Η ελλαδική κυβέρνηση εξακολουθεί να επιλέγει την προσφιλή μέθοδο των «χαμηλών τόνων» σε μια συγκυρία όπου όλοι οι γεωπολιτικού δρώντες στην περιοχή έχουν «ξεσπαθώσει» και προβαίνουν σε τακτικούς ελιγμούς και στρατηγικές κινήσεις στη «σκακιέρα» της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με στόχο να πλασαριστούν για το επόμενο «μεγάλο παιχνίδι», αυτό της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, που απειλεί πλέον τον Ελληνισμό να εξελιχθεί σε εφιάλτη, εξαιτίας της τραγικής ανεπάρκειας των πολιτικών της ηγεσιών.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Την ίδια στιγμή, ο χώρος των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, συμπεριφερόμενος αυτιστικά, με έναν πρωτοφανούς γελοιότητας τρόπο, έχει διχαστεί, παίρνοντας το μέρος του ενός ή του άλλου, αδυνατώντας να απορροφήσει τα διδάγματα από τις πρόσφατες εμπειρίες, με κορυφαίο το ότι η κάθε χώρα συμπεριφέρεται με γνώμονα αυτό που θεωρεί ως το εθνικό της συμφέρον και όχι με συναισθηματικούς όρους.
Τη σύγχυση στην Ελλάδα λόγω της αποδόμησης των βολικών στερεοτύπων του καθενός, έχουν δημιουργήσει εξελίξεις σε δύο μέτωπα οι οποίες κάθε άλλο παρά αναπάντεχες θα έπρεπε να θεωρηθούν:
Η πρώτη είναι η στάση της Ρωσίας στο ζήτημα της Κύπρου, όπου η Μόσχα δεν έσπευσε όπως πίστευαν πολλοί να «αγοράσει» την Κύπρο και να εκτοπίσει τους υπόλοιπους. Όπως έχουμε εξηγήσει, τέτοια προσδοκία απλώς ήταν εξ αρχής απόλυτα ουτοπική για σειρά λόγων. Η Μόσχα έχει τεράστια συμφέροντα με τη Γερμανία, μέσω της οποία τροφοδοτεί την Ευρώπη με φυσικό αέριο. Επίσης, γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα όρια της παρέμβασής της στη ΝΑ Μεσόγειο και συμπεριφερόμενη σοφά φροντίζει να μην τα παραβιάζει, αφού υπάρχουν κι άλλα μέτωπα ανοιχτά που άπτονται της ασφάλειάς της, οπότε η αλληλεπίδραση με άλλους γεωπολιτικούς δρώντες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να διαφυλαχθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα αδιαφορεί για την Κύπρο, η οποία διατηρεί ακέραια τη σημασία της.
Επαναλαμβάνουμε, καθότι στο πλαίσιο της γνωστής αυτιστικής συμπεριφοράς πολλών, που είτε έχουν τους λόγους τους να συμπεριφέρονται ως… γραφείο Τύπου του Κρεμλίνου είτε απλά είναι περιορισμένης αντίληψης στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, η συμμαχία με τη Γερμανία είναι μεν στρατηγικής διάστασης, η έμμεση συνεργασία όμως – υπό τη μορφή αποφυγής ευθείας εμπλοκής – στη ΝΑ Μεσόγειο, κινείται στο τακτικό επίπεδο.
Προφανώς πρόκειται για τακτική αναδίπλωση και προφανώς δεν πρόκειται να κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα, όταν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών με την καθοδήγηση του Βερολίνου «απαλλοτριώνουν» με κυνισμό χρήματα που ανήκουν σε Ρώσους πολίτες, ασχέτως των σχέσεων που αυτοί διατηρούν με το Κρεμλίνο. Ακόμη κι αν η Μόσχα δεν ενδιαφερόταν για την τύχη τους και να ήθελε να τους καταστρέψει, πάλι θα ήταν αφελές να μην αξιοποιήσει τη συγκυρία και να διαμαρτυρηθεί έντονα προβαίνοντας ακόμα και σε αντίποινα, αφού με τον τρόπο αυτό εμπλουτίζει τη διπλωματική της «φαρέτρα» με επιχειρήματα – μοχλούς πίεσης.
Κατά συνέπεια, η Μόσχα δεν αποχώρησε ηττημένη από τη ΝΑ Μεσόγειο και όσα διαπιστώσαμε στο ζήτημα της Κύπρου αποτέλεσε έναν τακτικό ελιγμό. Απώτερος στόχος είναι να εξασφαλίσει το δικό της μερίδιο όταν θα έρθει η ώρα για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων που θα τροφοδοτήσουν την Ευρώπη για αρκετές δεκαετίες τουλάχιστον, καθώς η ενεργοποίηση αυτών των κοιτασμάτων θα συνεπάγεται αντίστοιχο ποσοστό απωλειών για τη ρωσική οικονομία που σχεδόν μονοπωλεί μέχρι στιγμής την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης.
Η δεύτερη εξέλιξη είναι το περιβόητο τηλέφωνο Νετανιάχου-Ερντογάν, με παρέμβαση Ομπάμα, το οποίο φαινομενικά οδηγεί σε εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας, οπότε θα επηρεαστεί εκ των πραγμάτων και η ενεργειακή εξίσωση στη ΝΑ Μεσόγειο.
Το «defence-point.gr» έχει κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει ότι τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή επιβάλλουν μεγάλο κόστος στο εβραϊκό κράτος όταν οι σχέσεις με την Τουρκία δεν είναι τουλάχιστον ελεγχόμενες. Προφανώς, αυτές τις σχέσεις αλλιώς τις βλέπει το Τελ-Αβίβ και αλλιώς η Ουάσιγκτον, άρα διαφορές υπάρχουν και στο πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση με τους υδρογονάνθρακες στην περιοχή. Δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις αυτές δοκιμάστηκαν έντονα. Παρά τις όποιες διαφορές όμως και οι δυο πλευρές γνωρίζουν ότι θα πορευτούν μαζί.
Και η κατάσταση στην Ελλάδα μας…
Ας δούμε όμως ποια είναι η διάθεση που επικρατεί στην Ελλάδα απέναντι σε αυτές τις δυο εξαιρετικής σημασίας εξελίξεις.
Όσον αφορά στη Ρωσία, για μια ακόμη φορά οι πάντες διχάστηκαν, ξεχνώντας – άραγε το είχαν συνειδητοποιήσει ποτέ; – ότι κανείς δεν χαράσσει την πολιτική του με βάση τα ελληνικά συμφέροντα αλλά με τα δικά του. Η προστασία των ελληνικών συμφερόντων είναι δουλειά των ηγεσιών στην Ελλάδα και στην Κύπρο, οι οποίες κινούνται όμως «στο περίπου» χωρίς να έχουν ξεκάθαρη εικόνα της σημασίας των εξελίξεων και του τι πρέπει να γίνει.
Από τη μία έχουμε τους φωνασκούντες, ότι η Ρωσία εγκατέλειψε και «πρόδωσε» την Κύπρο και από την άλλη τους «απολογητές» που αναζητούν κάποια άλλη τακτική ενέργεια της Μόσχας εναντίον του Βερολίνου για να πανηγυρίσουν, σε ένα αφόρητης ελαφρότητας επικοινωνιακό παιχνίδι επιρροής που κάνει τις πρεσβείες στην Αθήνα να γελάνε με το επίπεδο.
Όσον αφορά τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ, έχουμε αυτούς που λένε «σας τα λέγαμε εμείς ο Εβραίος δεν είναι φίλος και μας πούλησε στην πρώτη ευκαιρία» και βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν στη στρατηγική συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, η απόρριψη της οποίας, εάν δεν θέλουμε να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, αποτελούσε ανέκαθεν προϊόν ενός υφέρποντος «ιδεολογικού αντισημιτισμού» εξαιτίας της παραδοσιακής προσκόλλησης της Ελλάδας στον αραβικό παράγοντα.
Προφανώς και στις δύο περιπτώσεις φροντίζουμε να αναδείξουμε το έλλειμμα «κουλτούρας» στα θέματα των διεθνών σχέσεων με τις απίστευτης ελαφρότητας «αναλύσεις» που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας.Πάμε στη Ρωσία πρώτα. Η χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν ΔΕΝ σκοπεύει να εγκαταλείψει την περιοχή και έχει ήδη σημειώσει μια μεγάλη νίκη κατορθώνοντας να παρεμβληθεί στο «αγγλοσαξονικό μπλοκ» με την υπογραφή συμφωνίας για την εμπορία σημαντικού μέρους των κοιτασμάτων του Ισραήλ.
Ας αναλογιστούμε ότι εάν οι Ρώσοι ήταν φορείς των δικών μας αρνητικών στερεοτυπικών πεποιθήσεων και ήταν προσκολλημένοι στις δεδομένες σχέσεις τους με τους Άραβες, δεν θα είχαν ποτέ καταφέρει να υπογράψουν τέτοια συμφωνία. Άρα, η Μόσχα αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την Αθήνα και μόνο από αυτό.
Η υπογραφή της συμφωνίας δεν ενθουσίασε την Ουάσιγκτον, αυτό θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Το Ισραήλ όμως δεν ασχολήθηκε και πολύ με το τι θεωρούν οι ΗΠΑ ως συμφέρον τους (τι προτιμούν) και προχώρησε, δημιουργώντας ένα ωραιότατο τετελεσμένο προς το οποίο οι Αμερικανοί θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν. Άρα κι εδώ έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα – μάθημα που η Αθήνα φαίνεται πως αρνείται να διδαχθεί.
Στο ζήτημα των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας τώρα. Έχουμε εδώ και πολύ καιρό γράψει ότι για το προβλέψιμο μέλλον οι σχέσεις αυτές, ασχέτως της εξομάλυνσης την οποία θεωρούσαμε νομοτελειακή έχοντας γράψει σχετικά σε πλήθος δημοσιευμάτων, δεν θα γίνουν ξανά ότι ήταν στο παρελθόν. Όσοι έχουν καλή γνώση του παρασκηνίου, γνωρίζουν ότι ακόμα και την περίοδο κορύφωσης των διμερών σχέσεων Τούρκων και Ισραηλινών, στο Τελ Αβίβ υπήρχαν πλήθος αξιωματούχων και υπηρεσιών που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους και η χώρα διέθετε «Σχέδιο Β’», το οποίο συγκέντρωσε την προσοχή της ηγεσίας όταν στην εξουσία βρέθηκαν οι ισλαμιστές του AKP.Δεν έχει νόημα να εμβαθύνουμε περισσότερο. Θα περάσουμε στο τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα. Δυστυχώς, η χώρα μας έχει μάθει μόνο να μεμψιμοιρεί και όχι να κινητοποιείται. Αντί λοιπόν να «κλαίμε τη μοίρα μας», οφείλουμε ως κράτος να ανασυνταχθούμε ταχύτατα και να ξεκινήσει ο όποιος πρωθυπουργός σειρά επαφών, αλλά και τον ορισμό μιας μικρής και ευέλικτης ομάδας ειδικών (διπλωμάτες, καθηγητές ενδεχομένως, πολιτικοί κ.λπ.) που θα αναλάβει να εμπλακεί σε στρατηγικές διαβουλεύσεις με όλους τους εμπλεκόμενους, στο πλαίσιο της αναζήτησης των ενεργειών αυτών που θα αποτρέψουν την περιθωριοποίηση της Ελλάδας από τον γεωπολιτικό της χώρο.
Θα κληθούν να βρουν τους τρόπους που θα δέσουν τα ελληνικά συμφέροντα με τα αμερικανικά, τα ρωσικά και τα ισραηλινά, αντί να χαριεντίζονται στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, αφού πλέον και οι εντελώς αφελείς έχουν κατανοήσει ποιες είναι οι τουρκικές προτεραιότητες και ποιοι οι στόχοι. Και να είναι βέβαιοι ότι όλοι είναι διατεθειμένοι να ακούσουν με ενδιαφέρον όταν αυτός που τους προσεγγίζει λαμβάνει υπόψη τα δικά τους συμφέροντα και έχει να προτείνει λύση αμοιβαία επωφελή, ακριβώς δηλαδή αυτό που κάνει συστηματικά η Τουρκία κι εμείς προτιμούμε να ακούμε όσα ταιριάζουν στα στερεότυπά μας.
Η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελός της εάν κινηθεί ενεργά, τη ρωσική επιθυμία για συμμετοχή στην περιοχή και επιβολής αυτής της παρουσίας στις ΗΠΑ, στη δεδομένη καχυποψία των Ισραηλινών απέναντι στους Τούρκους, την πίεση που ασκείται στους Γερμανούς να εμφανιστούν ότι δεν αδιαφορούν ως ηγέτες της ΕΕ για την ευρωπαϊκή περιφέρεια (τον νότο), την αμερικανική επιθυμία για τον απόλυτο έλεγχο του παιγνίου και ασφαλώς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που φοβούνται εύλογα ότι η καταιγίδα πλησιάζει…
Αυτό που δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα, είναι η σημερινή μας τακτική, το να μην φαινόμαστε και να μην ακουγόμαστε πουθενά, μην τυχόν και ενοχληθεί ο κάθε Ερντογάν, τον οποίο έχουμε αφήσει ανεξέλεγκτο να βυσσοδομεί εναντίον των ελληνικών συμφερόντων, περνώντας λόγω της αδράνειας και της φοβίας μας την εικόνα ότι αυτός είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στην περιοχή, οπότε εκ των πραγμάτων όλοι φροντίζουν να συζητούν μαζί του. Και φυσικά, για να πετύχει όσα επιδιώκει, προσφέρει απλόχερα ανταλλάγματα προς κάθε κατεύθυνση… Κι εμείς καθόμαστε και τον κοιτάμε παραμυθιαζόμενοι ότι θα βρούμε «λύση» με τον Νταβούτογλου η οποία δεν θα υπονομεύει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα…πηγή
Δημοσίευση σχολίου