη Απειλή», Αθήνα 2013, σσ. 51-52
Θειομουστάρδα ή αέρια μουστάρδα (Sulfur Mustard – H, HD, HT)
Χρησιμοποιήθηκε ως χημικό όπλο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και για τη θεραπεία της ψωρίαση. Σήμερα, δεν έχει καμία ιατρική χρήση. Δεν απαντάται στη φύση και η οσμή της θυμίζει σκόρδο, κρεμμύδι, μουστάρδα, ενώ μερικές φορές είναι άοσμη. Μπορεί να είναι σε αέρια, ελαιώδη υγρή ή και σε στερεά μορφή. Το χρώμα της μπορεί να είναι κίτρινο ή καφέ, ανάλογα αν είναι σε υγρή ή στερεή μορφή.
Εάν απελευθερωθεί στον αέρα υπό μορφή ατμών, μπορεί να προσβάλει τον άνθρωπο μέσω της επαφής με το δέρμα και τα μάτια, αλλά και μέσω της εισπνοής. Η υγρή μορφή της μπορεί να προσβάλει τον ανθρώπινο οργανισμό είτε με την επαφή στο δέρμα είτε με την κατάποση. Προκαλεί βλάβη στο DNA, στα κύτταρα και ειδικά στο μυελό των οστών.
Υπό κανονικές συνθήκες, παραμένει ενεργή στο περιβάλλον για μία έως δύο ημέρες, ενώ σε πολύ ψυχρές συνθήκες μπορεί να παραμείνει μερικές εβδομάδες έως και μήνες.
Η έκθεση σε θειομουστάρδα συνήθως δεν είναι μοιραία. Όταν χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσε το θάνατο σε λιγότερο από το 5% των ατόμων που είχαν εκτεθεί.
Συνήθως, τα συμπτώματα δεν εμφανίζονται αμέσως. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της έκθεσης, τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανιστούν μέχρι και μετά από 24 ώρες.
Στο δέρμα, εντός των πρώτων δύο έως 48 ωρών, προκαλεί ερυθρότητα και φαγούρα, ενώ στη συνέχεια μπορεί να εμφανισθούν κίτρινες φουσκάλες.
Στα μάτια, μέσα σε τρεις έως 12 ώρες, από μια ήπια έως μέτρια έκθεση, προκαλεί ερεθισμό, πόνο και πρήξιμο.
Πέραν αυτών, μια σοβαρή έκθεση μπορεί να προκαλέσει προσωρινή τύφλωση, που διαρκεί μέχρι και 10 ημέρες. Μια ήπια έκθεση, προσβάλλει το αναπνευστικό και προκαλεί συνήθως ρινική καταρροή, φτέρνισμα, βράγχο φωνής, ρινική αιμορραγία, δύσπνοια και βήχα. Όταν προσβάλει το πεπτικό σύστημα, μπορεί να προκαλέσει κοιλιακούς πόνους, διάρροια, πυρετό, ναυτία και έμετο.
Βασίλης Γιαννακόπουλος και Γιώργος Καρυστινός, «Χημικά & Βιολογικά Όπλα – Υπαρκτή Ασύμμετρη Απειλή», Αθήνα 2013, σσ. 41-42
Βασίλης Γιαννακόπουλος
πηγή
Δημοσίευση σχολίου