του Γιώργου Δελαστίκ:
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε λυμένο το πρόβλημα. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», διακήρυσσε και εννοούσε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι πλήρως υποταγμένη στις επιταγές των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ. Και όμως ήταν αυτός ο ίδιος που έκανε το ιστορικό άνοιγμα προς τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ενώ αυτός ήταν πάλι που έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
«Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» επαγγέλθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και προκάλεσε αναστάτωση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ, παγιώνοντας ταυτόχρονα τον αντιαμερικανισμό στη συνείδηση του ελληνικού λαού και καθιστώντας την Ελλάδα, για πρώτη φορά, υπολογίσιμο παράγοντα στη διεθνή σκηνή, με φωνή αυτόνομη.
«Ευχαριστώ τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Κώστας Σημίτης από το βήμα της Βουλής και εγκλώβισε την Ελλάδα στην πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας, εκδηλώνοντας με στρεβλό τρόπο τον αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊσμό του, και μετατρέποντάς τη σε πειθήνιο εκτελεστή ξένων αποφάσεων, χωρίς δική της σκέψη, άποψη και φωνή.
«“Όχι“ στο Σχέδιο Ανάν» είπε με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο ο Κώστας Καραμανλής, βοηθώντας έτσι καθοριστικά τους Ελληνοκύπριους να αντισταθούν στις πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ και να πουν το μεγάλο «Όχι». Όσο κι αν τρόμαξε πραγματικά από τις συνέπειες της πράξης του και στη συνέχεια υποχωρούσε στα πάντα απέναντι στην Τουρκία, ο ταπεινωτικά απελθών τέως πρωθυπουργός είχε το πολιτικό σθένος να προχωρήσει σε δύο ακόμη κορυφαίες επιλογές που σφράγισαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Πρώτον, να θέσει βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Δεύτερον, να πραγματοποιήσει στρατηγικού χαρακτήρα άνοιγμα προς τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, εκτιμώντας σωστά ότι έχει την πλήρη υποστήριξη της Γερμανίας, της Γαλλίας και μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στο θέμα αυτό, πράγμα που του επέτρεπε να αντισταθεί στις λυσσώδεις αντιδράσεις των ΗΠΑ.
Καθυστερήσεις με κόστος
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν – έστω κι αν αυτό είναι έως και πολύ πρόσφατο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι τώρα αυτή που πρέπει να χαράξει και να υλοποιήσει τη δική της εξωτερική πολιτική.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έδωσε ήδη το στίγμα της γραμμής του απέναντι στην Τουρκία και την ΠΓΔΜ: υποστήριξη της πλήρους ένταξης στην ΕΕ της Άγκυρας, ουσιαστικά άνευ όρων, βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ έως ότου συμφωνηθεί λύση στο όνομα. Στα θέματα αυτά, δεν καθυστέρησε καθόλου ο κ. Παπανδρέου να καταστήσει σαφέστατη την πολιτική του. Αντιθέτως, οι κινήσεις του στο ευρύτερο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχουν προκαλέσει, προσωρινή τουλάχιστον, σύγχυση ως προς τις προθέσεις του. Εν πρώτοις έχει προκαλέσει εντύπωση και αρνητικά σχόλια η εμμονή που δείχνει ο Έλληνας πρωθυπουργός προς τον Βρετανό ομόλογό του Γκόρντον Μπράουν. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Μπράουν θεωρείται πλέον «εξοφλημένος» πολιτικός, δεδομένου ότι η ήττα του εκτιμάται ως αναπότρεπτη στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν το αργότερο μέχρι το Μάιο. Είναι κυρίως το ότι η Βρετανία θεωρείται, και είναι, απολύτως υποτελής σε οποιαδήποτε σημαντική επιλογή των ΗΠΑ, φερέφωνο της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι ο κ. Μπράουν υποτίθεται ότι είναι Σοσιαλδημοκράτης δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την εμμονή του Γ. Παπανδρέου. Δεν έχει επιδείξει, άλλωστε, ανάλογη προθυμία να συναντήσει τους ηγέτες των Γάλλων Σοσιαλιστών ή των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών ούτε τους Σοσιαλιστές πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Εκείνο που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις του και κυρίως για την ιεράρχηση που έχει στο μυαλό του είναι το γεγονός πως, ενώ κοντεύουν να συμπληρωθούν τρεις μήνες από την εκλογή του, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις σε Γερμανία και Γαλλία.
Δυσαρέσκεια σε Βερολίνο – Παρίσι
Δεν πρόκειται καθόλου για τυπικό θέμα διπλωματικού πρωτοκόλλου. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις στην πολιτική και στα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού στρατοπέδου, από τη μια μεριά, και του γερμανογαλλικού από την άλλη. Αν το Βερολίνο και το Παρίσι εκτιμούν τη μέχρι τώρα στάση του Γιώργου Παπανδρέου ως ενδεικτική προθέσεων συμπαράταξης της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, είναι αναμενόμενο να αντιδρούν οργισμένα ή έστω με έκδηλη δυσαρέσκεια.
Έχουμε την υποψία ότι η πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας επίθεση, με αφορμή και πρόσχημα την οικονομία, που δέχεται αυτό το διάστημα η χώρα μας από το γαλλογερμανικό Τύπο, υποδηλώνει και τέτοια δυσαρέσκεια των κυβερνήσεων Μέρκελ και Σαρκοζί προς τον Γ. Παπανδρέου, Όταν, π.χ., βγαίνει ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με σκληρότατες δηλώσεις κατά της Ελλάδας, αυτό που με έμμεσο και στρεβλό τρόπο τίθεται ουσιαστικά επί τάπητος δεν είναι μόνο η οικονομική, αλλά πρωτίστως η εξωτερική πολιτική της χώρας μας.
Υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις στην πολιτική και στα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού στρατοπέδου, από τη μια μεριά, και του γερμανογαλλικού από την άλλη.
Για τις αιτίες της γερμανογαλλικής δυσαρέσκειας απέναντι στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα απέναντι στην κυβέρνηση Παπανδρέου, έχουμε ακόμη αποσπασματικές και ανεπαρκείς πληροφορίες. Είναι απολύτως βέβαιο όμως ότι αυτή η σφοδρή δυσαρέσκεια υπάρχει τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι.
Αυτό δεν είναι ευχάριστο. Η Γερμανία είναι η ηγεμονική δύναμη της ΕΕ. Αυτή πληρώνει και σίγουρα θέλει να πάρει πίσω κάποια από τα χρήματα που δίνει και, ιδίως τώρα, σε περίοδο κρίσης. Οι πιέσεις που ασκούνται στο παρασκήνιο για εξοπλιστικά προγράμματα είναι αφόρητες. Ελπίζουμε, πάντως, η κυβέρνηση να μην χρησιμοποιήσει τα χρήματα των Γερμανών για να αγοράσει αεροπλάνα από τους… Αμερικανούς!
Ούτως ή άλλως πάντως, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να ακολουθήσει πιο ισορροπημένη πολιτική απέναντι στους Γερμανούς και τους Γάλλους. Ούτε να δείχνει ούτε να είναι προσκολλημένη στους Αμερικανοβρετανούς. Εννοείται, βεβαίως, ότι οι όποιες αναπροσαρμογές στην πολιτική της δεν πρέπει να γίνονται εις βάρος των συμφερόντων της χώρας και του λαού μας.
Αντιπάθεια προς τη Ρωσία
Η στάση του ίδιου του Γιώργου Παπανδρέου προεκλογικά, όπως και στελεχών της κυβέρνησής του, έχει προκαλέσει την εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να αναιρέσει με διάφορες προφάσεις την ενεργειακή συνεργασία της χώρας μας με τη Ρωσία και να την προσανατολίσει προς τα αμερικανικά ενεργειακά σχέδια.
Η εκλογή ως πρωθυπουργού της Βουλγαρίας του Δεξιού Μπόικο Μπορίσοφ, ο οποίος δρα ευθέως υπέρ των αμερικανικών ενεργειακών συμφερόντων, ενισχύει τις υποψίες ότι οδεύουμε προς την εγκατάλειψη τόσο του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη όσο και του στρατηγικής σημασίας αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου South Stream, ο οποίος προορίζεται να μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ιταλία μέσω της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Ευχόμαστε να μην επαληθευθούν αυτοί οι φόβοι. Πρώτον, επειδή συμπόρευση της Ελλάδας με τα ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ οδηγεί στη μετατροπή της χώρας μας σε ενεργειακό όμηρο της… Τουρκίας (!), αφού μέσω αυτής περνούν όλοι οι αμερικανικών συμφερόντων αγωγοί στην περιοχή.
Δεύτερον, επειδή ο αγωγός South Stream, όπως και η γενικότερη ενεργειακή συνεργασία της Ευρώπης με τη Ρωσία, αποτελούν στρατηγική επιλογή της Γερμανίας. Τούτο σημαίνει ότι, αν η Ελλάδα παρεμβάλει εμπόδια στην κατασκευή του South Stream, αυτό θα εκληφθεί ως πλήγμα κατά των στρατηγικών συμφερόντων της Γερμανίας, προκαλώντας τις ανάλογες αντιδράσεις. Έχει, άραγε, κάποιο συμφέρον η Ελλάδα από μια τέτοια εξέλιξη; Πολύ αμφιβάλλουμε.
Κάποτε στην Αραβία
Πλήρης κατάρρευση έχει επέλθει τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια στην αραβική πολιτική της χώρας μας – από την εποχή του Κώστα Σημίτη, ο οποίος ούτε καν πάτησε το πόδι του σε αραβική χώρα οκτώ χρόνια πρωθυπουργός!
Καθόλου καλύτερος δεν αποδείχθηκε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος αρκέστηκε σε μία επίσκεψη στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα του 2004 και μια ολιγόωρη στάση στο Κατάρ μήπως και πουλήσει την Ολυμπιακή!
Το ερώτημα είναι εάν θα θελήσει ο Γιώργος Παπανδρέου να ξαναπιάσει αυτό το νήμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μεγαλουργήσει στις σχέσεις με τους Άραβες, οι οποίοι τότε μιλούσαν ενθουσιασμένοι για την… «Αραβική Δημοκρατία της Ελλάδας», αλλά σήμερα, δυστυχώς, έχουν ως ήρωα του αραβικού κόσμου τον Ερντογάν, ο οποίος επάξια έχει κερδίσει με τη γενναία πολιτική στάση του αυτό το κύρος, σε πλήρη αντίθεση με τους μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου Έλληνες πρωθυπουργούς.
Όσο για τα Βαλκάνια, την άμεση γειτονιά μας που βρίσκεται σε φάση ριζικής αναδιάταξης του συσχετισμού δυνάμεων και παράλληλα σε συνεχιζόμενη διαδικασία αποσύνθεσης, είναι προφανές ότι απαιτείται τιτάνιο έργο ενδελεχούς μελέτης των αλλαγών που έχουν επέλθει και χάραξης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ικανής να ανταποκριθεί στις τεράστιες προκλήσεις που υφίστανται αλλά και κυοφορούνται για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε λυμένο το πρόβλημα. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», διακήρυσσε και εννοούσε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι πλήρως υποταγμένη στις επιταγές των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ. Και όμως ήταν αυτός ο ίδιος που έκανε το ιστορικό άνοιγμα προς τη Σοβιετική Ένωση, τη Βουλγαρία και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ενώ αυτός ήταν πάλι που έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
«Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» επαγγέλθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και προκάλεσε αναστάτωση στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ, παγιώνοντας ταυτόχρονα τον αντιαμερικανισμό στη συνείδηση του ελληνικού λαού και καθιστώντας την Ελλάδα, για πρώτη φορά, υπολογίσιμο παράγοντα στη διεθνή σκηνή, με φωνή αυτόνομη.
«Ευχαριστώ τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Κώστας Σημίτης από το βήμα της Βουλής και εγκλώβισε την Ελλάδα στην πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας, εκδηλώνοντας με στρεβλό τρόπο τον αδιαμφισβήτητο ευρωπαϊσμό του, και μετατρέποντάς τη σε πειθήνιο εκτελεστή ξένων αποφάσεων, χωρίς δική της σκέψη, άποψη και φωνή.
«“Όχι“ στο Σχέδιο Ανάν» είπε με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο ο Κώστας Καραμανλής, βοηθώντας έτσι καθοριστικά τους Ελληνοκύπριους να αντισταθούν στις πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ και να πουν το μεγάλο «Όχι». Όσο κι αν τρόμαξε πραγματικά από τις συνέπειες της πράξης του και στη συνέχεια υποχωρούσε στα πάντα απέναντι στην Τουρκία, ο ταπεινωτικά απελθών τέως πρωθυπουργός είχε το πολιτικό σθένος να προχωρήσει σε δύο ακόμη κορυφαίες επιλογές που σφράγισαν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Πρώτον, να θέσει βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Δεύτερον, να πραγματοποιήσει στρατηγικού χαρακτήρα άνοιγμα προς τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα, εκτιμώντας σωστά ότι έχει την πλήρη υποστήριξη της Γερμανίας, της Γαλλίας και μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στο θέμα αυτό, πράγμα που του επέτρεπε να αντισταθεί στις λυσσώδεις αντιδράσεις των ΗΠΑ.
Καθυστερήσεις με κόστος
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν – έστω κι αν αυτό είναι έως και πολύ πρόσφατο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι τώρα αυτή που πρέπει να χαράξει και να υλοποιήσει τη δική της εξωτερική πολιτική.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου έδωσε ήδη το στίγμα της γραμμής του απέναντι στην Τουρκία και την ΠΓΔΜ: υποστήριξη της πλήρους ένταξης στην ΕΕ της Άγκυρας, ουσιαστικά άνευ όρων, βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ έως ότου συμφωνηθεί λύση στο όνομα. Στα θέματα αυτά, δεν καθυστέρησε καθόλου ο κ. Παπανδρέου να καταστήσει σαφέστατη την πολιτική του. Αντιθέτως, οι κινήσεις του στο ευρύτερο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχουν προκαλέσει, προσωρινή τουλάχιστον, σύγχυση ως προς τις προθέσεις του. Εν πρώτοις έχει προκαλέσει εντύπωση και αρνητικά σχόλια η εμμονή που δείχνει ο Έλληνας πρωθυπουργός προς τον Βρετανό ομόλογό του Γκόρντον Μπράουν. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Μπράουν θεωρείται πλέον «εξοφλημένος» πολιτικός, δεδομένου ότι η ήττα του εκτιμάται ως αναπότρεπτη στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν το αργότερο μέχρι το Μάιο. Είναι κυρίως το ότι η Βρετανία θεωρείται, και είναι, απολύτως υποτελής σε οποιαδήποτε σημαντική επιλογή των ΗΠΑ, φερέφωνο της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι ο κ. Μπράουν υποτίθεται ότι είναι Σοσιαλδημοκράτης δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την εμμονή του Γ. Παπανδρέου. Δεν έχει επιδείξει, άλλωστε, ανάλογη προθυμία να συναντήσει τους ηγέτες των Γάλλων Σοσιαλιστών ή των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών ούτε τους Σοσιαλιστές πρωθυπουργούς της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Εκείνο που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις του και κυρίως για την ιεράρχηση που έχει στο μυαλό του είναι το γεγονός πως, ενώ κοντεύουν να συμπληρωθούν τρεις μήνες από την εκλογή του, ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις σε Γερμανία και Γαλλία.
Δυσαρέσκεια σε Βερολίνο – Παρίσι
Δεν πρόκειται καθόλου για τυπικό θέμα διπλωματικού πρωτοκόλλου. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις στην πολιτική και στα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού στρατοπέδου, από τη μια μεριά, και του γερμανογαλλικού από την άλλη. Αν το Βερολίνο και το Παρίσι εκτιμούν τη μέχρι τώρα στάση του Γιώργου Παπανδρέου ως ενδεικτική προθέσεων συμπαράταξης της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, είναι αναμενόμενο να αντιδρούν οργισμένα ή έστω με έκδηλη δυσαρέσκεια.
Έχουμε την υποψία ότι η πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας επίθεση, με αφορμή και πρόσχημα την οικονομία, που δέχεται αυτό το διάστημα η χώρα μας από το γαλλογερμανικό Τύπο, υποδηλώνει και τέτοια δυσαρέσκεια των κυβερνήσεων Μέρκελ και Σαρκοζί προς τον Γ. Παπανδρέου, Όταν, π.χ., βγαίνει ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με σκληρότατες δηλώσεις κατά της Ελλάδας, αυτό που με έμμεσο και στρεβλό τρόπο τίθεται ουσιαστικά επί τάπητος δεν είναι μόνο η οικονομική, αλλά πρωτίστως η εξωτερική πολιτική της χώρας μας.
Υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις στην πολιτική και στα συμφέροντα του αμερικανοβρετανικού στρατοπέδου, από τη μια μεριά, και του γερμανογαλλικού από την άλλη.
Για τις αιτίες της γερμανογαλλικής δυσαρέσκειας απέναντι στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα απέναντι στην κυβέρνηση Παπανδρέου, έχουμε ακόμη αποσπασματικές και ανεπαρκείς πληροφορίες. Είναι απολύτως βέβαιο όμως ότι αυτή η σφοδρή δυσαρέσκεια υπάρχει τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι.
Αυτό δεν είναι ευχάριστο. Η Γερμανία είναι η ηγεμονική δύναμη της ΕΕ. Αυτή πληρώνει και σίγουρα θέλει να πάρει πίσω κάποια από τα χρήματα που δίνει και, ιδίως τώρα, σε περίοδο κρίσης. Οι πιέσεις που ασκούνται στο παρασκήνιο για εξοπλιστικά προγράμματα είναι αφόρητες. Ελπίζουμε, πάντως, η κυβέρνηση να μην χρησιμοποιήσει τα χρήματα των Γερμανών για να αγοράσει αεροπλάνα από τους… Αμερικανούς!
Ούτως ή άλλως πάντως, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να ακολουθήσει πιο ισορροπημένη πολιτική απέναντι στους Γερμανούς και τους Γάλλους. Ούτε να δείχνει ούτε να είναι προσκολλημένη στους Αμερικανοβρετανούς. Εννοείται, βεβαίως, ότι οι όποιες αναπροσαρμογές στην πολιτική της δεν πρέπει να γίνονται εις βάρος των συμφερόντων της χώρας και του λαού μας.
Αντιπάθεια προς τη Ρωσία
Η στάση του ίδιου του Γιώργου Παπανδρέου προεκλογικά, όπως και στελεχών της κυβέρνησής του, έχει προκαλέσει την εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να αναιρέσει με διάφορες προφάσεις την ενεργειακή συνεργασία της χώρας μας με τη Ρωσία και να την προσανατολίσει προς τα αμερικανικά ενεργειακά σχέδια.
Η εκλογή ως πρωθυπουργού της Βουλγαρίας του Δεξιού Μπόικο Μπορίσοφ, ο οποίος δρα ευθέως υπέρ των αμερικανικών ενεργειακών συμφερόντων, ενισχύει τις υποψίες ότι οδεύουμε προς την εγκατάλειψη τόσο του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη όσο και του στρατηγικής σημασίας αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου South Stream, ο οποίος προορίζεται να μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ιταλία μέσω της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Ευχόμαστε να μην επαληθευθούν αυτοί οι φόβοι. Πρώτον, επειδή συμπόρευση της Ελλάδας με τα ενεργειακά σχέδια των ΗΠΑ οδηγεί στη μετατροπή της χώρας μας σε ενεργειακό όμηρο της… Τουρκίας (!), αφού μέσω αυτής περνούν όλοι οι αμερικανικών συμφερόντων αγωγοί στην περιοχή.
Δεύτερον, επειδή ο αγωγός South Stream, όπως και η γενικότερη ενεργειακή συνεργασία της Ευρώπης με τη Ρωσία, αποτελούν στρατηγική επιλογή της Γερμανίας. Τούτο σημαίνει ότι, αν η Ελλάδα παρεμβάλει εμπόδια στην κατασκευή του South Stream, αυτό θα εκληφθεί ως πλήγμα κατά των στρατηγικών συμφερόντων της Γερμανίας, προκαλώντας τις ανάλογες αντιδράσεις. Έχει, άραγε, κάποιο συμφέρον η Ελλάδα από μια τέτοια εξέλιξη; Πολύ αμφιβάλλουμε.
Κάποτε στην Αραβία
Πλήρης κατάρρευση έχει επέλθει τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια στην αραβική πολιτική της χώρας μας – από την εποχή του Κώστα Σημίτη, ο οποίος ούτε καν πάτησε το πόδι του σε αραβική χώρα οκτώ χρόνια πρωθυπουργός!
Καθόλου καλύτερος δεν αποδείχθηκε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος αρκέστηκε σε μία επίσκεψη στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα του 2004 και μια ολιγόωρη στάση στο Κατάρ μήπως και πουλήσει την Ολυμπιακή!
Το ερώτημα είναι εάν θα θελήσει ο Γιώργος Παπανδρέου να ξαναπιάσει αυτό το νήμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μεγαλουργήσει στις σχέσεις με τους Άραβες, οι οποίοι τότε μιλούσαν ενθουσιασμένοι για την… «Αραβική Δημοκρατία της Ελλάδας», αλλά σήμερα, δυστυχώς, έχουν ως ήρωα του αραβικού κόσμου τον Ερντογάν, ο οποίος επάξια έχει κερδίσει με τη γενναία πολιτική στάση του αυτό το κύρος, σε πλήρη αντίθεση με τους μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου Έλληνες πρωθυπουργούς.
Όσο για τα Βαλκάνια, την άμεση γειτονιά μας που βρίσκεται σε φάση ριζικής αναδιάταξης του συσχετισμού δυνάμεων και παράλληλα σε συνεχιζόμενη διαδικασία αποσύνθεσης, είναι προφανές ότι απαιτείται τιτάνιο έργο ενδελεχούς μελέτης των αλλαγών που έχουν επέλθει και χάραξης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ικανής να ανταποκριθεί στις τεράστιες προκλήσεις που υφίστανται αλλά και κυοφορούνται για τις επόμενες δεκαετίες.
Δημοσίευση σχολίου