File Photo: US President Donald J. Trump (R) meets with Greek Prime Minister Alexis Tsipras in the Oval Office of the White House, in Washington, DC, USA, 17 October 2017. EPA, Martin H. Simon, POOL
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Η μεταμνημονιακή Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα. Οι νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες στην περιοχή των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου όπως εξελίσσονται, την υποχρεώνουν σε δύσκολες επιλογές.
Αν κρίνει όμως κανείς από τη μέχρι τώρα πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η επιλογή μιας φιλοδυτικής και φιλοαμερικανικής πολιτικής είναι δεδομένη. Οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, αυτοί των ΗΠΑ και της ΕΕ, είναι σε μόνιμη διαβούλευση με την Αθήνα για τον ρόλο της στον νέο υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό χάρτη στην περιοχή.
Ακόμη και την εβδομάδα που μας πέρασε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, βρισκόταν για συνομιλίες στην Αθήνα με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ενώ παράλληλα ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης είχε συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, στρατηγό Τζότζεφ Ντάνφορντ, που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, στην οποία συζητήθηκε η περαιτέρω διεύρυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ.
Κατά τη συνάντηση μεταξύ των δύο Αρχηγών συζητήθηκε το διεθνές περιβάλλον ασφαλείας, με έμφαση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Ταυτόχρονα δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης ότι επεκτείνεται κατά έναν χρόνο η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ μέχρι και τις 6 Νοεμβρίου 2018, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφορά τη ναυτική βάση της Σούδας. Είναι όμως γνωστό πως οι Αμερικανοί έχουν πετύχει και πολλαπλές άλλες στρατιωτικές διευκολύνσεις σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Την ίδια ώρα συνεχίζονται και οι διαβουλεύσεις σε τριμερές επίπεδο που περιλαμβάνει και την Κύπρο, με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Να σημειωθεί επίσης η φετινή εντυπωσιακή αμερικανική παρουσία στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με παρόντα τον υπουργό Εμπορίου κ. Ουίλμπουρ Ρος.
Για το ίδιο θέμα ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, δήλωνε την εβδομάδα που μας πέρασε: «Το ξεκάθαρο, από τη συμμετοχή μας στην Έκθεση είναι ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις εξετάζουν εκ νέου και σε βάθος τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Ελλάδα.
Όχι μόνο ως αγορά με έντεκα εκατομμύρια πολίτες, αλλά και λόγω του ρόλου της Ελλάδας, κι ειδικά της Θεσσαλονίκης, ως πύλης της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων, μιας περιοχής με τριάντα εκατομμύρια καταναλωτές. Οι ΗΠΑ βλέπουν μεγάλες ευκαιρίες σε αυτή την περιοχή και την Ελλάδα, ως ηγέτη της». Δηλώσεις όμως αυτού του είδους θα δοκιμαστούν στην πράξη και για την ώρα δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Όλα αυτά σε φόντο κρίσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων και της δύσκολης φάσης που διανύουν οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις. Το ερώτημα που τίθεται συνεχώς είναι τι ανταλλάγματα έχει πετύχει η ελληνική πλευρά με όλη αυτή τη φιλοΝΑΤΟϊκή και φιλοαμερικάνικη στροφή.
Διότι απ’ όσα είναι γνωστά επωφελούνται πρωτίστως το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί από αυτή την ελληνική στροφή τόσο στα Βαλκάνια με τη συμφωνία για το Μακεδονικό, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου όπου αντιμετωπίζουν τη ρωσική πρόκληση. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την τουρκική νεο-οθωμανική προκλητικότητα τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος αντιμετωπίζει καθημερινά τις τουρκικές απειλές. Είναι φυσιολογικό να αναμένει κανείς μια στήριξη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο από πλευράς ΗΠΑ μετά τις τόσες γενναιόδωρες ελληνικές –και κυπριακές– προσφορές που επεκτείνονται και στο Ισραήλ.
Φυσικά τόσο οι ΗΠΑ όσο και το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ, αλλά και χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενδιαφέρονται να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Εναπόκειται στην Αθήνα και τη Λευκωσία να προωθήσουν τα αντίστοιχα δικά τους και να πετύχουν ανταλλάγματα σε αυτά που προσφέρουν. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό γίνεται και εναποθέτουν πολλές ελπίδες είτε στο Ισραήλ, είτε στις ΗΠΑ. Δεδομένης της πολιτικής των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ απέναντι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, με τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, θα πρέπει ίσως να είναι κανείς πολύ επιφυλακτικός σε υποσχέσεις που μοιάζουν με επιταγές χωρίς αντίκρισμα.
Όπως λάθος θα ήταν να επενδύει κάποιος στη μάλλον περιστασιακή χειροτέρευση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Διότι μπορεί ο αμερικανο-νατοϊκός παράγοντας να αναβαθμίζει αυτή τη στιγμή την Ελλάδα αλλά καθόλου δεν υποβαθμίζει την Τουρκία. Ούτε και γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά μπορεί η Ελλάδα να αντικαταστήσει την Τουρκία για τη Δύση.
Οι Δυτικοί βλέπουν τον ρόλο της Ελλάδας συμπληρωματικό σε σχέση με αυτό της Τουρκίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό πάντα επένδυαν στην ισχυροποίηση της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ακόμη μια επιφύλαξη έχει να κάνει με την ικανότητα της Αθήνας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στο πλαίσιο της αμερικανο-ΝΑΤΟϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Και το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για τη Λευκωσία.
Συμπερασματικά το ελληνικό δίλημμα παραμένει. Είναι σωστή πολιτική η απόλυτη ταύτιση με τη Δύση, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ; Εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και ειδικά την εθνική ακεραιότητα της χώρας στο Αιγαίο αυτού του είδους η μονοδιάστατη πολιτική; Εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο όπου απειλείται η ίδια η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας; Και πόσο σοφό είναι αυτή η ταύτιση; Τα ερωτήματα δεν εξυπακούουν μια αντιδυτική στάση ή τοποθέτηση.
Ούτως ή άλλως η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ πάντοτε ενέτασσε την εξωτερική πολιτική της στα πλαίσια της Δύσης. Αυτό που φαίνεται να είναι νέο είναι ότι αυτή η πολιτική εξελίσσεται σε μονοδιάστατης μορφής, ειδικά με την ένταση που δημιουργήθηκε με τη Μόσχα. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η επιλογή θα ωφελήσει τη χώρα. Και δεν είναι κακό να τίθενται ερωτήματα και να υπάρχει ο ανάλογος προβληματισμός σε ένα τόσο καίριο θέμα.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά – ΚΕΕΚ
και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Η μεταμνημονιακή Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα. Οι νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες στην περιοχή των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου όπως εξελίσσονται, την υποχρεώνουν σε δύσκολες επιλογές.
Αν κρίνει όμως κανείς από τη μέχρι τώρα πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η επιλογή μιας φιλοδυτικής και φιλοαμερικανικής πολιτικής είναι δεδομένη. Οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, αυτοί των ΗΠΑ και της ΕΕ, είναι σε μόνιμη διαβούλευση με την Αθήνα για τον ρόλο της στον νέο υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό χάρτη στην περιοχή.
Ακόμη και την εβδομάδα που μας πέρασε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, βρισκόταν για συνομιλίες στην Αθήνα με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ενώ παράλληλα ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης είχε συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, στρατηγό Τζότζεφ Ντάνφορντ, που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, στην οποία συζητήθηκε η περαιτέρω διεύρυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ.
Κατά τη συνάντηση μεταξύ των δύο Αρχηγών συζητήθηκε το διεθνές περιβάλλον ασφαλείας, με έμφαση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Ταυτόχρονα δημοσιεύθηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης ότι επεκτείνεται κατά έναν χρόνο η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ μέχρι και τις 6 Νοεμβρίου 2018, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφορά τη ναυτική βάση της Σούδας. Είναι όμως γνωστό πως οι Αμερικανοί έχουν πετύχει και πολλαπλές άλλες στρατιωτικές διευκολύνσεις σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Την ίδια ώρα συνεχίζονται και οι διαβουλεύσεις σε τριμερές επίπεδο που περιλαμβάνει και την Κύπρο, με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Να σημειωθεί επίσης η φετινή εντυπωσιακή αμερικανική παρουσία στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με παρόντα τον υπουργό Εμπορίου κ. Ουίλμπουρ Ρος.
Για το ίδιο θέμα ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, δήλωνε την εβδομάδα που μας πέρασε: «Το ξεκάθαρο, από τη συμμετοχή μας στην Έκθεση είναι ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις εξετάζουν εκ νέου και σε βάθος τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Ελλάδα.
Όχι μόνο ως αγορά με έντεκα εκατομμύρια πολίτες, αλλά και λόγω του ρόλου της Ελλάδας, κι ειδικά της Θεσσαλονίκης, ως πύλης της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων, μιας περιοχής με τριάντα εκατομμύρια καταναλωτές. Οι ΗΠΑ βλέπουν μεγάλες ευκαιρίες σε αυτή την περιοχή και την Ελλάδα, ως ηγέτη της». Δηλώσεις όμως αυτού του είδους θα δοκιμαστούν στην πράξη και για την ώρα δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Όλα αυτά σε φόντο κρίσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων και της δύσκολης φάσης που διανύουν οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις. Το ερώτημα που τίθεται συνεχώς είναι τι ανταλλάγματα έχει πετύχει η ελληνική πλευρά με όλη αυτή τη φιλοΝΑΤΟϊκή και φιλοαμερικάνικη στροφή.
Διότι απ’ όσα είναι γνωστά επωφελούνται πρωτίστως το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί από αυτή την ελληνική στροφή τόσο στα Βαλκάνια με τη συμφωνία για το Μακεδονικό, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου όπου αντιμετωπίζουν τη ρωσική πρόκληση. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την τουρκική νεο-οθωμανική προκλητικότητα τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος αντιμετωπίζει καθημερινά τις τουρκικές απειλές. Είναι φυσιολογικό να αναμένει κανείς μια στήριξη τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο από πλευράς ΗΠΑ μετά τις τόσες γενναιόδωρες ελληνικές –και κυπριακές– προσφορές που επεκτείνονται και στο Ισραήλ.
Φυσικά τόσο οι ΗΠΑ όσο και το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ, αλλά και χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενδιαφέρονται να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Εναπόκειται στην Αθήνα και τη Λευκωσία να προωθήσουν τα αντίστοιχα δικά τους και να πετύχουν ανταλλάγματα σε αυτά που προσφέρουν. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό γίνεται και εναποθέτουν πολλές ελπίδες είτε στο Ισραήλ, είτε στις ΗΠΑ. Δεδομένης της πολιτικής των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ απέναντι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, με τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, θα πρέπει ίσως να είναι κανείς πολύ επιφυλακτικός σε υποσχέσεις που μοιάζουν με επιταγές χωρίς αντίκρισμα.
Όπως λάθος θα ήταν να επενδύει κάποιος στη μάλλον περιστασιακή χειροτέρευση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Διότι μπορεί ο αμερικανο-νατοϊκός παράγοντας να αναβαθμίζει αυτή τη στιγμή την Ελλάδα αλλά καθόλου δεν υποβαθμίζει την Τουρκία. Ούτε και γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά μπορεί η Ελλάδα να αντικαταστήσει την Τουρκία για τη Δύση.
Οι Δυτικοί βλέπουν τον ρόλο της Ελλάδας συμπληρωματικό σε σχέση με αυτό της Τουρκίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό πάντα επένδυαν στην ισχυροποίηση της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ακόμη μια επιφύλαξη έχει να κάνει με την ικανότητα της Αθήνας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στο πλαίσιο της αμερικανο-ΝΑΤΟϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Και το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για τη Λευκωσία.
Συμπερασματικά το ελληνικό δίλημμα παραμένει. Είναι σωστή πολιτική η απόλυτη ταύτιση με τη Δύση, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ; Εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και ειδικά την εθνική ακεραιότητα της χώρας στο Αιγαίο αυτού του είδους η μονοδιάστατη πολιτική; Εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο όπου απειλείται η ίδια η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας; Και πόσο σοφό είναι αυτή η ταύτιση; Τα ερωτήματα δεν εξυπακούουν μια αντιδυτική στάση ή τοποθέτηση.
Ούτως ή άλλως η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ πάντοτε ενέτασσε την εξωτερική πολιτική της στα πλαίσια της Δύσης. Αυτό που φαίνεται να είναι νέο είναι ότι αυτή η πολιτική εξελίσσεται σε μονοδιάστατης μορφής, ειδικά με την ένταση που δημιουργήθηκε με τη Μόσχα. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτή η επιλογή θα ωφελήσει τη χώρα. Και δεν είναι κακό να τίθενται ερωτήματα και να υπάρχει ο ανάλογος προβληματισμός σε ένα τόσο καίριο θέμα.
*Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά – ΚΕΕΚ
και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου