GuidePedia

0

Οι σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ έχουν περάσει πολλά- στάδια μετά-τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, από μεγάλες προσδοκίες στις αρχές της δεκαετίας του 1 990 και αμοιβαία δυσπιστία και δυσαρέσκεια στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η δημιουργία, το 1997, του Μόνιμου Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO-Russia Permanent Council-PJC), το οποίο μετατράπηκε σε Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO-Russia Council – NRC) το 2002, είχε σαν αποτέλεσμα οι σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας να περάσουν σε μια νέα φάση και οι παλιοί περιορισμοί έδωσαν τη θέση τους σε νέους τομείς συνεργασίας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης (καταπολέμησης της τρομοκρατίας, αντιπυραυλική άμυνα, διαχείριση κρίσεων, έλεγχος διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής κ.λπ.).
Ο πρώην Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έκανε μια στρατηγική επιλογή για τη συνεργασία της χώρας του με τη Δύση, διασχίζοντας ανυπέρβλητες κόκκινες γραμμές, παρά την αντίθεση από τους στενότερους συμβούλους και τη δυσαρέσκεια της ρωσικής κοινής γνώμης. Αντιλαμβανόμενος ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα προϋποθέτει στενότερες σχέσεις με την Ευρώπη και την Αμερική, θέσπισε μια νέα σχέση με το ΝΑΤΟ, η οποία δίνει στη Ρωσία πιο εξέχουσα φωνή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια-υποθέσεις και προστατεύει τα συμφέροντα και τη ρωσική επιρροή στην Κεντρική Ασία.
Τα γεγονότα όμως στη Γεωργία το 2008, έφεραν τις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας σε κρίσιμο σημείο, ώστε κάποιοι αναλυτές να μιλούν για νέο ψυχρό πόλεμο και απέδειξαν πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες των σχέσεων τους, όταν υπάρχει ανταγωνισμός συμφερόντων.
ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΝΑΤΟ-ΡΩΣΙΑΣ
Τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Η στάση της Ρωσίας μαζί με τον πολιτισμένο κόσμο ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία, άνοιξε το δρόμο για μια ενισχυμένη και αναθεωρημένη στρατηγική εταιρική σχέση ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Η αντίληψη ότι η Ρωσία, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα κοινό αντίπαλο, δημιούργησε έναν εντατικό διάλογο που προχώρησε πολύ πέραν της συμφωνηθείσας αντιτρομοκρατικής συνεργασίας.
Έτσι, μέσω του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NRC) παρέχονται οι δομές για όλο και περισσότερο φιλόδοξα προγράμματα μεταξύ στρατιωτικών δραστηριοτήτων συνεργασίας, όπως η αξιολόγηση των απειλών, η μη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής, η έρευνα και διάσωση, η ασφαλής αποθήκευση και μεταφορά των πυρηνικών κεφαλών, η αυξημένη ρωσική συμμετοχή στη Σύμπραξη για την Ειρήνη, καθώς και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, με την ενσωμάτωση ρωσικών ναυτικών μονάδων στην επιχείρηση Active Endeavour στη Μεσόγειο. Επιπλέον, συζητήσεις σε προσωπικό επίπεδο, έχουν διευκολύνει την πρόοδο στην αμυντική μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό, έναν τομέα στον οποίο το ΝΑΤΟ και η Ρωσία έχουν κοινά συμφέροντα. Περαιτέρω παραδείγματα της θετικής πορείας του Συμβούλιου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, βρίσκονται σε επιστημονικούς και τεχνολογικούς τομείς στους οποίους κοινά σχέδια έχουν τεθεί.
Από την άλλη πλευρά, λόγω διαφορετικών θέσεων σε σχέση με τη στάση των ΗΠΑ στο Ιράκ και το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου, στο θέμα απόκτησης πυρηνικού οπλοστασίου από το Ιράν, το κλίμα στο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NRC) έχει αλλάξει σημαντικά. Επιπλέον, υπήρξαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη, για την εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ στην Τσεχία και την Πολωνία, τις περιπολίες στα κράτη της Βαλτικής και για τη στάση της Ρωσίας στο θέμα που ονομάζεται «παγωμένες συγκρούσεις» στη Γεωργία και τη Μολδαβία.
Επίσης, υπάρχει σοβαρή ρωσική ανησυχία για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολικά. Οι φιλοδοξίες της Γεωργίας και της Ουκρανίας να ενταχθούν στο ΝΑ-ΤΟ, ερμηνεύεται ως μια άμεση απειλή για τη Ρωσία γιατί θεωρεί ότι θίγονται τα συμφέροντα γύρω από την περιφέρειά της. Εκφράζοντας τη ρωσική αντίθεση στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ο πρώην Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε κάνει το εξής σχόλιο: «Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν- έχει σχέση με τη διασφάλιση της ασφάλειας στην- Ευρώπη. Αντιθέτως, εκφράζει μια σοβαρή πρόκληση, που μειώνει το επίπεδο αμοιβαίας κατανόησης. Και έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: εναντίον τίνος γίνεται αυτή η διεύρυνση;». Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ο Πούτιν μιλώντας πάλι για τις ανησυχίες της χώρας του, υπογράμμισε ότι «η επανάληψη του Ψυχρού- Πολέμου δεν- συμφέρει κανέναν» και επισήμανε πως η Μόσχα θα θεωρούσε την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολικά, «άμεση απειλή». Είναι γεγονός ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί εδώ και πολλά χρόνια τις δύο περιοχές της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας ως μοχλούς πίεσης για να ανακόψει την πορεία της Γεωργίας προς το ΝΑΤΟ και τη Δύση, αλλά και να ελέγξει μια σημαντική από ενεργειακής πλευράς περιοχή. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι οι δύο αυτές περιοχές, λόγω έκτασης, πληθυσμού και έλλειψης πλουτοπαραγωγικών πηγών, δεν είναι οικονομικά βιώσιμες και επιβιώνουν αποκλειστικά λόγω της ρωσικής υποστήριξης. Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικές πολιτικές στη ρωσική περιφέρεια δεν αποσκοπούν να περικυκλώσουν τη Ρωσία γεωπολιτικά ή να υπονομεύσουν την ασφάλεια. Αντίθετα, οι προσπάθειες αυτές έχουν ως στόχο να συμπεριλάβουν τη Ρωσία σε δραστηριότητες συνεργασίας, ενισχύοντας έτσι την ασφάλεια.
Τέλος, η κρίση στη Γεωργία κατέδειξε πόσο ευαίσθητες είναι οι ισορροπίες στις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας, καθώς και την αυξανόμενη σημασία της Μαύρης Θάλασσας και του Καύκασου, αφού αποτελούν την πύλη προς την Ευρώπη για τους ενεργειακούς πόρους.
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ
Ίσως είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς τις ευθύνες για την ανάφλεξη στον Καύκασο, γιατί οι αξιόπιστες πληροφορίες παραμένουν ατελείς και υπήρξε μεγάλη προπαγανδιστική προσπάθεια από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οι αναλυτές και δημοσιογράφοι απαιτείται να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί και να διασταυρώνουν τις πληροφορίες πριν υιοθετήσουν τις θέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς περί εθνοκάθαρσης ή περί ευθύνης για την έναρξη των εχθροπραξιών. Τα δεδομένα είναι μάλλον περιορισμένα, ενώ τα ερωτηματικά και οι άγνωστες παράμετροι περισσότερες. Η Ρωσία προκειμένου να υποστηρίξει την αντίδρασή της στην κρίση με τη Γεωργία, χρησιμοποίησε σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα με το ΝΑΤΟ στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου το 1999, σχετικά με την επείγουσα ανάγκη να χρησιμοποιήσει βία για να αποφευχθεί η μαζική αιματοχυσία και η εθνοκάθαρση των μειονοτήτων.
Γεγονός είναι πάντως ότι κατέδειξε τα τελευταία χρόνια την προσπάθεια της Ρωσίας, να εδραιώσει εκ νέου την επιρροή της σε περιοχές ζωτικού ενδιαφέρο­ντος, όπως ο Καύκασος και η Μαύρη Θάλασσα, περιορίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο της Δύσης (ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) στις περιοχές αυτές (το ενεργειακό ζήτημα δεν ήταν το σημαντικότερο διακύβευμα αφού η Μόσχα έχει ήδη επιτύχει σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων του πρώην σοβιετικού χώρου). Επίσης, έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία για επίδειξη ισχύος των στρατιωτικών ικανοτήτων που διαθέτει.
Όσον αφορά τις ανεπίλυτες περιφερειακές συγκρούσεις στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας (τις επονομαζόμενες «παγωμένες συγκρούσεις»), πιθανόν η Μόσχα να ήθελε να αποστείλει μηνύματα, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης πρέπει να έχει τη Ρωσική συγκατάθεση. Οι «παγωμένες συγκρούσεις», στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα αποτελούν πλέον υψηλή προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισης μελλοντικών εντάσεων και επίλυσης των συγκρούσεων, πιθανότατα στη λογική της διευρυμένης αυτονομίας και όχι πλήρους ανεξαρτησίας, αφού η μικτή πληθυσμιακή σύνθεση στις περισσότερες περιοχές δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την επίτευξη μιας «καθαρής λύσης».
Επιπλέον, η Ρωσική στάση στην πρόσφατη κρίση έχει αντίκτυπο σε άλλες πρώην σοβιετικές περιοχές και ειδικά στο θέμα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ρώσοι ειδικοί τονίζουν ότι η Μόσχα αντιτίθεται έντονα στην ουκρανική ένταξη, διότι θεωρεί ότι περιορίζεται η Ρωσική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που επηρεάζει το συσχετισμό ισχύος. Η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ δεν θεωρείται πιθανή στο ορατό μέλλον, αφού είναι σαφής η έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών για μια αντιπαράθεση με τη Μόσχα στο συγκεκριμένο θέμα. Είναι κατανοητό ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν θέλουν να δώσουν στη Ρωσία δικαίωμα βέτο στη διεύρυνση της Συμμαχίας, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό να μην αναμένεται έντονη αντίδραση της Μόσχας στο ενδεχόμενο γεωπολιτικής περικύκλωσης.
Εκτός των τοπικών ισορροπιών και δυναμικών, η κατάσταση στον Καύκασο θα πρέπει να εξεταστεί και στο πλαίσιο της ευρύτερης σχέσης της Ρωσίας με τη Δύση. Είμαστε, όπως προβλέπουν πολλοί αναλυτές, στα πρόθυρα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου με στόχο τον έλεγχο της Ευρασίας; Βρίσκονται το ΝΑΤΟ και ΗΠΑ αναπόφευκτα σε τροχιά σύγκρουσης με την Ρωσία; Ποια είναι τα ζητήματα στα οποία διαφωνούν οι δύο πλευρές και ποια τα βαθύτερα αίτια της αντιπαράθεσης; Η Συμμαχία μετά από τις εξελίξεις στον Καύκασο ανακοίνωσε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνέχεια των «business as usual» και υπουργοί Εξωτερικών του ΝΑΤΟ αποφάσισαν να αναπτύξουν μαζί με τη Γεωργία, το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Γεωργίας, ενός μηχανισμού διαβούλευσης παρόμοια με την Επιτροπή ΝΑΤΟ-Ουκρανίας. Πάντως παρά τις σκληρές δηλώσεις των δύο πλευρών, δεν εισήλθαμε σε μια νέα περίοδο ψυχρού πολέμου.
Ο διάλογος και η συνεργασία στο πλαίσιο του Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας θα ανακάμψει, μετά την προσωρινή αναστολή των επίσημων συνεδριάσεων. Έτσι το Δεκέμβριο του 2009, κατά την πρώτη επίσημη υπουργική σύνοδο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας που πραγματοποιήθηκε μετά την κρίση στη Γεωργία, λήφθηκαν μέτρα για την αναζωογόνηση της σχέσης των δυο πλευρών.
Η κρίση στον Καύκασο υποχρεώνει την ΕΕ, να αναβαθμίσει την εμπλοκή της στις προσπάθειες επίλυσης των επονομαζόμενων «παγωμένων συγκρούσεων» στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα (Υπερδνειστερία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Νότια Οσσετία, Αμπχαζία). Παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε σύγκρουσης, κοινό στοιχείο αποτελεί ο κεντρικός ρόλος της Ρωσίας. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη προόδου αποτελεί η ρωσική συνεργασία, ως αποτέλεσμα διπλωματικών διεργασιών με το ΝΑΤΟ- ΗΠΑ και την ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό να υπάρξει η απαραίτητη συναίνεση μεταξύ των μελών της ΕΕ για τη χάραξη ενεργειακής και πολιτικής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία, η οποία θα πρέπει να κινηθεί μεταξύ των ακραίων θέσεων Μόσχας και Τιφλίδας/Ουάσιγκτον. Απαιτείται επομένως στρατηγική συνεννόηση της ΕΕ με τη Ρωσία, με στόχο την αμοιβαίως επωφελή κωδικοποίηση των σχέσεων, με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα των δύο πλευρών και τον συσχετισμό ισχύος, αλλά και τις αρχές πάνω στις οποίες έχει οικοδομηθεί η ΕΕ.
Όσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας παρά τις τελευταίες εξελίξεις, τα κοινά συμφέροντα εξακολουθούν να είναι σημαντικά (η σχέση τους θα παραμείνει κατά βάση ανταγωνιστική), ενώ μπορεί κανείς να περιμένει συνέχιση της αμερικανο-ρωσικής συνεργασίας (έστω και με επιφυλάξεις και περιορισμούς) σε ζητήματα όπως π.χ. το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (όπου ακόμη και συντηρητικοί Αμερικανοί αναλυτές προτείνουν διάφορα ανταλλάγματα από πλευράς Ουάσιγκτον για να εξασφαλιστεί η ρωσική υποστήριξη). Ουσιαστικά, οι αμερικανο-ρωσικές τριβές και εντάσεις αποτελούν φυσικές συνέπειες μιας συνεχούς, σύνθετης και δυναμικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης του διεθνούς συσχετισμού ισχύος. Η οικονομική και συνακόλουθα, πολιτική άνοδος των λεγόμενων χωρών BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) ανακατεύει εκ νέου την «παγκόσμια τράπουλα», διαμορφώνοντας νέες παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες. Με βασικό όπλο τους ενεργειακούς της πόρους, η Ρωσία διεκδικεί περισσότερη επιρροή, ρόλο και σεβασμό.
Η κινεζική αντίδραση στα γεγονότα του Καυκάσου επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι η ανερχόμενη δύναμη της Ασίας, με κινητήριο μοχλό την οικονομία, δεν είναι εξ’ ορισμού σύμμαχος της Ρωσίας, αλλά ούτε καμιάς άλλης χώρας. Με τη διάχυση ισχύος σε περιφερειακά κέντρα, οι διεθνείς συμμαχίες δεν θα είναι πάντα κτισμένες από μπετόν. Άλλωστε, σε θέματα μειονοτήτων και αυτοδιάθεσης, οι Κινέζοι έχουν τις δικές τους ευαισθησίες. Πιθανόν, έτσι εξηγείται η απροθυμία που έδειξε μέχρι σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των μελών των Ηνωμένων Εθνών να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ – ΡΩΣΙΑΣ
Το γεωπολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βάρος της Ευρώπης είναι προφανές. Όμως η παγκόσμια επιρροή της Ευρώπης παραμένει μικρή εξαιτίας των εσωτερικών διενέξεων και της έλλειψης ενότητας, η οποία κάνε· την Ευρωπαϊκή Ένωση αδύναμη και περιορίζει την ικανότητά της για δράση. Η κρίση στη Γεωργία κατέδειξε χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, τη σημασία της Συνθήκης της Λισαβόνας, διότι τουλάχιστον εφοδιάζει την Ένωση με σταθερή πολιτική ηγεσία, ιδιαίτερα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία πέραν της παραδοσιακής τους σχέσης, συνδέονται με μια σχέση ενεργειακής και οικονομικής αυξανόμενης αλληλεξάρτησης, διότι σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από τη Ρωσία, αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να κατοχυρώσει την ενεργειακή ασφάλειά της μέσω της απόκτησης περισσοτέρων του ενός βασικών ενεργειακών προμηθευτών. Περίπου το 60% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου έχουν ως προέλευση τη Ρωσία. Η δεσπόζουσα ρωσική θέση στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου έχει δημιουργήσει ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια τόσο στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στις ΗΠΑ. Στην αύξηση αυτής της ανησυχίας έχει συμβάλει και η ίδια η Ρωσία με τη χρήση του φυσικού αερίου ως μοχλού πιέσεως κατά τις διενέξεις της με την Ουκρανία και τη Γεωργία.
Τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά ωστόσο περιθώρια κινήσεων για την αντιμετώπιση του θέματος αυτού είναι περιορισμένα. Η Μόσχα έχει ήδη επιτύχει σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων του πρώην σοβιετικού χώρου, τα αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας σταδιακά μειώνονται, το σημερινό επίπεδο των αμερικανο-ιρανικών σχέσεων δεν επιτρέπει τη διέλευση αγωγών από το ιρανικό έδαφος, αυξανόμενο μέρος των αφρικανικών κοιτασμάτων βρίσκεται υπό τον έλεγχο κινεζικών εταιρειών, ενώ η Μέση Ανατολή -ο μακράν σημαντικότερος παγκόσμιος προμηθευτής- παραμένει περιοχή υψηλής έντασης. Εμφανίζονται ώριμες συνθήκες για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία για την επέκταση της ενεργειακής συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας; Ορισμένοι εμπειρογνώμονες της ενέργειας, προτείνουν την αγορά ρωσικού πετρελαίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με μακροπρόθεσμες συμφωνίες προμήθειας, για την αύξηση του μεγέθους των Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου (SPR) των ΗΠΑ, από 500 εκατομμύρια βαρέλια που είναι σήμερα ή περίπου 90 ημερών, διπλασιασμό των αποθεμάτων σε 1 δισεκατομμύριο βαρέλια με την αγορά του μισού αυτής της αύξησης από ρωσικά αποθέματα.
Η πολιτική σταθερότητα που προσέφερε στη Ρωσία ο Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνδυασμό με την οικονομική της ενδυνάμωση λόγω ενέργειας και της γεωγραφικής της θέσης, έδωσαν τα τελευταία χρόνια στη Μόσχα αυξημένη δύναμη και επιρροή. Επομένως, τα Ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορούν να αγνοήσουν την οικονομική δύναμη της Ρωσίας, ιδίως στον ενεργειακό τομέα, και γενικά μια κρίση των σχέσεων με τη Μόσχα δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντά τους.
Στο θέμα ένταξης της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, οι έντονες αντιδράσεις της Ρωσίας κατά της υποψηφιότητας των δύο αυτών χωρών, έπαιξαν πιθανόν ρόλο στην άρνηση του Παρισιού και του Βερολίνου για μια νέα διεύρυνση κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Αν η Γεωργία είχε γίνει τότε μέλος του ΝΑΤΟ, αυτό θα σήμαινε νομική υποχρέωση όλων των κρατών-μελών με βάση το άρθρο 5 της Συμμαχίας, να συνδράμουν τη Γεωργία εναντίον της Ρωσίας, με όποιες συνέπειες αυτό θα είχε για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.
Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, θεωρούν τη Ρωσία ένα υποσχόμενο εταίρο παρά έναν αντίπαλο και όχι πλέον απειλή για το ΝΑΤΟ. Λόγω του μεγέθους της και των πόρων η Ρωσία θα μπορούσε να καταστεί ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος και να διευκολύνει το έργο των προσπαθειών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιπλέον, οι παρατηρητές που πιστεύουν στο δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ρωσίας, θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χωρίς τη Ρωσία ως εταίρου στα κοινά θέματα εμπορίου και ασφάλειας θα ήταν αδύνατη. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η Ρωσία χαρακτηρίζεται από συμπεριφορά υπέρ-εξουσίας, αμφίβολο ρόλο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και δεν αναμένεται να συμβάλλει πραγματικά στις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δημιουργία νέων γραμμών αντιπαράθεσης και την αμοιβαία δυσπιστία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τι είδους πολιτική θα πρέπει να χαράξει η Δύση απέναντι στη Ρωσία; Απομόνωσης και περιορισμού ή δημιουργικής εμπλοκής; Θα βοηθούσε ιδιαίτερα μια μεγαλύτερη προσπάθεια από πλευράς Δύσης για κατανόηση -όχι υποχρεωτικά αποδοχή- των ρωσικών αντιλήψεων. Η Ρωσία έχει πολλές κατ’ αρχήν διαφορές με τη Δύση και τις ΗΠΑ σε σειρά διεθνών ζητημάτων, οι οποίες μάλιστα δεν αποκλείεται να διατηρηθούν, ωστόσο είναι υποχρεωμένη να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων απειλών ασφάλειας. «Η Ρωσία θα εργαστεί με οποιαδήποτε διοίκηση στις ΗΠΑ – άλλη επιλογή δεν υπάρχει. Όποιος και αν έρθει στην εξουσία στο Λευκό Οίκο, υπολογίζουμε σε εποικοδομητικό και φιλικό διάλογο, πολύ περισσότερο που δεν- πήγαν χαμένα τα τελευταία 8 χρόνια», είπε ο Ρώσος πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, διατυπώνοντας στο παγκόσμιο συνέδριο ρωσικού Τύπου το credo της διεθνούς του πολιτικής. Επομένως, παρά τις σκληρές δηλώσεις των δύο πλευρών μετά την κρίση σtov Καύκασο, είναι προφανές ότι το κόστος μιας αντιπαράθεσης θα ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα όποια οφέλη και ότι τα κοινά συμφέροντα Δύσης και Ρωσίας εξακολουθούν να είναι σημαντικά.
Το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως απειλή για τη Ρωσία, ούτε η Ρωσία ως απειλή για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ΝΑΤΟ. Στόχος είναι να διατηρούν καλές σχέσεις με την Ρωσία, επειδή είναι μια σημαντική ευρωπαϊκή δύναμη στρατιωτικά και οικονομικά και μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην Ευρασία. Ο διάλογος είναι υψίστης σημασίας. Διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα και εργασία συλλογική για θέματα που είναι ίσης αξίας τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για την Ρωσία (όπλα μαζικής καταστροφής, καταπολέμηση της τρομοκρατίας, διακίνηση ναρκωτικών, έρευνα και διάσωση, ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας, εξασφάλιση ενός ορισμένου βαθμού διαλειτουργικότητας κ.λπ.).
Το ΝΑΤΟ και η Ρωσία, καθοδηγούμενοι από την προφανή επίγνωση ότι ένας μόνο δεν μπορεί να ξεπεράσει το ευρύ φάσμα των μελλοντικών παγκόσμιων προκλήσεων για την ασφάλεια και τη σταθερότητα, θα πρέπει να επανεξετάσουν τις προθέσεις τους και να βρουν κοινά σημεία δράσης για την ενίσχυση και την προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στον ευρω-ατλαντικό χώρο. Επιπλέον, η ορθολογική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας είναι δυνατή μόνο σε στενή συνεργασία με τη Ρωσία. Μια Ευρώπη ενιαία, ελεύθερη και με ειρήνη περιλαμβάνει και τη Ρωσία. Απαιτείται ένας ειλικρινής διάλογος από όλες τις πλευρές σήμερα (ΝΑΤΟ-Ρωσία-Ευρωπαϊκή Ένωση), σε πιο δυναμικό και εντατικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλές ανοιχτές πόρτες. Διαβουλεύσεις και διαφάνεια σχετικά με τα συμφέροντα, τα κίνητρα και τις πολιτικές. Σαφήνεια σχετικά με τις «κόκκινες γραμμές» και συμβιβασμός όπου δεν διακυβεύεται ο πυρήνας των συμφερόντων.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες της Μόσχας σχετικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Δεν πρέπει η Ρωσία να γίνει εχθρική προς τις προσπάθειες της Συμμαχίας για την προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας. Η Ρωσία έχει συμφέροντα ασφαλείας στα κράτη που την περιβάλλουν και είναι λογικό να ενδιαφέρεται για την τύχη των πολιτών που έχουν Ρωσική καταγωγή και είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρη την περιφέρεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης η Ρωσία είναι μια νέα αναδυόμενη ευρωπαϊκή ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική δύναμη και έχει λόγο σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θεωρούν ότι το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NRC) είναι μια πολύ θετική προσπάθεια, γιατί και οι δυο πλευρές συμμετέχουν σε διάλογο για θέματα που σχετίζονται με την ασφάλεια και την περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας. Η αποδοχή και από τις δυο πλευρές της άποψης ότι η Ρωσία και το ΝΑΤΟ δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις για την ασφάλεια του μέλλοντος, χωρίς ισχυρούς και αξιόπιστους εταίρους, δημιουργεί την αναγκαιότητα για μια νέα εποχή συνεργασίας, περισσότερο διευρυμένη από ότι είναι σήμερα. Η περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας, η οποία θα βασίζεται στη διαφάνεια και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, είναι ίσως ένας από τους βασικότερους και δυσκολότερους στόχους του ΝΑΤΟ. Όπως συμβαίνει συχνά, οι Νατοϊκές και Ρωσικές συνταγές για το πώς θα επιτευχθούν αυτοί είναι πιθανό να διαφέρουν, αλλά ο διάλογος και η διαβούλευση είναι ο μόνος τρόπος για να γεφυρωθεί η διαφορά αντιλήψεων. Αυτός ο διάλογος και – κατά προτίμηση – κοινή κατανόηση δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια από τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ για να επηρεάσουν τις πρώην Σοβιετικές περιοχές, δημιουργώντας σφαίρες επιρροής. Μάλλον θα πρέπει να είναι μια διαδικασία, ένα φόρουμ για διαβουλεύσεις σχετικά με τις ανησυχίες του καθενός, τα συμφέροντα και τις δραστηριότητες.
Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου οι σύγχρονες προκλήσεις και απειλές δημιουργούν έναν κόσμο σύνθετο, ασταθή και απρόβλεπτο, επιβάλλεται η συνεργασία, η σύνεση και η από κοινού αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων. Επομένως, ΝΑΤΟ και Ρωσία μοιράζονται έναν κοινό στόχο: να ξεπεράσουν τα απομεινάρια της προηγούμενης αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού, ενισχύοντας την αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία.
Σχης (ΤΘ) ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΛΑΛΟΥΣΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011

Δημοσίευση σχολίου

 
Top