Δύο σημαντικά γεγονότα σφραγίζουν το σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό και εμπορικό γίγνεσθαι, ανοίγοντας έναν νέο και ενδιαφέροντα ορίζοντα. Η TPP (Συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού – Trans-Pacific Partnership) που έχει ήδη εγκριθεί από τα εμπλεκόμενα μέρη και ξεδιπλώνεται και η TTIP (Διατλαντική συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων) που αφορά τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά ακόμα βρίσκεται σε στάδιο διαπραγμάτευσης.
Αν συνδυάσει κανείς τα μεγέθη που δημιουργούνται από τις δύο αυτές συμφωνίες προκύπτει ότι αποτελούν το 60,33 % της παγκόσμιας οικονομίας και το 22 % του πληθυσμού της γης, σύμφωνα με τα στοιχεία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι δύο συμφωνίες είναι αρκετά παρόμοιες όσον αφορά την επιρροή τους στην παγκόσμια οικονομία, αλλά διαφέρουν από την άποψη του κατά κεφαλήν εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των χωρών που συμμετέχουν στην καθεμία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι οικονομίες των μελών της TPP αντιπροσωπεύουν το 27,3 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, και 10,7 % του παγκόσμιου πληθυσμού. Η οικονομία των χωρών ΤΤΙΡ αντιπροσωπεύει το 33 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, με 11,2 % του πληθυσμού. Το μέσο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) για τις 12 χώρες της TPP είναι $ 30.697, ενώ για τις χώρες ΤΤΙΡ το μέσο εισόδημα είναι $ 47.607. Υπάρχουν, όμως και διαφορές, όπως πχ ότι η ΤΤΙΡ εστιάζεται κυρίως στις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Οι διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ αποσκοπούν πρωτίστως στην «κανονιστική σύγκλιση» για τη διευκόλυνση του εμπορίου και των επενδύσεων, τη μείωση των μη δασμολογικών φραγμών, καθώς και το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών. Δεύτερον, η ΤΤΙΡ είναι πιο φιλόδοξη σε σύγκριση με την TTP. Εκτός από το οικονομικό σκέλος, η ΤΤΙΡ έχει μεγαλύτερο γεωστρατηγικό αντίκτυπο, δεδομένου ότι ενισχύει περαιτέρω τους ισχυρούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, που ήδη «δένονται» από τη στρατιωτική συμμαχία μέσω του ΝΑΤΟ, κάτι που στο επίπεδο της TPP δεν υφίσταται.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή των διαπραγματεύσεων για την TTIP και η ενημέρωση των πολιτών και του επιχειρηματικού κόσμου παραμένει ισχνή. Στην Ελλάδα, όπως (αν και έχουν γίνει λίγες εκδηλώσεις), αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, το έλλειμμα ενημέρωσης δημιουργεί ανησυχίες για το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα, τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας συμφωνίας και τις επιπτώσεις της στη ζωή των πολιτών.
Η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, όταν ολοκληρωθεί, θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία που έχει ποτέ επιτευχθεί και η οποία θα επιφέρει αλλαγές στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και των δύο πλευρών.
Αποκωδικοποιώντας την TTIP: Η αύξηση του εκτοπίσματος και το μικρό καλάθι…
Τα οικονομικά και εμπορικά οφέλη που θα προκύψουν από τη συμφωνία είναι τεράστια, αφού εκτιμάται ότι αυτή η Συμφωνία θα αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού για το παγκόσμιο Εμπόριο και θα φέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ σε θέση πρωταγωνιστή στην παγκόσμια οικονομία. Υπάρχουν, όμως και «γκρίζες» ζώνες που χρήζουν περαιτέρω διαπραγμάτευσης.
Πέραν της οικονομικής σημασίας και της αναπτυξιακής προοπτικής που θα φέρει η Συμφωνία, υπάρχει μια ακόμη σημαντική παράμετρος που αφορά στη στρατηγική σημασία της TTIP. Η συμφωνία θα ανοίξει και προοπτικές γεωπολιτικών προεκτάσεων που δύνανται να συμβάλλουν στην ανανέωση του Ευρωατλαντικού άξονα, καθώς και στην ενδυνάμωση των ενδοευρωπαικών δεσμών και στην ενίσχυση της παρουσίας της ΕΕ στο διεθνές περιβάλλον.
Η σημασία της Συμφωνίας και τα προσδοκώμενα οφέλη είναι τέτοια που αναγκάζουν τις δύο πλευρές να εμπλακούν σε μια χρονοβόρα διαπραγματευτική διαδικασία, που αποδεικνύεται ότι είναι μια πολύ σοβαρή και δύσκολή υπόθεση. Η διαπραγμάτευση ξεπερνά την πάγια λογική μιας απλής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου και θα αλλάξει τους παγκόσμιους κανόνες, αφού θα οδηγήσει σε σύγκλιση και των υπόλοιπων οικονομιών στους νέους κανόνες της.
Η κατανόηση της οικονομικής, αλλά και γεωπολιτικής σημασίας της συμφωνίας είναι σημαντική. Για να γίνει όμως κατανοητή πρέπει όλη η διαδικασία της διαπραγμάτευσης να διέπεται από απόλυτη διαφάνεια, πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα κείμενα της διαπραγμάτευσης και έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο.
Οι χώρες της ΕΕ αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά εξαγωγών για τις ΗΠΑ, ενώ οι ΗΠΑ με τη σειρά τους είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ. Το μέγεθος της εμπορικής σχέσης των δύο οικονομιών, καθιστά στρατηγική την υπό διαπραγμάτευση συμφωνία, λόγω των οικονομικών και γεωπολιτικών επιπτώσεων της. Ως εκ τούτου, έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στις πιθανές θετικές και αρνητικές επιπτώσεις της. Μέχρι στιγμής έχουν αναδειχθεί οι ακόλουθες θεματικές ενότητες της συμφωνίας α) πρόσβαση σε αγορές (δασμοί, εμπόριο υπηρεσιών και δημόσιες συμβάσεις) β) κανόνες (βιώσιμη ανάπτυξη, απασχόληση, ενέργεια) και γ) κανονισμοί (τεχνικά εμπόδια και υγειονομικά θέματα).
Η σημασία της «αναβάθμισης» της εμπορικής σχέσης των ΗΠΑ και της ΕΕ έγκειται στην προώθηση των προδιαγραφών των δύο οικονομικών οντοτήτων διεθνώς. Αυτό είναι σημαντικό καθώς αφορά στην «ήπια δύναμη» (soft power), που ασκούν παγκοσμίως, ειδικά αν αναλογιστούμε ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ινδία, που επιχειρούν να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και τις συμφωνίες τους σε διεθνές επίπεδο. H αμοιβαία αναγνώριση των προδιαγραφών μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει στην εδραίωση τους και σε άλλες χώρες, ειδικά όσον αφόρα στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις συνθήκες απασχόλησης. Έτσι ο καθορισμός των κανονισμών από τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα βοηθούσε την μετέπειτα εδραίωση της επιρροής τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Η επικέντρωση στους κανονισμούς αντί των δασμών, άλλωστε, είναι το κύριο χαρακτηριστικό των λεγόμενων εμπορικών διαπραγματεύσεων νέας γενιάς. Η πρόκληση έγκειται στο να αρθούν οι υποψίες και οι ανησυχίες φορέων ως προς την πιθανή υποβάθμιση των προδιαγραφών ασφαλείας και την απομείωση των θέσεων εργασίας. Η μείωση των δασμών σε μηδενικό επίπεδο και ο περιορισμός των μη δασμικών εμποδίων κατά 25%, καθώς και των εμποδίων δημοσίων συμβάσεων κατά 50% αναμένεται να αυξήσει το ευρωπαϊκό ΑΕΠ κατά 0,5% μέχρι το 2027 σύμφωνα με έρευνα του CEPR.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η δυνατότητα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης δεν θα είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να μειωθούν τα επίπεδα ανεργίας που μαστίζει την ΕΕ (25 εκατομμύρια άνεργοι Ευρωπαίοι). Οι εκτιμήσεις των οικονομικών επιπτώσεων της TTIP έχουν ως βασικό σενάριο μια μικρή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,5% μέσα σε 13 χρόνια. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ακόμα και αρνητικά, καθώς πιο αυστηρά μέτρα ευρεσιτεχνίας και πνευματικής ιδιοκτησίας, μπορεί να οδηγήσουν και σε υψηλότερες τιμές. Η ECORYS εκτιμά πως η μείωση των μη δασμικών εμποδίων κατά 50% θα μπορούσε να αυξήσει το διατλαντικό ΑΕΠ κατά 150 δις δολάρια. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ωστόσο, μόνο το 50% των μη δασμικών εμποδίων που έχουν προταθεί για κατάργηση είναι στα πλαίσια του εφικτού. Η μείωση τους φαίνεται ιδιαίτερα φιλόδοξη κυρίως λόγω ισχυρών διασυνδέσεων ανάμεσα σε διάφορους τομείς που συνεπάγονται πως τα συνολικά οφέλη θα πραγματοποιηθούν μόνο αν η απελευθέρωση γίνει αποτελεσματικά σε όλους τους τομείς. Η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας παραμένει προτεραιότητα καθώς συχνά αυξάνει τις τιμές κατά 10-20% και επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παραγωγών και τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Ως αποτέλεσμα, η αμοιβαία αναγνώριση των διαδικασιών θα μπορούσε να περιορίσει τα κόστη παραγωγής και να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσω του περιορισμού δαπανηρών κανονισμών (π.χ. μη συμβατοί κανονισμοί στην επεξεργασία ζαχαροπλαστικών προϊόντων, προδιαγραφές για την ασφάλεια αυτοκίνητων).
Το εμπόδιο της διαδικασίας επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κράτους – ISDS (investor – state dispute settlement)
Ένα άλλο θέμα έντονης διαμάχης είναι η διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κράτους. Η αναγκαιότητα της διαδικασίας δεν είναι ούτε ξεκάθαρη ούτε καλά εδραιωμένη, καθώς οι ΗΠΑ και η ΕΕ είναι αναπτυγμένες οικονομίες με εδραιωμένους θεσμούς και Κράτος Δικαίου. Βάση αυτού μια ολοκληρωμένη συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων που προστατεύει και ωφελεί τα κράτη και τους επενδυτές οφείλει να περιλαμβάνει τέτοιου είδους διατάξεις. Στην περίπτωση της TTIP, όμως, η διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κράτους εκτός του ότι θεωρείται περιττή, έχει κατακριθεί για την πιθανή παρεμβολή της σε δημόσια συμφέροντα, ακόμα και στην ρύθμιση – υποβάθμιση του ρόλου κυρίαρχων κρατών.
Η διαδικασία έχει παρουσιαστεί- ίσως και καθ υπερβολή- ως εργαλείο που αποσκοπεί σε «εταιρική ομηρία» του κράτους, επιβαρύνοντας το με κόστη. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα οι φορολογούμενοι έχουν συνεισφέρει 400 εκατομμύρια δολάρια σε πληρωμές του κράτους σε ξένες εταιρείες. Γνωστή καπνοβιομηχανία μήνυσε την Αυστραλία για την εφαρμογή κανονισμών που προέβλεπαν τη «λευκή συσκευασία τσιγάρων». Αντίστοιχα Σουηδοί επενδυτές άσκησαν αγωγές στη Γερμανία επειδή σκόπευε να περιορίσει την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας μετά την καταστροφή στη Fukushima. Τέτοια περιστατικά αντικατοπτρίζουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε δημόσια και εταιρικά συμφέροντα. Από τις 514 υποθέσεις το 24% έχουν ξεκινήσει από επενδυτές των ΗΠΑ και 26% από Ευρωπαίους επενδυτές. Με βάση στατιστικά στοιχεία, τα κράτη κερδίζουν σταθερά περισσότερες υποθέσεις από τους επενδυτές που ασκούν αγωγές εναντίον τους. Επιπλέον, διαδικασίες διαιτησίας περιλαμβάνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου για αμεροληψία και η ΕΕ έχει προωθήσει δηµόσιες διαβουλεύσεις που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την αμεροληψία των διαιτητών. Μέχρι στιγμής τα Κράτη Μέλη έχουν συμφωνήσει να παραμείνουν σε ισχύ οι εθνικές επενδυτικές συμφωνίες μέχρι αυτές να αντικατασταθούν από επενδυτικές συμφωνίες που έχει κλείσει η ΕΕ. Για να αποφευχθούν σημεία εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις, οι μελλοντικές συμφωνίες θα μπορούσαν να αποφύγουν την παροχή δικαιωμάτων σε ξένους επενδυτές που υπερβαίνουν όσα προβλέπονται από τους ευρωπαϊκούς ή τους εθνικούς νόμους στους επενδυτές που επενδύουν εντός της ΕΕ.
(Γεω)Πολιτικές επιπτώσεις της TTIP
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε την εντολή να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ το 2013 και μόλις συνταχτεί ένα τελικό κείμενο, οι Ευρωβουλευτές και οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να πάρουν την τελική απόφαση. Αυτή η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί στο πλαίσιο του Βρετανικού δημοψηφίσματος και των εκλογών στις ΗΠΑ, σε Γαλλία και Γερμανία. Η μη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την εμπορική συμφωνία θα ενίσχυε την πιθανότητα απομάκρυνσης της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ. Θα σήμαινε ενδεχομένως ότι η περαιτέρω ενοποίηση του εμπορίου στο πλαίσιο της ΕΕ δεν είναι προς όφελος των Κρατών Μελών. Αντιθέτως, η ολοκλήρωση της TTIP θα είχε σημαντικές οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Θα πρόσθετε δυναμική στο κοινό Ευρωπαϊκό συμφέρον και στην γεωπολιτική ισχύ της Ένωσης. Συχνά ξεχνάμε πως η εμπορική ενοποίηση αποτέλεσε τον πρωτογενή λόγο ύπαρξης και εξέλιξης της ΕΕ!
Επίσης, η επίτευξη της συμφωνίας θα μπορούσε να αναπλάσει την εικόνα της ΕΕ και των διαδικασιών της, σε μια εποχή που και τα δυο αντιμετωπίζουν οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις. Η διαπραγμάτευση της εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ θα σηματοδοτούσε τη δυνατότητα της ΕΕ να μπορεί να δράσει ως ένας ενιαίος συντελεστής με βούληση να πετύχει μια συμφωνία διεθνούς εμβέλειας. Η TTIP θα εδραίωνε την συμμαχία ανάμεσα σε δύο μεγάλες δημοκρατικές δυνάμεις με οικονομική και στρατιωτική ισχύ.
Εν κατακλείδι, η TTIP περιλαμβάνει περισσότερες ευκαιρίες από απειλές και η επίτευξη της καθίσταται σημαντική για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους που θα επηρεάσουν τη θέση της Ένωσης στο μελλοντικό διεθνές περιβάλλον.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου