Οι πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου σχετικά με την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων για την ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εν όψει της συνεχώς κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας, δυστυχώς αποτελούν ένδειξη ότι συνολικά το ελληνικό στρατιωτικό οικοδόμημα (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και ένοπλες δυνάμεις) συνεχίζει να σχεδιάζει με βάση τις… παραδοσιακές “συνταγές”.
Παραδοσιακές “συνταγές” που επειδή πλέον δεν αποδίδουν σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον όπου τόσο οι οικονομικοί όσο και οι ανθρώπινοι πόροι ελλείπουν έχουν μετασχηματιστεί σε “μύθους”. Όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες, υπάρχει παντελής έλλειψη πρωτότυπης σκέψης και ο ένας ακολουθεί τα βήματα του άλλου, σε μια αυτοκαταστροφική πεπατημένη, καθώς είτε δεν αντιλαμβάνονται είτε έχουμε τελικά εθιστεί σε έναν ιδιότυπο “εθνικό αυτόματο πιλότο”.
Το δε φοβικό μας σύνδρομο δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση της κύριας απειλής ασφαλείας που αντιμετωπίζουμε, δηλαδή της Τουρκίας, αλλά και σε οτιδήποτε αφορά την υιοθέτηση δραστικών λύσεων που θα “ανακάτευαν την τράπουλα” αποφασιστικά, σε μια εποχή η οποία υπαγορεύει μόνο αντισυμβατικές λύσεις…
Όσο και αν είναι δυσάρεστο, το ελληνικό στρατιωτικό οικοδόμημα θα πρέπει σύντομα να… εγκαταλείψει αυτή τη σειρά παραδοσιακών “μύθων” που τις προηγούμενες δεκαετίες θεωρούνταν ως αξιώματα , δηλαδή ως καθολικά δεδομένες αλήθειες και να υιοθετήσει λύσεις προσαρμοσμένες στις σημερινές αντίξοες συνθήκες.
Μάλιστα, το έργο δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο καθώς την περίοδο που διανύουμε η τουρκική απειλή είναι πιο ισχυρή και άμεση από ποτέ. Η ίδια εκτίμηση ισχύει και για το μέλλον, τουλάχιστον μέχρι να παγιωθεί το νέο τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν διανύουμε απλώς μία φάση όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά την περίοδο που ως αποτέλεσμα θα έχει τον καθορισμό του γεωστρατηγικού ρόλου και σημασίας κάθε χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Για αυτό θα πρέπει να απαλλαγούμε από τους «μύθους» του παρελθόντος, να προσαρμοστούμε και να επιτύχουμε το βέλτιστο.
Μύθος 1ος. Η διατήρηση και επαρκής εξοπλισμός μεγάλου μεγέθους ενόπλων δυνάμεων ώστε να συντηρείται μία κατά βάση αριθμητική αναλογία με την Τουρκία (που για δεκαετίες είχε σχηματοποιηθεί στο περιβόητο 7 προς 10)
Δυστυχώς αυτή η αριθμητική αναλογία, πλέον δεν είναι εφικτή καθότι στη χώρα μας ελλείπουν τόσο οι ανθρώπινοι όσο και οι οικονομικοί πόροι που απαιτούνται για τη συντήρηση, εξοπλισμό και εκπαίδευση μεγάλου μεγέθους ενόπλων δυνάμεων.
Με ετήσιο προϋπολογισμό περί τα 550 εκατ. ευρώ για προμήθειες οπλικών συστημάτων και περί τα 440 εκατ. ευρώ για λειτουργικά έξοδα (στοιχεία για το 2019), η υλοποίηση μειζόνων εξοπλιστικών προγραμμάτων και παράλληλα η υψηλού επιπέδου συντήρηση των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων και μέσων είναι απλώς αδύνατη.
Όσοι οραματίζονται για το μέλλον οροφές 300 μαχητικών, 13 φρεγατών, 1.250 αρμάτων μάχης (για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα κυρίων οπλικών συστημάτων δομής), θα πρέπει να εκτελέσουν …αναγκαστική προσγείωση σε μία πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα και ένα εξίσου δυσοίωνο μέλλον.
Το υψηλό κόστος κτήσης σύγχρονης τεχνολογίας οπλικών συστημάτων και το επίσης υψηλό κόστος κύκλου ζωής έχει δημιουργήσει, ακόμη και στις χώρες σχεδίασης, ανάπτυξης και παραγωγής, σημαντικό πρόβλημα στην εξεύρεση και διάθεση των αναγκαίων πιστώσεων για την προμήθεια μεγάλου αριθμού από κάθε κατηγορία συστημάτων.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να γίνει η προσαρμογή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε κατώτερες αριθμητικά οροφές κύριων οπλικών συστημάτων δομής και το κυριότερο η αξιολόγηση της απειλής να εδράζεται στη δυνατότητα αντιμετώπισης / εξουδετέρωσής της, στη βάση των αναγκαίων για αυτό επιχειρησιακών δυνατοτήτων και όχι στον απλό αριθμητικό συσχετισμό οπλικών συστημάτων.
Όσον αφορά το προσωπικό η κατάσταση είναι χειρότερη. Η υπογεννητικότητα και η κοινωνική απαξίωση της στρατιωτικής θητείας σε συνδυασμό με τη μικρή διάρκεια της έχουν καταστήσει τη λειψανδρία μόνιμη κατάσταση. Οι σχηματισμοί και οι μονάδες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (και ιδιαίτερα του Ελληνικού Στρατού) αποτελούν στην πράξη, σκελετούς που αναμένεται να αποκτήσουν την πολεμική τους σύνθεση με την επιστράτευση μίας αμφιβόλου επάρκειας εκπαίδευσης εφεδρείας.
Επιπρόσθετα, η έλλειψη οικονομικών πόρων έχει αναστείλει για περισσότερο από μία δεκαετία την πρόσληψη Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) με αποτέλεσμα σήμερα οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να έχουν γίνει «στρατός μεσηλίκων» και η ανανέωση του αντίστοιχου προσωπικού να είναι μηδενική.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι με αυτά τα δεδομένα, η διατήρηση Στρατού που η δομή δυνάμεων του περιλαμβάνει περισσότερους από 30 σχηματισμούς εκστρατείας επιπέδου μεραρχίας και ταξιαρχίας, καθίσταται αγωνιώδης προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου.
Κατά συνέπεια αν δεν αντιστραφεί η παρούσα κατάσταση σε ότι αφορά τη διάθεση οικονομικών (σημαντική αύξηση του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού) και ανθρώπινων πόρων (αύξηση της στρατιωτικής θητείας στους 14 μήνες, ετήσιες προσλήψεις ΕΠΟΠ), η μείωση του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων γίνεται αναγκαστικά μονόδρομος.
Δυστυχώς δεν υφίστανται ενδείξεις ότι η αντιστροφή πρόκειται να συμβεί στο ορατό μέλλον. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ουδεμία άλλη επιλογή από το να πορευτούμε εντός του υφιστάμενου περιοριστικού πλαισίου.
Εκτός κι αν το εξίσου αρτηριοσκληρωτικό -απ’ άκρου εις άκρον- πολιτικό σύστημα, αποφασίσει να αναθεωρήσει τις προτεραιότητες, οι οποίες αποτελούν άλλη μια έκφανση της “μυθολογίας” (σ.σ. και παθογένειας) που ταλαιπωρεί τη χώρα.
Μύθος 2ος. Η ισόρροπη ή σχετικά ισόρροπη ανάπτυξη και των τριών Κλάδων (Στρατός, Ναυτικό και Αεροπορία)
Στη βάση των όσων προαναφέρθηκαν ούτε αυτό είναι πλέον εφικτό. Δυστυχώς έφθασε η στιγμή να καθοριστούν προτεραιότητες, διαδικασία που κάθε άλλο παρά εύκολη (όσον αφορά τον υπολογισμό) ή ανώδυνη (όσον αφορά την προσαρμογή και τα αποτελέσματα) είναι.
Ως θέση εκκίνησης της συζήτησης προτείνεται η απονομή της ύψιστης προτεραιότητας στην Αεροπορία καθώς ως Όπλο έχει μεγαλύτερη δυνατότητα προβολής ισχύος σε μεγάλες αποστάσεις και στον μικρότερο δυνατό χρόνο αντίδρασης, σε σχέση με τον Στρατό και το Ναυτικό.
Με την έναρξη των επιχειρήσεων το αεροπορικό όπλο έχει τα εγγενή χαρακτηριστικά για να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στα στρατηγικά «κέντρα βαρύτητας» (ως παράδειγμα ανάλυσης των κέντρων βαρύτητας δες την ανάρτηση με τίτλο «Το «Επιχειρησιακό Σχέδιο 1003V» και η σχέση με τα σχέδια για τη Συρία») του αντιπάλου και να καταστρέψει τη θέληση και τη δυνατότητα του να διεξαγάγει επιχειρήσεις.
Μύθος 3ος. Η αναζήτηση “μαγικών λύσεων”
Πρόκειται για φενάκη καθώς πολύ απλά αυτές δεν υπάρχουν. Η παρουσίαση του τάδε ή του δείνα οπλικού συστήματος ως μοναδικότητας που από μόνο του… δια μαγείας θα ανατρέψει τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μπορεί να είναι αποτελεσματική τεχνική εμπορικής προώθησης ειδικά απευθυνόμενη στο γενικό κοινό αλλά επί της ουσίας αποτελεί κατασπατάληση πόρων εάν δεν εντάσσεται στον ευρύτερο επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρούσα περίοδο αποτελεί η προμήθεια των δύο γαλλικών φρεγατών τύπου Belh@rra που παρουσιάζονται ακόμη και από επίσημα χείλη ως η… “μαγική” λύση για τη διασφάλιση της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πέραν πάσης αμφιβολίας ο στόλος των σκαφών επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού χρειάζεται άμεση ανανέωση, αλλά στη βάση του γενικότερου σκεπτικού που προαναφέρθηκε, αποτελεί όντως προτεραιότητα την παρούσα περίοδο;
Μήπως η επένδυση σε όπλα (ασχέτως Κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων) μακρού βεληνεκούς και μεγάλης ακριβείας κατά ιπτάμενων, χερσαίων και επιφανείας στόχων, αισθητήρες (για την επιτήρηση και εντοπισμό στόχων) και συστήματα διοίκησης και ελέγχου θα έπρεπε να είναι η άμεση ελληνική προτεραιότητα;
Μύθος 4ος. «Ο διεθνής παράγοντας»
Μετά το φιάσκο των Ιμίων το 1996, η ελληνική στρατηγική θεωρεί τον “διεθνή παράγοντα” ως οργανική και καθοριστική (σε ότι αφορά την έκβαση) παράμετρο σε πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση. Από τη μία αποδεχόμαστε αυτό ως παραδοχή οικοδόμησης της στρατηγικής μας και από την άλλη τα πιο επίσημα χείλη τελευταία τελευταία δηλώνουν πως αν υπάρξει σύγκρουση “θα είμαστε μόνοι μας”.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη παιδεία περί τα αμυντικά και τα διεθνολογικά για να εντοπίσει κανείς την ΑΝΤΙΦΑΣΗ. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε, ώστε στη συνέχεια να προσαρμόσουμε ορθολογικά και τη στρατηγική μας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να μας διαφεύγουν δύο καίρια σημεία.
Πρώτον, ότι ο “διεθνής παράγοντας” πρωτίστως υπηρετεί τα συμφέροντα του και βάσει αυτών κινείται και καθορίζει τα όρια της όποιας εμπλοκής του και το σημαντικότερο το ζητούμενο από αυτή.
Δεύτερον, ότι ο χρόνος αντίδρασης της εκδήλωσης της παρέμβασης του “διεθνούς παράγοντα” είναι εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρος. Κατά συνέπεια υφίσταται η πιθανότητα, η παρέμβαση να “νομιμοποιήσει” ή παγιώσει τα τετελεσμένα (όπως η περίπτωση “γκριζαρίσματος” των Ιμίων και όχι μόνο).
Στη βάση των ανωτέρω προτείνεται η ελληνική αντίδραση σε οποιαδήποτε τουρκική ενέργεια οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο – κρίση, να είναι και η διατήρηση στο “οπλοστάσιο” της ΑΜΕΣΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΤΑΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΣΤΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗΣ γι’ αυτό. Εάν επιθυμούμε να συζητούμε ορθολογικά ότι διαθέτουμε ουσιαστική αποτροπή.
Η προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ριψοκίνδυνη, έχει όμως το πλεονέκτημα ότι αυξάνει κατακόρυφα το κόστος και καθιστά αβέβαια την έκβαση για τον αντίπαλο. Έτσι ενισχύει την εθνική αποτροπή. Επιδιώκοντας να επηρεάσει τους υπολογισμούς κόστους – οφέλους τους αντιπάλου. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Ασφαλώς απαιτεί κατάλληλη προετοιμασία σε επίπεδο βούλησης, διαδικασιών και δυνατοτήτων…
Εν κατακλείδι, οι καιροί είναι χαλεποί και ως εκ τούτου απαιτούνται ριζικά μέτρα για τον μετασχηματισμό και την προσαρμογή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στην αμείλικτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα την αποτελεσματική επίτευξη του μέγιστου δυνατού, στην υποστήριξη των εθνικών ζωτικών συμφερόντων.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου