GuidePedia

0

Η μάχη για την απαγόρευση του γερμανικού ακροδεξιού και νεοναζιστικού κόμματος NPD μόλις ξεκίνησε. Το στοίχημα τεράστιο. Όχι μόνο επειδή το εγχείρημα κινδυνεύει να καταλήξει σε άλλο ένα…φιάσκο, όπως έγινε το 2003, αλλά κυρίως επειδή η επιλογή της κυβέρνησης δεν αποκλείεται να γυρίσει μπούμερανγκ ενισχύοντας τελικά το NPD.

Όπως προειδοποιούν όσοι τάσσονται κατά της προσπάθειας απαγόρευσης του κόμματος, το NPD έχει αυτή τη στιγμή παρουσία σε μόλις δύο τοπικά κοινοβούλια (Σαξονία και Μέκλενμπουργκ-Βορπόμερν, στην ανατολική Γερμανία), ενώ οι επιδόσεις του από άκρη σε άκρη της χώρας δεν μοιάζουν ικανές να του εξασφαλίσουν το απαιτούμενο 5% για να εκπροσωπηθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο… Το κυνήγι που προτίθεται να εξαπολύσει η κυβέρνηση κατά του νεοναζιστικού κόμματος, σύμφωνα με τους επικριτές αυτής της επιλογής, ενδέχεται να το επαναφέρει στο προσκήνιο δίνοντάς του τη δημοσιότητα που τόσο αναζητά και βοηθώντας το τελικά να ενισχύσει τη θέση του.
Στην πραγματικότητα, η δημόσια διαμάχη για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν οι γερμανικές αρχές έναντι της νεοναζιστικής παράταξης έχει αρχίσει προ πολλού, ωστόσο η πρόσφατη απόφαση των 16 υπουργών Εσωτερικών των ομοσπονδιακών κρατιδίων να δώσουν το πράσινο φως για την προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά του NPD αναμένεται να οξύνει τα πνεύματα. Πίσω από τα νομικά εμπόδια και τις ασφαλιστικές δικλίδες που προβλέπει το γερμανικό Σύνταγμα για την προστασία της δημοκρατίας – και οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση μετατρέπονται σε εν δυνάμει παγίδες για την όποια πρωτοβουλία κατά του NPD – κρύβεται ένα βασικό ερώτημα: Τελικά πόση ελευθερία μπορεί να παραχωρηθεί στους εχθρούς της ελευθερίας;

Οι αντιδημοκρατικές θέσεις, η ρατσιστική και νεοναζιστική ατζέντα του NPD δύσκολα αμφισβητούνται, αλλά και δύσκολα αποδεικνύονται, τουλάχιστον με τρόπο που να στοιχειοθετεί σε μια αίθουσα δικαστηρίου την αντισυνταγματικότητά τους. Όλο το «παιχνίδι» στήνεται γύρω από την ερμηνεία του Άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη διασφάλιση της πολιτικής ελευθερίας και την προστασία της τελευταίας από «εκτροπές» που μπορεί να προωθούν κάποια κόμματα. Για να απαγορευτεί ένα κόμμα θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι «οι στόχοι ή η συμπεριφορά των μελών του προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να καταργήσουν τη δημοκρατία ή να θέσουν σε κίνδυνο την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

Το πάθημα μάθημα

Μέχρι σήμερα, το μοναδικό κόμμα που απαγορεύτηκε βάσει του Άρθρου 21 ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα (Δυτικής) Γερμανίας το 1956, μια απόφαση που χρησιμοποίησε ως πάτημα την «απειλή της σοβιετικής (εδαφικής) εξάπλωσης». Όπως επισημαίνουν Γερμανοί αναλυτές, στην περίπτωση του NPD τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα καθώς, ακόμη και αν κριθεί αντισυνταγματικό, το ακροδεξιό κόμμα θα προσφύγει μετά βεβαιότητας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, το οποίο – βάσει των αποφάσεων που έχει λάβει μέχρι σήμερα – είναι πιθανό να ανατρέψει την απόφαση των γερμανικών αρχών…

Η πλευρά που στηρίζει την απόφαση των αρχών όμως ανταπαντά ότι «ορισμένοι σπεύδουν να βάλουν το κάρο πριν από τα άλογα». Όπως υποστηρίζουν, οι αρχές θα πρέπει να προχωρήσουν βήμα βήμα εάν θέλουν να πετύχουν τον σκοπό τους, κάτι το οποίο δείχνουν μέχρι στιγμής να καταφέρνουν. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της προσπάθειας απαγόρευσης, το «πάθημα» του 2003 έχει γίνει πλέον «μάθημα». Τότε, η Άνω και η Κάτω Ομοσπονδιακή Βουλή προσπάθησαν από κοινού να θέσουν εκτός νόμου το NPD, προσφεύγοντας στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Όμως, πολύ σύντομα αποκαλύφθηκε ότι μια σειρά από υψηλόβαθμα μέλη του κόμματος ήταν είτε μυστικοί πράκτορες είτε πληροφοριοδότες των αρχών.

Η υπόθεση πήρε την κάτω βόλτα όταν αποκαλύφθηκε ότι μεταξύ των πληροφοριοδοτών ήταν και ο πρώην υπαρχηγός του κόμματος, τα γραπτά του οποίου είχαν αποτελέσει τον «κορμό» της επιχειρηματολογίας που στοιχειοθετούσε την υπόθεση κατά του NPD. Όταν οι αρχές αρνήθηκαν να δημοσιοποιήσουν τα ονόματα των «δικών» τους ανθρώπων μέσα στην οργάνωση, προκειμένου το δικαστήριο να διαχωρίσει τι αποτελούσε «πραγματικές» θέσεις του κόμματος και ποιες ήταν οι θέσεις που διαμορφώθηκαν κατόπιν «παρεμβάσεων» των πρακτόρων, έκλεισε ο φάκελος NPD.

Οι φωνές που καλούσαν σε νέα εκστρατεία για την απαγόρευση του κόμματος πολλαπλασιάστηκαν το 2011, όταν η γερμανική κοινή γνώμη ανακάλυπτε με αποτροπιασμό την υπόγεια δράση της ακροδεξιάς οργάνωσης «Προστασία της Πατρίδας» και του τρομοκρατικού της «πυρήνα του Τσβίκαου». Η απίστευτη ιστορία ρατσιστικών δολοφονιών – τα θύματα εκτιμώνται σε τουλάχιστον 10, ανάμεσα στα οποία και ένας Έλληνας –, ληστειών τραπεζών και βομβιστικών επιθέσεων, που κράτησε 13 ολόκληρα χρόνια, αναζωπύρωσε τις εκκλήσεις για πιο αποφασιστική αντιμετώπιση του NPD, το οποίο η αστυνομία προσπαθεί να συνδέσει με την τρομοκρατική ομάδα. Ύστερα από εκτενή προετοιμασία τα τοπικά κοινοβούλια συνέλλεξαν περίπου 1.000 σελίδες με ενοχοποιητικό υλικό – το οποίο αυτή τη φορά προσπαθεί να μην βασίζεται σε δηλώσεις μελών του NPD, που μπορεί ενδεχομένως να αποδειχτούν πληροφοριοδότες – για την επικείμενη δικαστική μάχη. Την ίδια ώρα, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν μια επανάληψη του προηγούμενου φιάσκου, οι υπουργοί Εσωτερικών των ομοσπονδιακών κρατιδίων συμφώνησαν να «απενεργοποιήσουν» τους μυστικούς πράκτορες που διατηρούν σε υψηλόβαθμες θέσεις της οργάνωσης από τον περασμένο Απρίλη.

Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματικοί της αστυνομίας προειδοποιούν ότι αυτοί που «απενεργοποιήθηκαν» αγγίζουν περίπου τους 20 σε σύνολο 130 που διατηρούν στο NPD, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην υπόθεση. Την ίδια ώρα, νομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι συνεχίζουν να υφίστανται «μεγάλα ρίσκα» καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν αποκλείεται να απαιτήσει την αποκάλυψη των ονομάτων όλων των πρακτόρων/πληροφοριοδοτών, όπως και την ένορκη κατάθεσή τους, κάτι που θα προκαλέσει ρήξη στο μέτωπο των υπουργών Εσωτερικών, αφού πολλοί εξ αυτών αποκλείουν την όποια δημοσιοποίηση της ταυτότητας των «ανθρώπων» τους.

Διάδοχος του Κόμματος του Γερμανικού Ράιχ
Το NPD ιδρύθηκε το 1964 ως διάδοχος του Κόμματος του Γερμανικού Ράιχ. Πρόκειται για το σημαντικότερο νεοναζιστι­κό κόμμα που δημιουργήθηκε μετά το 1945 και στο τέλος της δεκαετίας του ’60 κατέγραψε τις μεγαλύτερες εκλογικές επιτυχίες του, καταφέρνοντας να διασφαλίσει παρουσία σε πολ­λά τοπικά κοινοβούλια, ενώ άγγιξε το 4,3% σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Από το 2004 έχει διαρκή παρουσία στο Κοινοβού­λιο της Σαξονίας (9,2%), ενώ από το 2006 εκλέγει βουλευτές και στο κρατίδιο Μέκλενμπουργκ - Βορπόμερν (7,3%). Τόσο ο πρώην ηγέτης του Ούντο Βόιτ όσο και ο διάδοχός του Χόλ-γκερ Απφελ (ανέλαβε το 2011) επαναλαμβάνουν σταθερά έναν ρατσιστικό, αντισημιτικό και ρεβιζιονιστικό λόγο, ενώ στις θέσεις τους διακρίνουμε ανησυχητικά… γνώριμα χαρα­κτηριστικά.
Σε μια προσπάθεια να εμφανιστούν ως «αντισυστημική» δύναμη, δίνουν έμφαση στις αναφορές κατά της «πλουτοκρα­τίας» και της Ε.Ε., υπέρ της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους «μόνο για τους Γερμανούς πολίτες», ενώ καλούν σε «επανεξέταση» των συνόρων της χώρας έτσι όπως αυτά διαμορφώθη­καν μετά τον Β’ Π.Π. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, τα μέλη του NPD πρωταγωνίστησαν σε μια σειρά από εκστρα­τείες «τρομοκράτησης» της κοινής γνώμης με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση προγραμματισμένης αντιφασιστικής συναυλίας σε σχολείο, την οποία οι αρχές υποχρεώθηκαν να… ακυρώσουν μετά την απειλή της τοπικής οργάνωσης του NPD ότι θα αγόραζε μαζικά εισιτήρια προκειμένου να αναμετρηθεί με τους «αντιφασίστες» στον χώρο του σχολείου.
Εξίσου μεγάλες διαστάσεις πήρε ο πόλεμος που κήρυξαν στους… ποδοσφαιριστές της Εθνικής Γερμανίας που δεν είχαν γερμανικές ρίζες. Μάλιστα, μια από τις «εκστρατείες» του NPD για την «ανασύσταση» της Εθνικής ποδοσφαίρου βάσει του χρώματος του δέρματος είχε ως αποτέλεσμα να υποβάλει μήνυση κατά του νεοναζιστικού κόμματος ο Πάτρικ Οβομογέ-λα (παίκτης νιγηριανής καταγωγής) και στη συνέχεια να κατα­δικαστεί ο τότε ηγέτης του NPD Βόιτ σε εφτά μήνες με αναστολή. Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι τον Ιούνιο του 2012 ορισμένοι βουλευτές του NPD στη Σαξονία εμφανίστηκαν στο Κοινοβούλιο φορώντας μπλούζες Thor Steinar (δημοφιλής μάρκα μεταξύ νεοναζιστών) με αποτέλεσμα το προεδρείο να τους ζητήσει να τις βγάλουν. Η άρνησή τους οδήγησε στην αποβολή τους από την αίθουσα και την απαγόρευση συμμε­τοχής στις τρεις επόμενες συνεδριάσεις.

πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top