Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ*
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Σότσι της Ρωσίας και η συνάντησή του με τον πρόεδρο, Πούτιν, ήταν σωστή κίνηση. Τα δε αποτελέσματά της, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, δικαιώνουν όσους υποστηρίζαμε την ανάγκη μιας πιο “διακριτής και αυτόνομης” ελληνικής πολιτικής σε σχέση με τη δυτική πολιτική απέναντι στη Μόσχα. Κι αυτό για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Όπως έχει εξηγηθεί, η Ρωσία αντιλαμβάνεται τους περιορισμούς που πηγάζουν από την ιδιότητα της Ελλάδας ως χώρας-μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αυτή η ιδιότητα είναι που μεγιστοποιεί τη σημασία της Αθήνας για τη Μόσχα, ενώ ισχύει και το αντίστροφο. Η Αθήνα έχει ανάγκη από “εργαλεία” ελέγχου υπερβολικών απαιτήσεων της Δύσης που εκπορεύονται από τη συμμαχική της ιδιότητα. Διότι, όπως έχει επίσης εξηγηθεί, αυτό που ορίζεται στη Δύση ως συμμαχικό συμφέρον, πρέπει να πληροί την προϋπόθεση ότι δεν στρέφεται εναντίον της ελληνικής εθνικής ασφάλειας καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Η Ρωσία έχει σημασία για την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της ελληνικής στρατηγικής για έλεγχο της τουρκικής συμπεριφοράς. Μόνο εάν η Δύση-ΝΑΤΟ έδινε μία ξεκάθαρη, δεσμευτική και έμπρακτη (όχι ρητορική) εγγύηση ότι θα επέμβει εναντίον της Τουρκίας, εάν αυτή απειλήσει εμπράκτως την ελληνική κυριαρχία και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η Αθήνα θα μπορούσε να σκεφτεί να εγκαταλείψει τη Μόσχα.
Από τη στιγμή που η –έστω τύποις πλέον– συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, του υπαγορεύει να τηρεί στάση ποντίου πιλάτου, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από την αναζήτηση αντίβαρου. Αυτό προσφέρεται τόσο από την ανάπτυξη σχέσεων με τη Μόσχα, όσο και από τα σχήματα περιφερειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ ΠΟΥΤΙΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Η πρωθυπουργική αναφορά («οι σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας είναι μία διαρκής διαδρομή και έχουν μέλλον») αποτυπώνει την πραγματικότητα και αποδεικνύει τη σημασία της επίσκεψης. Αναφορικά με την ιδιότητα της Ελλάδας ως μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ο πρωθυπουργός ορθώς απάντησε ότι η χώρα μας «προφανώς δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα δύο αυτά υπερεθνικά όργανα», χωρίς αυτό όμως να σημαίνει «ότι η Ελλάδα δεν έχει και δεν επιδιώκει να έχει καλές διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως ήταν αναμενόμενο, εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της αποσταθεροποιητικής τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα και υπενθύμισε ότι η χώρα μας ήταν «πάντα υπέρ του διαλόγου επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας». Στη δική του αναφορά, ο πρόεδρος Πούτιν, αφού τάχθηκε υπέρ της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, ευφυώς πρόσθεσε ότι δεν βλέπει κανένα εμπόδιο για τη διεξαγωγή διαλόγου με αυτόν τον προσανατολισμό.
Είναι εύλογη η υποψία ότι η σημασία της ρωσικής αναφοράς δεν έγινε επαρκώς κατανοητή, εάν κριθεί από την αναπαραγωγή των δηλώσεων. Η ρωσική θέση, παρότι γενικόλογη, δεν αντιστρατεύεται τουλάχιστον, ίσως και να είναι συμβατή με την τουρκική! Και οι Τούρκοι στη ρητορική τους διάλογο ζητούν. Με τη διαφορά, όμως, ότι απαιτούν να τεθούν σε διαπραγμάτευση ζητήματα ελληνικής κυριαρχίας και ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια δεν αποδέχονται ως πλαίσιο του διαλόγου το διεθνές δίκαιο.
Επ’ αυτού, ο Πρόεδρος Πούτιν απέφυγε να τοποθετηθεί, παρά τις σαφέστατες αναφορές του Έλληνα πρωθυπουργού. Και θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε θα αξιοποιηθεί από τη ρωσική διπλωματία στις επαφές της με την τουρκική, ενώ πολλοί στην Αθήνα θα σπεύσουν να την θεωρήσουν φιλελληνική! Η αμφισημία, εξάλλου, επιτρέπει στη Μόσχα να ισχυριστεί ότι δεν απαιτούνταν περαιτέρω διευκρινίσεις από τον πρόεδρο Πούτιν, δεδομένων των αναφορών Μητσοτάκη!
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ “ΧΑΡΤΙ” ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
Σε ό,τι αφορά στην ουκρανική κρίση, ο Μητσοτάκης τόνισε την ανησυχία του για την αναζωπύρωση της έντασης. Η δήλωσή του ότι «δεν θα υπάρξει κανένας νικητής» πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι καταγράφηκε με ικανοποίηση από τη ρωσική διπλωματία, ενώ η ελληνική πλευρά ενέγραψε υποθήκες ρωσικής μέριμνας για την προστασία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή του Ντόνμπας. Γενικότερα για την ασφάλεια του Ελληνισμού της Ρωσίας, είναι αυταπόδεικτο ότι η διακριτή ελληνική πολιτική απέναντι στη Ρωσία είναι ευεργετική.
Η Ελλάδα έχει ισχυρό διπλωματικό χαρτί απέναντι στη Μόσχα, εάν αποδεικνύει στην πράξη ότι έχει μη ιδεολογικοποιημένη προσέγγιση και ορθολογική κατανόηση των ανησυχιών της Ρωσίας για την εθνική της ασφάλεια. Μπορεί να μετατραπεί, αν όχι σε γέφυρα, τουλάχιστον σε παράγοντα μετριασμού του συγκρουσιακού κλίματος, με διακηρυγμένο στόχο την ειρηνική συνύπαρξη Δύσης και Ρωσίας, καθώς αυτό επιτάσσει το ελληνικό εθνικό συμφέρον.
Έχει υπογραμμιστεί σε όλους τους τόνους από τον υπογράφοντα, ότι η προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας είναι αντιστρόφως ανάλογη της γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό, το να αναλαμβάνει η Ελλάδα πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης, μπορεί να ενισχύσει διπλωματικά τη θέση της.
Εξάλλου, το ρωσικό ενδιαφέρον για τη διατήρηση ενός καλού επιπέδου σχέσεων με την Ελλάδα, αποδεικνύεται και από τις δηλώσεις Πούτιν, σύμφωνα με τις οποίες «πιστεύει πως η στάση της Ελλάδος θα διέπεται από εγκράτεια», τονίζοντας πως «ποτέ η συμμετοχή της Ελλάδας ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μπλοκ [ΕΕ-ΝΑΤΟ] δεν εμπόδιζε την ανάπτυξη των [διμερών] σχέσεων». Παράλληλα, εξέφρασε και την ελπίδα ότι «στο μέλλον θα αξιοποιήσουμε τη στήριξη των Ελλήνων φίλων μας με στόχο να παίξουν θετικό ρόλο στις σχέσεις μας με αυτά τα δύο μπλοκ».
ΕΛΛΑΔΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΕΛΑΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ;
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι και το ζήτημα της ενεργειακής συνεργασίας των δυο πλευρών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι «η Ρωσία έχει διαχρονικά αποδειχθεί αξιόπιστος προμηθευτής φυσικού αερίου… και η Ελλάδα έχει αποδειχτεί αξιόπιστος εταίρος. Είναι σημαντικό οι όποιες μεταβολές να μην παρεκκλίνουν των όρων της συμφωνίας». Από την πλευρά του ο Πούτιν υποστήριξε, ότι η Ρωσία, που εξασφαλίζει πάνω από το 40% των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδος, «εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα και την ΕΕ και θα συνεχίσει την αδιάκοπη προμήθεια φυσικού αερίου».
Στην αναφορά μπορεί να διακρίνει κανείς μια μικρή αιχμή. Είναι γνωστό ότι ο αρμόδιος υπουργός συζήτησε με τους Ρώσους το ζήτημα της τιμής. Είναι καιρός η κυβέρνηση να αντιληφθεί ότι τα σχέδιά της για μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο φυσικού αερίου, στην οπτική της Μόσχας ερμηνεύεται –και εν μέρει ορθώς– ως κίνηση στο πλαίσιο της δυτικής στρατηγικής για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που ήρθε για να μείνει…
Όσο η Ελλάδα δεν προχωρά δυναμικά στην αξιοποίηση των δικών της κοιτασμάτων, που υπάρχουν σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και είναι πλούσια, απουσιάζει από την ανάλυση του Κρεμλίνου η παράμετρος “ζωτικό οικονομικό συμφέρον”, κάτι που και να μην του αρέσει, το κατανοεί. Μένει μόνο η εξυπηρέτηση της δυτικής στρατηγικής και μάλιστα περιορισμένη σε διαμετακομιστικό ρόλο. Κι αυτό, με την δικαιολογία της “πράσινης” μετάβασης, παρότι μόνο αφελείς ή ιδιοτελείς παραγνωρίζουν ότι αυτή η μετάβαση θα περάσει από δεκαετίες κυριαρχίας του φυσικού αερίου.
Παρότι ως προμηθευτής υδρογονανθράκων η Ρωσία πλήττεται από τις εξορύξεις στην περιοχή της Μεσογείου, οι ανησυχίες της μπορούν να καθησυχαστούν και να ρυθμιστούν στο πλαίσιο μιας μελλοντικής συμφωνίας με τη Δύση. Αυτό που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με ορθολογικούς όρους είναι η σκόπιμη(;) ολιγωρία στην αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων. Η αξιοποίησή τους θα ενίσχυαν εντυπωσιακά την Ελλάδα και στο οικονομικό επίπεδο και στο γεωπολιτικό.
Σε κάθε περίπτωση είναι ανακόλουθο η Ελλάδα να υποστηρίζει τη μείωση της εξάρτησης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, ενώ απεμπολεί τη δυνατότητα να εξασφαλίσει φυσικό αέριο σε πολύ μικρότερο κόστος από όσο το προμηθεύεται σήμερα από τη Ρωσία και από όπου αλλού. Είναι απλά παράλογο.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Δημοσίευση σχολίου