Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Τι το κοινό έχουν η Αρκτική, η θάλασσα της Νότιας Κίνας και η Ανατολική Μεσόγειος; Πολύ απλά σε αυτές τις τρεις περιοχές «παίζεται» το Μεγάλο Παίγνιο για τη παγκόσμια κυριαρχία του 21ου αιώνα με κύριο «λάφυρο» τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στις συγκεκριμένες περιοχές αλλά και κυρίαρχο «εργαλείο» για την κατίσχυση έναντι των αντιπάλων την ανακήρυξη και φυσικά υπεράσπιση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) εκάστου κράτους.
Η συγκεκριμένη κατάσταση δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί καλύτερα από μία επίκαιρη ανάλυση του Μαρκ Λάντλερ (Mark Landler) ο οποίος καλύπτει το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου για λογαριασμό των New York Times.
Ο Μ. Λάντλερ αναφέρει χαρακτηριστικά πως κάτι το περίεργο συμβαίνει στον πλανήτη την τελευταία περίοδο αφού «θα μπορούσε να φανεί παράξενο στην εποχή του κυβερνοπολέμου και των μη επανδρωμένων αεροσκαφών» πως «το νεότερο μέτωπο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας είναι μία τροπική θάλασσα, όπου το δέλεαρ της εξόρυξης υδρογονανθράκων έχει οδηγήσει σε μία τριβή όμοια με αυτή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων» τον 19ο αιώνα». Ο συγγραφέας λοιπόν αναφέρει με χαρακτηριστικό τρόπο πως παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας η οποία οδηγεί σε συγκρούσεις «δια αντιπροσώπου» οι διεθνείς σχέσεις φαίνεται να κάνουν άλματα… προς τα πίσω αφού γυρνάμε στις άγριες εποχές της άμεσης απειλής χρησιμοποίησης ή χρησιμοποίησης βίας η οποία χαρακτήρισε τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Το πρώτο παράδειγμα που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη ανάλυση είναι η περίπτωση της θάλασσας της Νότιας Κίνας, στην οποία έχουμε την άμεση αμερικανική εμπλοκή, και όχι μόνο, με τη Κίνα, αναφορικά με τον έλεγχο μεγάλων υδάτινων περιοχών για τις οποίες ερίζουν κράτη τα οποία έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ.
Σύμφωνα λοιπόν με τον συγγραφέα η κυβέρνηση Ομπάμα μπλέχτηκε για πρώτη φορά στα «επικίνδυνα νερά της θάλασσας της Νότιας Κίνας τον προηγούμενο χρόνο όταν η υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον δήλωσε – κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης γεμάτης ένταση μεταξύ των κρατών της Ασίας στο Ανόι – πως η Ουάσιγκτον «θα ενώσει τις δυνάμεις της με το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, και όλες εκείνες τις χώρες οι οποίες αντιστέκονται στα σχέδια του Πεκίνου να κυριαρχήσει στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή». Η Κίνα όπως ήταν φυσικό «εξοργίστηκε από αυτό το οποίο θεωρήθηκε ως απροκάλυπτη αμερικανική εμπλοκή σε ένα ζήτημα το οποίο δεν την αφορά».
Αμέσως μετά την αναφορά στα τεκταινόμενα στη θάλασσα της Νότιας Κίνας γίνεται η αναφορά-σύνδεση με τα τελευταία γεγονότα στην Ανατολική Μεσόγειο. «Η αναμενόμενη αποφασιστική αναμέτρηση στη θάλασσα της Νότιας Κίνας η οποία αντανακλά εποχές του 1800, για να μην αναφέρουμε τον Ψυχρό Πόλεμο», αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο «προλογίζει ένα νέου είδους θαλασσίου πολέμου, του είδους εκείνου το οποίο εκτυλίσσεται από τη Μεσόγειο θάλασσα έως την Αρκτική, όπου ενεργοβόρες οικονομικές δυνάμεις, νέοι προσβάσιμοι υποθαλάσσιοι θησαυροί, καθώς και κλιματικές αλλαγές συνωμοτούν στην αναζωπύρωση ενός ανταγωνισμού για την κυριαρχία των θαλασσών για τον 21ο αιώνα».
Σύμφωνα με τον Μ. Λάντλερ, «η Κίνα δεν είναι μόνη της αναφορικά με τις θαλάσσιες φιλοδοξίες της» αφού στην άλλη άκρη της Ευρασίας «Η Τουρκία συγκρούεται με τη Κύπρο και έχει αναζωπυρώσει την ένταση με την Ελλάδα και το Ισραήλ αναφορικά με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου τα οποία βρίσκονται στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ταυτοχρόνως, για να συμπληρωθεί το γεωπολιτικό παζλ όμοιες καταστάσεις αναμένεται να εκτυλιχθούν και στην Αρκτική αφού «αρκετές δυνάμεις όπως η Ρωσία, ο Καναδάς, και οι ΗΠΑ φαίνεται να εποφθαλμιούν τον Αρκτικό, όπου το λιώσιμο των πάγων ανοίγει νέους θαλάσσιους δρόμους, ενώ η βασανιστική πιθανότητα για την ύπαρξη τεράστιων κοιτασμάτων υδρογοναθράκων βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα».
Είναι προφανές πως το «τρίγωνο του διαβόλου» Αρκτική-Θάλασσα Νότιας Κίνας-Ανατολική Μεσόγειος έχει θέσει νέα δεδομένα στην παγκόσμια πολιτική των ΗΠΑ αφού οι εξελίξεις στις τρεις αυτές περιοχές δεν είναι δυνατόν παρά να αναλυθούν υπό ένα κοινό πρίσμα «το κυνήγι των κοιτασμάτων πρόκειται να επηρεάσει μεγάλες θαλάσσιες περιοχές ανά τον πλανήτη για τις επόμενες δύο δεκαετίες το λιγότερο», υπογραμμίζει η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, η οποία φαίνεται να περιγράφει μία σύγκρουση σε παγκόσμιο επίπεδο η οποία προσομοιάζει το Μεγάλο Παίγνιο αλλά αυτή τη φορά να εκτυλίσσεται στο υγρό στοιχείο (και όχι στις στέπες της Κεντρικής Ασίας, τα βουνά του Χιντοκούς και τους ποταμούς της Ινδικής υποηπείρου).
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους αφού «περί τα 29 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, δηλαδή το ένα-τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής έρχονται από θαλάσσια κοιτάσματα, ποσοστό το οποίο αναμένεται να αυξηθεί σταθερά, με τη θάλασσα της Νότιας Κίνας να διαθέτει αυτή τη στιγμή περί τα 61 δισεκατομμύρια βαρέλια ενώ άλλα 54 δισεκατομμύρια να αναμένεται πως θα ανακαλυφθούν. Από τη πλευρά του η Αρκτική εκτιμάται πως θα προσφέρει περί τα 238 δισεκατομμύρια βαρέλια, με τη πιθανότητα τα μη επιβεβαιωμένα αποθέματα να είναι διπλάσια των έως τώρα εκτιμώμενων, να είναι μεγάλη».
Επειδή «είναι πολλά τα λεφτά» -αναφορικά με τις εκτιμήσεις για τον υποθαλάσσιο πλούτο του πλανήτη- το κυνήγι του θησαυρού οδηγεί σε μία τεράστια εξοπλιστική φρενίτιδα, αφού δεν είναι τυχαίο πως «οι χώρες με τις πλέον αναπτυσσόμενες ναυτικές δυνάμεις να είναι εκείνες οι οποίες έχουν ερείσματα σε ενεργειακές θαλάσσιες ζώνες». Στο σημείο αυτό οι New York Times αναφέρουν ως ένα από τα πλέον ενδεικτικά παραδείγματα τις ναυτικές δυνάμεις της Κίνας, της Μαλαισίας, αλλά και του Ισραήλ το οποίο «πιέζει για την απόκτηση περισσοτέρων σκαφών με σκοπό να αντιμετωπίσει το τουρκικό Ναυτικό το οποίο κυκλώνει τα ισραηλινά τρυπάνια εξόρυξης».
Το εντυπωσιακό στην ανάλυση της εφημερίδας είναι η σύνδεση που κάνει στα γεγονότα της θάλασσας της Νότιας Κίνας με αυτά της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, σύμφωνα με τον αρθογράφο «εάν στην θάλασσα της Νότιας Κίνας η ένταση υποβόσκει, στην Ανατολική Μεσόγειο κοχλάζει», αφού οι εντάσεις αναφορικά με το φυσικό αέριο το οποίο έχει ανακαλυφθεί στα ανοιχτά της Κύπρου και του Λιβάνου έχουν αυξηθεί επικίνδυνα από μία Τουρκία η οποία – και προσέξετε αυτό – «έχει καταλάβει τη μισή Κύπρο και από τη Χεζμπολάχ η οποία «απειλεί να επιτεθεί σε ισραηλινά τρυπάνια. Όπως είναι φυσικό η εφημερίδα δεν παραλείπει να συνδέσει όλα τα παραπάνω και με τις επιπλοκές που προκαλεί στη περιοχή η τριβή μεταξύ Τελ-Αβίβ και Άγκυρας η υπόθεση του «Μαβί Μαρμαρά».
Τέλος, η τρίτη «αρένα» μεταξύ κρατών αναφορικά με τα ενεργειακά κοιτάσματα δεν είναι άλλη από την Αρκτική, όπου σύμφωνα με τους ειδικούς τα τεράστια αποθέματα δεν βρίσκονται πουθενά αλλού παρά στις ΑΟΖ των χωρών που συνορεύουν με τον αρκτικό κύκλο. Η κατάσταση δε γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν αναλογιστεί κάποιος το γεγονός πως χώρες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τη περιοχή -αναφορικά με τη γεωγραφική τους εγγύτητα- όπως η Κίνα και η Νότια Κορέα, στέλνουν παγοθραυστικά για ερευνητικούς σκοπούς καθώς και για αλιεία, πρακτική η οποία με τον τρόπο της εγγράφει δικαιώματα.
Αξιοπρόσεκτο είναι δε το γεγονός πως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική έχει δημιουργήσει προβλήματα ακόμα και στους πλέον στενούς συμμάχους όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Συγκεκριμένη θαλάσσια δίοδος που έχει ανοιχτεί θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως διεθνής δίαυλος με αποτέλεσμα να θεωρεί πως έχει απεριόριστη πρόσβαση κάτι το οποίο η Οτάβα δεν δέχεται αφού τον θεωρεί πως θα πρέπει να δώσει αυτή την άδεια για τη μετακίνηση σκαφών στη περιοχή.
Εάν κάποιος θα ήθελε να αποκωδικοποιήσει με λίγα λόγια το συγκεκριμένο μεγάλης βαρύτητας άρθρο-ανάλυση των New York Times θα μπορούσε να αναφέρει επιγραμματικά τα κάτωθι σημεία:
Πρώτον, τα τεκταινόμενα στην Αρκτική, στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τη φαινομενικά τεράστια απόσταση που τα χωρίζουν, αλλά και το διαφορετικό βαθμό «βρασμού» στον οποίο βρίσκονται στην ουσία είναι άμεσα συνυφασμένα μεταξύ τους τόσο σε επίπεδο χειρισμών, όσο και σε επίπεδο νομικού προηγούμενου αλλά και σε επίπεδο αντικειμενικού σκοπού (απόκτηση κοιτασμάτων) και σε επίπεδο εργαλείου χρησιμοποίησης για την επίτευξη του αντικειμενικού αυτού σκοπού (ΑΟΖ).
Δεύτερον, στο συγκεκριμένο άρθρο, η Τουρκία στην ουσία συγκρίνεται / παρομοιάζεται με την Κίνα – τον κύριο αντίπαλο των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Ασία, τουλάχιστον, ενώ η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ συγκρίνονται με τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή της Ασίας. Η Τουρκία επιπροσθέτως τίθεται στο ίδιο «καλάθι» με τη Χεζμπολάχ ενώ σε γενικές γραμμές το όλο πνεύμα της ανάλυσης αποπνέει μία σαφή αντιτουρκική διάθεση.
Τρίτον, και το πλέον ανησυχητικό σημείο είναι αυτό που έχει να κάνει με την καίρια παρατήρηση πως όλες οι χώρες που έχουν ενεργειακά ζητήματα ανοιχτά στην ουσία αναβαθμίζουν τις θαλάσσιες δυνατότητες αποτροπής, δηλαδή της ναυτικές τους δυνάμεις. Στη περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου χρησιμοποιείται το παράδειγμα του Ισραήλ, αναφορικά με το θέμα της αντιμετώπισης του «ταραξία», δηλαδή της Τουρκίας. Όπως μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτό η παρουσία της Ελλάδας και των δυνάμεων αυτής μάλλον κρίνεται ως μη άξια λόγου. Το γιατί συμβαίνει αυτό μπορεί να εξηγηθεί τόσο από τη «συνήθεια» των Αμερικανών να τονίζουν τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ισραήλ, όσο όμως και με την ανερμάτιστη πολιτική της Ελλάδας στο ζήτημα της απόκτησης της απαραίτητης αποτρεπτικής δύναμης έτσι ώστε να καταστεί αξιόπιστος εταίρος στις μεταβαλλόμενες συμμαχίες της περιοχής (να αναφέρουμε τα θλιβερά «κατορθώματα» με τα υποβρύχια και τις πυραυλακάτους, να αναφέρουμε τις «περικοπές στα κονδύλια των Ενόπλων Δυνάμεων;)Τέταρτον, εάν αντιληφθούμε από του που ακριβώς προέρχεται το συγκεκριμένο κείμενο θα μπορούσαμε να καταλάβουμε και τα μηνύματα που περνάει η άλλη όχθη του Ατλαντικού στους διαφόρους δρώντες στη περιοχή μας… είμαστε όμως σε θέση να τα αντιληφθούμε όλα αυτά και κυρίως έχουμε τη θέληση να εκμεταλλευτούμε τις περιστάσεις;
πηγή
Δημοσίευση σχολίου