Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του στην Αθήνα, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Α. Νταβούτογλου, και λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Δυτική Θράκη, μίλησε για την ανάγκη μιας νέας θετικής προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και απαγκίστρωσης από τις παραδοσιακές παραδοχές και τα στερεότυπα για τη σύγκρουση των δύο εθνοτήτων και των δύο θρησκειών
καλώντας στη συνέχεια τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας να είναι «ενωμένοι» και να διατηρήσουν «τη θρησκεία και τη γλώσσα», επικαλούμενος είτε άμεσα είτε έμμεσα την Συνθήκη της Λωζάνης του 1923.
Η εν λόγω Συνθήκη αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στα 143 της άρθρα και στα 18 πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν ρυθμίστηκε μία ευρεία γκάμα θεμάτων με πιο σημαντικά την επικύρωση του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την αναγνώριση του Τουρκικού κράτους και τη δημιουργία των βάσεων για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Μέσης Ανατολής των εθνών-κρατών.
Μετά την υπογραφή της, η Συνθήκη της Λωζάνης δέχθηκε μία τροποποίηση με τη Συνθήκη του Μοντραί το 1936, σύμφωνα με την οποία επανακαθορίστηκε το διεθνές καθεστώς των στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου. Έκτοτε, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης σπανίως γινόταν αντικείμενο διπλωματικής χρήσης πλην κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων, όπως στην περίπτωση της Αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 σε σχέση με τον επανακαθορισμό του εδαφικού καθεστώτος της Μοσούλης σε περίπτωση εδαφικής αποσύνθεσης του Ιράκ.
Μοναδική εξαίρεση στη διεθνή λήθη της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελούν η Ελλάδα και η Τουρκία, οι οποίες επικαλούνται τη συνθήκη με συστηματική συνέπεια. Τα σημεία αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες σε σχέση με τη συνθήκη είναι δύο. Α) το άρθρο 12 το οποίο ξεκαθαρίζει το καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου τα οποία μετά το 1923 περιήλθαν υπό Ελληνική κυριαρχία καθώς επίσης προσδιορίζει και τα όρια της Τουρκίας στο Αιγαίο, ορίζοντας ότι τα νησιά που ευρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική παραμένουν υπό Τουρκική κυριαρχία και το άρθρο 15 το οποίο αφορά τα Δωδεκάνησα τα οποία τότε είχαν περιέλθει κάτω από Ιταλική κυριαρχία. Β) Το πρωτόκολλο έξι της συνθήκης το οποίο αφορά την Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τη Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, όπου το νομικό πλαίσιο προστασίας των δύο μειονοτήτων καθορίστηκε με τα άρθρα 38-45 της Συνθήκης. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και το άρθρο 14 της Συνθήκης που προβλέπει το καθεστώς διοικητικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1996, κατά την κρίση των Ιμίων, η Τουρκία επικαλέσθη την Συνθήκη για να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο επί των βραχονησίδων που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη.
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο αμοιβαίου ενδιαφέροντος, αμφότερες οι χώρες, σύμφωνα με τη Συνθήκη, έχουν καταστεί οι θεματοφύλακες των δύο μειονοτήτων γεγονός που δημιουργεί μία αμοιβαιότητα ως προς την αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Αν κρίνει κανείς, μετά από 85 χρόνια, η αμοιβαιότητα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τη συρρίκνωση και σταδιακή εξαφάνιση της Ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη ούτε προέτρεψε την Ελλάδα να συμπεριφερθεί όπως το Τουρκικό κράτος στα Σεπτεμβριανά του 1955. Μπορεί κανείς εντοπίσει στοιχεία πλημμελούς εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης από την Ελλάδα σε σχέση με τη Μουσουλμανική μειονότητα, σε καμία όμως περίπτωση η Ελλάδα δεν επεδίωξε να μιμηθεί τις πρακτικές της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ χρήση της δυνατότητας προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 44 της συνθήκης της Λωζάνης.
Σε ότι αφορά το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποτελεί ζήτημα άμεσου Ελληνικού ενδιαφέροντος, στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν γίνεται αναφορά γι’ αυτό και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της Συνθήκης για την προστασία του καθεστώτος και της περιουσίας του.
Στην πραγματικότητα σήμερα, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης «νομιμοποιεί» την Τουρκία να είναι ο μοναδικός προστάτης της Μουσουλμανικής μειονότητας και κατ’ επέκταση να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας την Αθήνα ότι παραβιάζει στοιχειώδη άρθρα του Συντάγματος περί σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, η Τουρκία θα συνεχίσει να επικαλείται συνεχώς τη Συνθήκη σε ό,τι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Σε τελική ανάλυση, λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος έφεραν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο όπου η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης να ευνοεί μόνο την Τουρκία, γι’ αυτό και ο Νταβούτογλου την επικαλείται με συστηματική συνέπεια.
ΠΗΓΗ
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του στην Αθήνα, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Α. Νταβούτογλου, και λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Δυτική Θράκη, μίλησε για την ανάγκη μιας νέας θετικής προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και απαγκίστρωσης από τις παραδοσιακές παραδοχές και τα στερεότυπα για τη σύγκρουση των δύο εθνοτήτων και των δύο θρησκειών
καλώντας στη συνέχεια τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας να είναι «ενωμένοι» και να διατηρήσουν «τη θρησκεία και τη γλώσσα», επικαλούμενος είτε άμεσα είτε έμμεσα την Συνθήκη της Λωζάνης του 1923.
Η εν λόγω Συνθήκη αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στα 143 της άρθρα και στα 18 πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν ρυθμίστηκε μία ευρεία γκάμα θεμάτων με πιο σημαντικά την επικύρωση του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την αναγνώριση του Τουρκικού κράτους και τη δημιουργία των βάσεων για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Μέσης Ανατολής των εθνών-κρατών.
Μετά την υπογραφή της, η Συνθήκη της Λωζάνης δέχθηκε μία τροποποίηση με τη Συνθήκη του Μοντραί το 1936, σύμφωνα με την οποία επανακαθορίστηκε το διεθνές καθεστώς των στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου. Έκτοτε, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης σπανίως γινόταν αντικείμενο διπλωματικής χρήσης πλην κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων, όπως στην περίπτωση της Αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003 σε σχέση με τον επανακαθορισμό του εδαφικού καθεστώτος της Μοσούλης σε περίπτωση εδαφικής αποσύνθεσης του Ιράκ.
Μοναδική εξαίρεση στη διεθνή λήθη της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελούν η Ελλάδα και η Τουρκία, οι οποίες επικαλούνται τη συνθήκη με συστηματική συνέπεια. Τα σημεία αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τις δύο χώρες σε σχέση με τη συνθήκη είναι δύο. Α) το άρθρο 12 το οποίο ξεκαθαρίζει το καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου τα οποία μετά το 1923 περιήλθαν υπό Ελληνική κυριαρχία καθώς επίσης προσδιορίζει και τα όρια της Τουρκίας στο Αιγαίο, ορίζοντας ότι τα νησιά που ευρίσκονται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική παραμένουν υπό Τουρκική κυριαρχία και το άρθρο 15 το οποίο αφορά τα Δωδεκάνησα τα οποία τότε είχαν περιέλθει κάτω από Ιταλική κυριαρχία. Β) Το πρωτόκολλο έξι της συνθήκης το οποίο αφορά την Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και τη Μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, όπου το νομικό πλαίσιο προστασίας των δύο μειονοτήτων καθορίστηκε με τα άρθρα 38-45 της Συνθήκης. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και το άρθρο 14 της Συνθήκης που προβλέπει το καθεστώς διοικητικής αυτονομίας της Ίμβρου και της Τενέδου το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1996, κατά την κρίση των Ιμίων, η Τουρκία επικαλέσθη την Συνθήκη για να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο επί των βραχονησίδων που δεν αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη.
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο αμοιβαίου ενδιαφέροντος, αμφότερες οι χώρες, σύμφωνα με τη Συνθήκη, έχουν καταστεί οι θεματοφύλακες των δύο μειονοτήτων γεγονός που δημιουργεί μία αμοιβαιότητα ως προς την αντιμετώπιση των μειονοτήτων. Αν κρίνει κανείς, μετά από 85 χρόνια, η αμοιβαιότητα δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς τη συρρίκνωση και σταδιακή εξαφάνιση της Ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη ούτε προέτρεψε την Ελλάδα να συμπεριφερθεί όπως το Τουρκικό κράτος στα Σεπτεμβριανά του 1955. Μπορεί κανείς εντοπίσει στοιχεία πλημμελούς εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης από την Ελλάδα σε σχέση με τη Μουσουλμανική μειονότητα, σε καμία όμως περίπτωση η Ελλάδα δεν επεδίωξε να μιμηθεί τις πρακτικές της Τουρκίας στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι παρά την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ χρήση της δυνατότητας προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 44 της συνθήκης της Λωζάνης.
Σε ότι αφορά το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποτελεί ζήτημα άμεσου Ελληνικού ενδιαφέροντος, στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν γίνεται αναφορά γι’ αυτό και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκληση της Συνθήκης για την προστασία του καθεστώτος και της περιουσίας του.
Στην πραγματικότητα σήμερα, η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης «νομιμοποιεί» την Τουρκία να είναι ο μοναδικός προστάτης της Μουσουλμανικής μειονότητας και κατ’ επέκταση να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Ελλάδας, παρουσιάζοντας την Αθήνα ότι παραβιάζει στοιχειώδη άρθρα του Συντάγματος περί σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, η Τουρκία θα συνεχίσει να επικαλείται συνεχώς τη Συνθήκη σε ό,τι αφορά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Σε τελική ανάλυση, λανθασμένες πρακτικές του παρελθόντος έφεραν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο όπου η επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης να ευνοεί μόνο την Τουρκία, γι’ αυτό και ο Νταβούτογλου την επικαλείται με συστηματική συνέπεια.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου