Γράφει ο Σωτήρης Σ. Στανωτάς
Οι Τουρκικές ηγεσίες ανέκαθεν ακολουθούσαν επιθετική στάση απέναντι στην Ελλάδα, με περιορισμένης χρονικής διάρκειας «ήρεμα» μεσοδιαστήματα, τα οποία επιβάλλονταν στους Τούρκους από την πλεονεκτική θέση της χώρας μας ,σε διεθνές επίπεδο, εκείνες τις περιόδους.
Το γεγονός ότι η πλεονεκτική θέση δεν κρατάει, κατά καιρούς, πολύ, οφείλεται καθαρά σε παραλείψεις της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το ζήτημα για την χώρα μας και τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή δεν είναι μόνον αν υπάρχει τουρκική απειλή, αλλά τι εξυπηρετεί η κατά καιρούς ανακίνησή της, πως και με ποια σοβαρότητα αυτή αντιμετωπίζεται και πως και από ποιους κύκλους αξιοποιείται.
Σε τελευταία ανάλυση η τουρκική επεκτατική πολιτική δεν είναι ανεξάρτητη από την αμερικανική πολιτική στην περιοχή στην οποία υποτάσσεται εξασφαλίζοντας έτσι την ανοχή, τη συναίνεση αλλά και την καθοδήγηση της.
Δυστυχώς η ελληνική εξωτερική πολιτική όχι μόνο δεν αξιοποίησε την τεράστιας σημασίας γεωστρατηγική θέση της χώρας μας, αλλά δεν έκανε απολύτως τίποτε να διατηρήσει ακόμη και τα κεκτημένα, εναρμονιζόμενη πιστά με τη τακτική της αυτοδυσφήμησης και υπηρετώντας την πολιτική του φτωχού συγγενή της ΕΕ, ο οποίος εξαθλιώνεται μέρα με τη μέρα, επειδή χάνοντας την οικονομική του ανεξαρτησία, παραχωρεί και την εθνική του ανεξαρτησία.
Δεν είναι μόνο η τουρκική επιθετικότητα που δυσχεραίνει τη θέση μας, αλλά η ίδια η εξωτερική μας πολιτική.Στα δύο τελευταία χρόνια που συντελούνται με τρομακτική ταχύτητα κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές σ' όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, η χώρα μας βυθισμένη στη δίνη της οικονομικής και πολιτικής κρίσης παραμένει παθητικός θεατής των εξελίξεων.
Επί πλέον αντί να εφαρμόσουμε μια πολιτική ίσων αποστάσεων, αξιοποιώντας τους παραδοσιακούς μας δεσμούς με τις αραβικές χώρες, κάνουμε επικίνδυνα ανοίγματα προσπαθώντας να αποκτήσουμε νέους φίλους και συμμάχους , προσφέροντας γη και ύδωρ στο Ισραήλ, ένα κράτος το οποίο η διεθνής κοινότητα έχει κατ' επανάληψη καταδικάσει, για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει εναντίον των παλαιστινίων και όχι μόνον.
Είναι επιεικώς ανόητο να ισχυρίζεται κανείς ότι δήθεν προσεταιριζόμαστε το Ισραήλ για να αντιμετωπίσουμε την τουρκική απειλή, εκμεταλλευόμενοι τη κρίση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Αναρωτήθηκε άραγε, κανείς , κατά πόσον η κρίση αυτή είναι ουσιαστική και όχι φαινομενική ή πρόσκαιρη, δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες, επί σειρά ετών, είχαν άριστες σχέσεις, οι οποίες είναι αποτυπωμένες σε στρατιωτικά σύμφωνα και ότι αποτελούν τα αγαπημένα παιδιά των ΗΠΑ, που στηρίζουν όλη τους την κυριαρχία σε αυτό το δίπολο, χρησιμοποιώντας το όπως ακριβώς και όταν οι ίδιες θέλουν;
Την ίδια στιγμή, αφήνουμε κενό χώρο στην τουρκική επεκτατική πολιτική να μονοπωλήσει ένα μεσολαβητικό και ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου,ενώ και μόνο με την ανακήρυξη της ΑΟΖ και τα όσα θα επέφερε , θα αλλάζαμε την γεωπολιτική ισορροπία στην ευρύτερη περιοχή.
Και δεν μπορεί να μας διαφεύγει ότι τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Ισραήλ ουδέποτε παραιτήθηκαν από τα σχέδια μιας πολεμικής σύγκρουσης, αρκεί να βρεθεί η ευκαιρία και να υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Η πρόσφατη απόφαση για την επιβολή μεγαλύτερων περιορισμών στο Ιράν αποτελεί σαφώς μέρος αυτού του σχεδίου.
Σ' αυτές τις πολιτικές φαίνεται ότι εναρμονίζεται και η Γερμανία αν αναλύσει κανείς προσεκτικά την επίσκεψη της Mέρκελ στο Πεκίνο και την προσπάθειά της να πείσει την Κίνα να συμπορευθεί στο εμπάργκο εναντίον του Ιράν, παρά το γεγονός ότι και οι δύο αυτές χώρες είναι οι κύριοι εισαγωγείς πετρελαίου από το Ιράν.
Πρόκειται για ένα παιγνίδι ανταλλαγμάτων που σε τελευταία ανάλυση σκοπό έχει να προετοιμάσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τα αμερικανικά σχέδια.
Μια σύγκρουση είναι όχι μόνο πιθανή, αλλά και επιδιωκόμενη, ίσως όχι πριν από το σήριαλ των εκλογών, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ.
Και η Ελλάδα τι κάνει;
πηγή
Δημοσίευση σχολίου