Αναρτούμε εδώ ως ενότητα έξι άρθρα του Δημήτρη Φάρου (διεθνολόγου, επιστημονικού συνεργάτη του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης [ΙΕΝΕ]) σχετικά με την Τουρκία, την κατάσταση στην Μέση Ανατολή και τις ισορροπίες στην ΝΑ Μεσόγειο, γραμμένα από τον Σεπτέμβριο 2010 μέχρι τον Ιανουάριο του 2012. Σκοπός της δημοσίευσης είναι η κατάδειξη του γεγονότος ότι οι πρόσφατες «εκπληκτικές» εξελίξεις στην Μέση Ανατολή (Αραβική Άνοιξη και παρεπόμενα), καθώς και ή κυρίως η στάση της Τουρκίας και οι μετεξελίξεις του νεο-οθωμανισμού, δεν ήταν τόσο απρόοπτες για όποιον διακρίνει τα γεγονότα στην διαχρονία τους.
Νέο-οθωμανισμός: Οι Επικίνδυνες Γεωπολιτικές Προεκτάσεις μιας Ιστορικής Οπτικής
Καθίσταται συνεχώς όλο και πιο φανερό ότι η εξωτερική πολιτική του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν ανατρέπει το πλέγμα σχέσεων στο οποίο εδράζεται ως τώρα η γεωπολιτική ισορροπία στη Μέση Ανατολή. Η εν εξελίξει διάρρηξη της στρατηγικής σχέσης Τουρκίας-Ισραήλ έγινε ακόμη πιο αισθητή για τους Έλληνες μετά από την πρόσφατη επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου στην χώρα (μάλιστα, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την επίσκεψη Παπανδρέου στο Ισραήλ) και κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για πολύπλευρη διμερή συνεργασία.
Μάλιστα, η ρήξη Τουρκίας-Ισραήλ γίνεται αισθητή και στον ενεργειακό τομέα. Ενδεικτική είναι η είδηση, στις 29 Ιουλίου, ότι η ισραηλινή ανεξάρτητη παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας Dorad Energy πρόκειται να αντικαταστήσει την τουρκική Zorlu Enerji στο πρόγραμμα κατασκευής του μεγαλύτερου ιδιωτικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο Ισραήλ, με αμερικανικό όμιλο. Το γεγονός, που αποδόθηκε στη επιδείνωση των Ισραηλινοτουρκικών σχέσεων, μετά την επίθεση ισραηλινών κομμάντο στον στολίσκο που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην Γάζα στις 31 Μαΐου, δεν έγινε αντιληπτό στην Ελλάδα – εκτός, βέβαια, από τους αναγνώστες του energia.gr …
Μεγάλος, ωστόσο, κίνδυνος, μακροπρόθεσμα, για την ισορροπία της περιοχής δεν είναι μόνο η διατάραξη των διακρατικών ισορροπιών, αλλά και του ενδοκρατικού status quo των συντηρητικών μουσουλμανικών χωρών της Μέσης Ανατολής. Πραγματικά, ο «νέο-οθωμανικός» προσανατολισμός της στρατηγικής Ερντογάν-Νταβούτογλου, φιλοδοξεί να καταστήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό νέο «Χαλίφη» για τους μουσουλμάνους της περιοχής. Υπερθεματίζοντας, όμως, σε υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ισλαμικού κόσμου έναντι του Ισραήλ και της Δύσης, ο Ταγίπ Ερντογάν απονομιμοποιεί τα καθεστώτα χωρών της περιοχής με φιλοδυτικό προσανατολισμό (όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία) στα μάτια των ίδιων των υπηκόων τους.
Οι επιπτώσεις πολιτικών που έχουν αντίκτυπο στις μάζες έχουν, βέβαια, τις περισσότερες φορές, αποτελέσματα μη άμεσα, όμως συχνά πυροδοτούν εν υπνώσει δυνάμεις με εκρηκτικά αποτελέσματα. Το ενδεχόμενο, μάλιστα, της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών ισλαμικών μαζών της Μέσης Ανατολής καθίσταται απείρως πιο σοβαρό σε περίπτωση αμερικανικής ή ισραηλινής επίθεσης στο Ιράν …
Η πρώτη φάση εφαρμογής της «νέο-οθωμανικής» στρατηγικής του Ερντογάν (και του εμπνευστή της, Υπουργού Εξωτερικών της γείτονος, Νταβούτογλου), με την επικέντρωση στο Ιράν και στο Παλαιστινιακό, είναι ενδεικτική της περιχαράκωσης στην οποία οδηγεί την γείτονα σε σχέση με την Δύση. Είτε πρόκειται για δικαιολογία είτε όχι, η Τουρκία του Ερντογάν θέλει να δείξει ότι δεν πτοείται από την απόρριψη της «ευρωπαϊκής προοπτικής» της από τις μεγάλες χώρες της Ε.Ε. (Γαλλία, Γερμανία), αλλά ότι έχει δικό της «ζωτικό χώρο», ήδη από την εποχή του ένδοξού της … οθωμανισμού, την μουσουλμανική Μέση Ανατολή.
«Η Τουρκία, η οποία αδυνατεί να πατήσει στέρεα με τα πόδια της στην Ασία, είναι αδύνατον να στήσει το βλέμμα της στον ορίζοντα και να δει την Ευρώπη», διακηρύσσει αγέρωχα ο Νταβούτογλου στο γεωπολιτικό του «μανιφέστο», «Το Στρατηγικό Βάθος», σελ. 837 (στα ελληνικά: εκδόσεις Ποιότητα κλπ., σελ. 864). Όμως, όπως υποστηρίζει ικανή μερίδα ιστορικών, η μακρόχρονη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει με την κατάκτηση των αραβικών εδαφών στις αρχές του 16ου αιώνα: η Αυτοκρατορία ακολουθεί τις πιο συντηρητικές ισλαμικές παραδόσεις, για να γίνει ανεκτή από τους νέους και πολυπληθέστατους Άραβες υπηκόους της και, μάλιστα, ο ίδιος ο Σουλτάνος Σελήμ Α΄ παίρνει τον τίτλο του Χαλίφη.
Επίσης, καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι ο πανισλαμισμός ήταν το ιδεολογικό «καταφύγιο» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί Αμπντούλ Χαμίτ Β’(1876-1909), όταν σιγά σιγά έχανε τα ευρωπαϊκά της εδάφη και περιχαρακωνόταν στις μουσουλμανικές ασιατικές περιοχές, βλέποντας την Δύση ως μία απειλή για την ίδια την ύπαρξή της.
Συμπερασματικά, το δέλεαρ του Ερντογάν να ηγηθεί της μουσουλμανικής ταυτότητας στην Μέση Ανατολή δεν έχει και τα πλέον ευοίωνα ιστορικά προηγούμενα όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά και για την σταθερότητα όλης της περιοχής εν γένει …
Τουρκία και Μέση Ανατολή: Οι Σημερινές Ευκαιρίες της Πολιτικής Ερντογάν, Πιθανά Αυριανά Προβλήματα
Λίγοι μήνες απομένουν μέχρι τον Ιούνιο, οπότε και η Τουρκία θα βρεθεί μπροστά σε μία νέα εκλογική αναμέτρηση, που αναμένεται να αναδείξει πάλι νικητή τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ( AKP). Μάλιστα, η δέσμευση του Τούρκου πρωθυπουργού να προχωρήσει μετά από τις εκλογές, και τη διαφαινόμενη άνετη επικράτησή του, στην κατάρτιση νέου Συντάγματος, που θα αντικαταστήσει πλήρως εκείνο που ισχύει σήμερα –με τροποποιήσεις – από το 1982, και που αποτελεί προϊόν του πραξικοπήματος του Εβρέν, ανοίγει τον δρόμο για την εγκαθίδρυση μίας νέας εποχής στα εσωτερικά της Τουρκίας, όπου τον πρώτο λόγο δεν θα έχει η κεμαλική πολιτική κληρονομιά, αλλά η μετριοπαθής ισλαμιστική ατζέντα του Ερντογάν και του κόμματός του.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, καθώς και οι εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις της Τουρκίας δικαιολογούν την αισιοδοξία στο στρατόπεδο του ΑΚΡ. Για την επικράτησή του, ωστόσο, στις εκλογές αυτές απαραίτητη είναι μία πολιτική κατευνασμού απέναντι στο κουρδικό στοιχείο. Μάλιστα, μετά κι από το «καμπανάκι» το οποίο εσήμανε κατά το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου 2010, όπου οι Κούρδοι απείχαν μαζικά – ιδίως στις ΝΑ περιοχές της χώρας, όπου είναι και η εθνική τους κοιτίδα – ο Ερντογάν αντελήφθη ότι χάνει ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής πελατείας του κόμματός του, το οποίο πλέον επιλέγει τον δρόμο της «εθνικής αφύπνισης».
Έτσι, ο πρόεδρος Γκιουλ ταξίδεψε πρόσφατα στις περιοχές αυτές για να περιορίσει μια περαιτέρω συζήτηση για αυτονομία, αν και, όπως τονίζουν αναλυτές, και μόνο το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε μία τέτοια περιοδεία, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική προσέγγισης. Προηγήθηκαν, τα προηγούμενα χρόνια, μια σειρά μεταρρυθμίσεων που επέτρεψαν απαγορευμένες ελευθερίες, όπως η χρήση της κουρδικής γλώσσας στη δημόσια τηλεόραση και το επισκεπτήριο φυλακών. Τελευταίο «κρούσμα» της πολιτικής στροφής αποτελεί το γεγονός ότι παρά την δημοσίευση στην ηλεκτρονική σελίδα του φιλοκουρδικού Κόμματος για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία ενός μανιφέστου, που περιλαμβάνει και το αίτημα για «δημοκρατική αυτονομία». Όπως τονίζει σχετικό δημοσίευμα των New York Times: «Κανείς δεν έχει συλληφθεί» – αντίθετα με ό, τι μας είχαν ως τώρα συνηθίσει οι τουρκικές αρχές …
Θα αντέτεινε κανείς ότι αυτό αποτελεί ένδειξη της προσαρμογής της γείτονος στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο», υπό την πίεση της ενταξιακής της πορείας στην ΕΕ. Οι εξελίξεις, ωστόσο, στις σχέσεις της Άγκυρας με την Ελλάδα και την Κύπρο δείχνουν ότι η τήρηση των αρχών της «καλής γειτονίας» και του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου δεν αποτελούν γνώμονα της πολιτικής Ερντογάν. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ιδωθούν και οι σφοδρές αντιδράσεις στις δηλώσεις Μέρκελ κατά την επίσκεψή της στην Κύπρο και οι συνεχιζόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, λίγο πριν την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ερζερούμ. Η Άγκυρα δε βλέπει, αυτή τη στιγμή, προοπτική στη σχέση της με την Ευρώπη και, με πυξίδα και το νέο-οθωμανικό όραμα» των Νταβούτογλου – Ερντογάν, θεωρεί ότι οι προοπτικές για ανάπτυξη της ισχύος της είναι πιο θετικές στην Μέση Ανατολή, όπου πιστεύει ότι μπορεί να διαδραματίσει ρόλο περιφερειακής «υπερδύναμης» με δικούς της όρους.
Κρίνει, κατά τη λογική αυτή, ότι ακόμη κι αν οι ΗΠΑ δεν την βλέπουν ως έναν απόλυτα πιστό σύμμαχο, είναι αναγκασμένες, ωστόσο, να της φερθούν ως έναν παράγοντα του οποίου η παρουσία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Καθώς, λοιπόν, τα σύννεφα της αστάθειας μαζεύονται απειλητικά στην περιοχή – αυτή τη βδομάδα οι ραγδαίες εξελίξεις στην Τυνησία, στον Λίβανο και αλλού δείχνουν ότι οι πιθανές εστίες πολλαπλασιάζονται σε όλη την περιοχή από το Μαρόκο ως την Συρία – θα προσπαθήσει να «εκβιάσει» ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα. Ακόμη κι αν ελλοχεύει ο κίνδυνος η αντιδυτική και αντι-ισραηλινή ρητορική της Τουρκίας να υποδαυλίσει ακόμη πιο πολύ την κρίση νομιμοποίησης των αυταρχικών ή ημιαυταρχικών καθεστώτων των χωρών αυτών…
Επικουρικά στον σχεδιασμό αυτό θα πρέπει να θεωρηθούν και τα σημαντικά βήματα συνεργασίας με τη Ρωσία, όπως δείχνει και η συνάντηση Νταβούτογλου και Λαβρώφ αντίστοιχα, χθες στην Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά, στην σχετική ανακοίνωση του ρωσικού ΥΠΕΞ επισημαίνεται ότι οι δύο πλευρές «συντόνισαν τα ρολόγια τους» και για τα πλέον επίκαιρα ζητήματα της διεθνούς και περιφερειακής ημερήσιας διάταξης, μεταξύ των οποίων τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, η διευθέτηση του Μεσανατολικού, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η κατάσταση στο Ιράκ, τα Βαλκάνια και την Υπερκαυκασία, όπως και οι περαιτέρω προοπτικές της κοινής εργασίας στο πλαίσιο των υπαρχόντων σχημάτων στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Οι εξελίξεις αυτές, που περιγράφουν και την όλο και μεγαλύτερη αποξένωση ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ, καθώς και ένα όλο και πιο εχθρικό περιφερειακό περιβάλλον για το τελευταίο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μία ευκαιρία σημαντική για Ελλάδα και Κύπρο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθούν και ως το πρελούδιο μίας μακροχρόνιας περιόδου αποσταθεροποίησης για όλη την Μέση Ανατολή, με ζωτικούς κινδύνους για τα μετα-μπααθικά καθεστώτα των χωρών αυτών ή ακόμη και για τη Σαουδική Αραβία. Τα όποια βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα κέρδη της Τουρκίας από την «νέο-οθωμανική» και αντιδυτική της προσέγγιση τείνουν να την μετατρέψουν σε πιθανό μέρος του αναδυόμενου προβλήματος.
Τουρκία και Κρίση στην Μέση Ανατολή: Σχεδιασμοί και Αμηχανία
Μία από τις πτυχές της εν εξελίξει κρίσης στην Λιβύη, αλλά και γενικά των εξεγέρσεων στην ευρύτερη περιοχή στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική που έχουν συζητηθεί εκτενώς στην χώρα μας – αλλά και διεθνώς – είναι το κατά πόσον η Τουρκία αποκομίζει κέρδη ή όχι από την ως τώρα διαμορφούμενη κατάσταση. Ειδικότερα, κρίνεται το κατά πόσον είναι επιτυχημένη η στρατηγική του «νεοοθωμανισμού» που εφαρμόζει.
Στην κρίση της Λιβύης, η πολιτική του Ερντογάν εμφάνισε έκδηλα σημάδια αμηχανίας. Ομολογουμένως, πέτυχε κάποια κέρδη σε επίπεδο μηχανισμών του ΝΑΤΟ (και , μάλιστα, σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων). Εν τούτοις, η Τουρκία, ήλπιζε σε μία ομαλή εναλλαγή εξουσίας στην βορειοαφρικανική χώρα, με εκείνη να παίζει ένα ρόλο μεσολαβητή ανάμεσα στον Καντάφι και την Δύση – αν και, στην ουσία, θα προτιμούσε την διατήρηση του καθεστώτος του Λίβυου συνταγματάρχη. Για τον λόγο αυτό, επέμενε μέχρι τέλους στο βέτο της στο θέμα της εφαρμογής της απόφασης του ΟΗΕ για επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων εκ μέρους στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας. Ήταν εμφανές πως η ενεργός νατοϊκή εμπλοκή αφαιρεί από την Άγκυρα, σε πολιτικό επίπεδο, την πρωτοβουλία των κινήσεων και περιορίζει ουσιαστικά τις προοπτικές να εντάξει την χώρα σε μία «νεοοθωμανική» σφαίρα επιρροής. Τώρα, η πρωτοβουλία αυτή ανήκει απευθείας σε δυτικές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ), καθώς και σε «προθύμους» του αραβικού κόσμου, όπως το Κατάρ.
Γενικότερα, η Τουρκία θα προτιμούσε να επικρατήσει, σε όλες τις χώρες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αναβρασμό, μία «βελούδινη» μετάβαση προς πιο πλουραλιστικά συστήματα, στα οποία θα είχαν ενεργό και ενισχυμένο ρόλο νέες πολιτικές κινήσεις που θα είχαν ως σημείο αναφοράς το μετριοπαθές «ισλαμοδημοκρατικό» ΑΚΡ του Ερντογάν. Τα κινήματα αυτά θα έβλεπαν την Άγκυρα ως τον ενδιάμεσο συνομιλητή και υπερασπιστή των συμφερόντων των χωρών τους προς τη Δύση. Η όξυνση της κατάστασης και η άμεση παρέμβαση δυτικών χωρών αποτελεί εμπόδιο στον μεγαλεπήβολο αυτό σχεδιασμό επιδίωξης ρυθμιστικού ρόλου, εκ μέρους της Τουρκίας, σε όλη αυτήν την μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από το Μαρόκο ως την Συρία.
Πολύ μεγαλύτερη αμηχανία διαφαίνεται στην στρατηγική Ερντογάν-Νταβούτογλου απέναντι σε μία πιθανή γενικευμένη εξέγερση στην Συρία, που θα οδηγήσει σε ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Η μετριοπαθής ισλαμιστική πολιτική του Ερντογάν ευαγγελίζεται την έκφραση των αισθημάτων των λαών της περιοχής, που ως τώρα οι ηγεσίες των χωρών τους και η Δύση δεν άκουγαν. Όμως, στην περίπτωση της Συρίας τα πράγματα περιπλέκονται: Η Τουρκία έχει σήμερα στενούς δεσμούς με το καθεστώς Άσαντ, που στηρίζεται σε μία μειονότητα (αλαουΐτες), που αντιστοιχεί στο 10% του πληθυσμού, η οποία κυριαρχεί πολιτικά επί μίας σουνιτικής πλειοψηφίας που αγγίζει σχεδόν το 80%. Συγκεκριμένα, από το 2003 οι δύο χώρες συμβαδίζουν στην πολιτική τους απέναντι στο Κουρδικό, καθώς η δημιουργία του κουρδικού κρατιδίου στο Β. Ιράκ αποτελεί κοινό εν δυνάμει κίνδυνο ακόμη και για την ακεραιότητά τους. Επιπλέον, μοιράζονται, πλέον, και οι δύο την αντίθεση προς το Ισραήλ, με την Άγκυρα, μάλιστα, τελευταία, να ξεπερνά, σε φραστική οξύτητα, την Δαμασκό.
Συνεπώς τίθεται το ερώτημα: «η Τουρκία του Ερντογάν, σε μία πιθανή σουνιτική εξέγερση, θα στοιχηθεί με τον λαό της Συρίας ή με το μειοψηφικό καθεστώς του συμμάχου της, Μπασάρ Αλ Άσαντ;» – τη στιγμή, μάλιστα, που μία τέτοια εξέλιξη πιθανόν να σημάνει αναβάθμιση του κουρδικού παράγοντα στην αραβική αυτή χώρα…
Ο προβληματισμός της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας για το Κουρδικό, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, είναι έκδηλος στην περίπτωση του Ιράκ, εν όψει και των επικείμενων εθνικών εκλογών στην γείτονα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός, μάλιστα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ιράκ, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών Νταβούτογλου, επισκέφθηκε την αυτόνομη κουρδική κυβέρνηση του βορείου Ιράκ, κάνοντας άνοιγμα προς το κουρδικό στοιχείο της ίδιας της Τουρκίας: «Στις περιοχές που ζουν κουρδικής καταγωγής πολίτες μας, βάζουμε τέλος στις διακρίσεις και τις πολιτικές άρνησης και ενισχύουμε τους δεσμούς του κράτους με το λαό» δήλωσε από την κουρδική πόλη Αρμπίλ του Β. Ιράκ, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση του έκανε σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Την ίδια στιγμή, μάλλον «κατάπιε» την ντε φάκτο κατοχή των Κούρδων στο διαφιλονικούμενο Κιρκούκ, αφού ο πρόεδρος της αυτόνομης κουρδικής κυβέρνησης, Μασούντ Μπαρζανί, πέτυχε την εκλογή ενός Κούρδου ως «νομάρχη» στην περιοχή της πλούσιας σε πετρέλαιο πόλης, επιτρέποντας, παράλληλα, και την εκλογή ενός μέλους της τουρκομανικής κοινότητας (την οποία στηρίζει η Άγκυρα ως αντίβαρο στο κουρδικό στοιχείο του Β. Ιράκ) στη θέση του προέδρου του τοπικού συμβουλίου.
Η νεοοθωμανική στρατηγική Ερντογάν – Νταβούτογλου, που στόχο έχει να διερμηνεύσει τα αιτήματα των λαών της περιοχής προς την Δύση, αναδεικνύοντας την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη, ισχυρότερη σε σχέση με τις μέρες της πρωτοκαθεδρίας των κεμαλιστών στο εσωτερικό της, κινδυνεύει να αποβεί «δίκοπο μαχαίρι» για την Άγκυρα και την κυβέρνηση του ΑΚΡ. «Οι πάντες υποχρεούνται να σέβονται τη θέληση του λαού», όπως τονίζει κι ο ίδιος ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών σε πρόσφατο άρθρο του για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική, στην Guardian.
Το θέμα είναι πόσο διατεθειμένη είναι η κυβέρνηση του ΑΚΡ να αναγνωρίσει περαιτέρω τα δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας, ώστε να κερδίσει την ψήφο τους στις εκλογές της 12 Ιουνίου, χωρίς να χαρακτηριστεί «προδοτική» από την κεμαλική αντιπολίτευση.
Η Αλαζονεία Ερντογάν και οι Παγίδες της Παντοδυναμίας
Το πρώτο τεστ υπήρξε αρνητικό για την νέα κυβέρνηση Ερντογάν όσον αφορά την δυνατότητα του “νεο-οθωμανικού” του οράματος να ενσωματώσει την πολυπληθή κουρδική μειονότητα της γείτονος σε μία ενιαία μετα-κρατική αφήγηση. Μετά την απόφαση της εκλογικής επιτροπής για έκπτωση από την έδρα του του νεοεκλεγέντος Κούρδου βουλευτή Χατίπ Ντιτζλέ, λόγω της παρελθούσης καταδίκης του για «διασπορά τρομοκρατικής προπαγάνδας», οι 36 Κούρδοι ανεξάρτητοι βουλευτές αποφάσισαν να απέχουν από την ορκωμοσία για την νέα Εθνοσυνέλευση.
Έτσι, μετά τη διατήρηση του εκλογικού μέτρου εισόδου στην τουρκική Βουλή στο 10%, που υπήρξε βασικό μέσο του κεμαλικού κατεστημένου στην προσπάθειά του να αποκλείσει την είσοδο κουρδικού κόμματος, ο Ερντογάν μετέρχεται άλλο ένα “όπλο” του “βαθέος κράτους” ενάντια στην κουρδική μειονότητα: αυτό των δικαστικών αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων και απαγορεύσεων. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύει για άλλη μία φορά ο Τούρκος πρωθυπουργός πως η επίκληση της “ευρωπαϊκής πορείας” της Τουρκίας αποτελούσε απλώς ένα χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια νομιμοποίησης της “ισλαμοδημοκρατικής” πολιτικής ταυτότητας του κόμματός του στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Από την στιγμή που απέκτησε ισχυρή αυτοπεποίθηση για την εδραίωσή του, ο Ερντογάν άρχισε να δείχνει τις αληθινές του διαθέσεις έναντι των Κούρδων της Τουρκίας. Όταν οι κινήσεις προσέγγισης και τα ανοίγματα δεν απέδωσαν (θυμίζουμε τις δηλώσεις Νταβούτογλου από το Αρπίλ του ιρακινού Κουρδιστάν τον Μάρτιο:«Στις περιοχές που ζουν κουρδικής καταγωγής πολίτες μας, βάζουμε τέλος στις διακρίσεις και τις πολιτικές άρνησης και ενισχύουμε τους δεσμούς του κράτους με το λαό»), η κυβέρνηση Ερντογάν κατέφυγε στις … δοκιμασμένες πρακτικές των κεμαλιστών αντιπάλων της, που υποτίθεται πως καταδικάζει.
Από την πλευρά τους, όμως, οι Κούρδοι της Τουρκίας έχουν αρχίσει να συναισθάνονται την δύναμή τους, που οφείλεται τόσο στους περιφερειακούς συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή, όσο και την νέα κατάσταση εντός της Τουρκίας. Έτσι, οι 36 ανεξάρτητοι βουλευτές που εξελέγησαν για λογαριασμό του κουρδικού Κόμματος της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (BDP) και απείχαν της ορκωμοσίας με την κίνησή τους αυτή ενδέχεται να προκαλέσουν σε επαναληπτικές εκλογές στη νοτιοανατολική Τουρκία. Είχε προηγηθεί η εκτεταμένη αποχή του κουρδικού στοιχείου στις περιοχές όπου πλειοψηφεί κατά το δημοψήφισμα της 12ης Σεπτεμβρίου 2010 για τις συνταγματικές αλλαγές που επιδίωκε ο Ερντογάν.
Άλλωστε, ακόμη κι αν η στάση των Κούρδων βουλευτών αναζωπυρώσει τη βία του τουρκικού κράτους εναντίον των συμπατριωτών τους, γνωρίζουν καλά ότι ο Ερντογάν είναι αναγκασμένος να παζαρέψει τις ψήφους τους για να πετύχει την αλλαγή του Συντάγματος που επιθυμεί ώστε να οδηγήσει την χώρα σε μία εποχή που θα φέρει τη δική του σφραγίδα.
Υπάρχει, βέβαια, κι άλλος ένας πιθανός σύμμαχος: το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης (MHP), το οποίο είναι το μόνο που συμμετείχε, πλην του κυβερνώντος ΑΚΡ, στην ορκωμοσία της νέας τουρκικής Βουλής, καθώς μποϊκοτάζ στην διαδικασία έκανε και το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους δύο υποψηφίους, στους οποίους απαγορεύθηκε να αναλάβουν τα βουλευτικά τους καθήκοντα, επειδή έχουν συλληφθεί, καθώς κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στην επιχείρηση “Βαριοπούλα”, η οποία σχεδίαζε την ανατροπή της κυβέρνησης. Κι ο Ερντογάν από την πλευρά του, σίγουρος για την πολιτική του ηγεμονία, καταδίκασε στις 30 Ιουνίου την πράξη αυτή του CHP και αρνήθηκε να επέμβει για την επίλυση της πολιτικής αυτής κρίσης στη χώρα.
Ωστόσο, μία πολιτική συμμαχία του Ερντογάν με το Κόμμα των “Γκρίζων Λύκων”, ραχοκοκαλιά του “βαθέος κράτους” και παραδοσιακή εφεδρεία της εσωτερικής τρομοκρατίας του κεμαλικού κατεστημένου, δεν αποτελεί και το καλύτερο εχέγγυο ούτε για πολιτικά ανοίγματα εκδημοκρατισμού ούτε και για την επίτευξη πολιτικών συναινέσεων στην βάση του διαλόγου …
Ο χρόνος θα δείξει κατά πόσον ο τούρκος πρωθυπουργός θα επαναπαυτεί στην αλαζονεία της δύναμης με την οποία τον δελεάζει το 50% που συγκέντρωσε στις πρόσφατες εκλογές ή θα αντιληφθεί ότι είναι απαραίτητη η αναζήτηση πολιτικών και κοινωνικών συγκλίσεων με στόχο την προαγωγή της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην γείτονα. Άλλωστε, η πρόσφατη ανακοίνωση της τουρκικής στατιστικής υπηρεσίας για κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας της χώρας και υπερδιπλασιασμό του εμπορικού της ελλείμματος, οδηγώντας σε περαιτέρω διεύρυνση του – ήδη ογκώδους – ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, αναδεικνύει ανησυχητικά σημάδια για την κοινωνική της σταθερότητα.
Ελλάδα:Ο Πιο … Απρόθυμος Κρίκος στην ΝΑ Μεσόγειο
Όπως επισημαίναμε ακριβώς πριν μια εβδομάδα από τη στήλη αυτή, εισήλθαμε σε ένα «Κρίσιμο Δίμηνο στην ΝΑ Μεσόγειο». Μάλιστα, με τη χθεσινή ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ για έρευνες (από τον παλιό μας… γνώριμο, το νορβηγικό πλοίο «Bergen Surveyor») σε περιοχή που επικαλύπτει και την ελληνική υφαλοκρηπίδα, νότια του Καστελόριζου για το διάστημα 15 Σεπτεμβρίου-15 Νοεμβρίου, οι εξελίξεις μοιάζει να επισπεύδονται.
Η αμφισβήτηση των ελληνικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο στην περιοχή έρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία ο Ερντογάν έχει ανάγκη να δικαιωθεί έναντι του κεμαλικού κατεστημένου, προς το οποίο τελευταία επέφερε καίρια πλήγματα – πρωτόγνωρα για την πολιτική ιστορία της γείτονος. Επίσης, ο Ερντογάν, μετά την επίσκεψη στις τρεις κυριότερες χώρες της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» (Λιβύη, Τυνησία, Αίγυπτο), οφείλει να αποδείξει ότι η «νεοοθωμανική» στρατηγική του θα δώσει στην Τουρκία το μεγαλείο που υπόσχεται.
Ειδικότερα η επίσκεψη στην Αίγυπτο ανέδειξε τα όρια της στρατηγικής αυτής και τα οποία είχαμε επισημάνει ήδη από πέρυσι (βλ. εδώ): αν και υπήρξε λαϊκός ενθουσιασμός εκ μέρους, ιδίως, της αιγυπτιακής νεολαίας, η ηγεσία της Αιγύπτου δεν φάνηκε πρόθυμη να «δορυφοροποιηθεί» σε σχέση με την Άγκυρα. Η Αίγυπτος είναι μία χώρα με τη δική της, ιδιάζουσα γεωστρατηγική σημασία (κυρίως λόγω Σουέζ), δεν έχει ούτε ανάγκη ούτε συμφέρον να υποτάσσεται στους σχεδιασμούς της Τουρκίας, καθώς μπορεί να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο για τον εαυτό της στην περιοχή. Μάλιστα, οι βλέψεις του Ερντογάν βρήκαν αντίδραση στον ίδιο τον χώρο των «Αδελφών Μουσουλμάνων», οι οποίοι υποτίθεται ότι βλέπουν το ΑΚΡ ως πρότυπο. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Έσαμ ελ-Εριάν, εκ των ηγετικών στελεχών του κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης των Αδελφών Μουσουλμάνων: «Καλωσορίζουμε την Τουρκία και τον Ερντογάν ως εξέχοντα ηγέτη αλλά δεν νομίζουμε ότι αυτός ή η χώρα του θα πρέπει να καθοδηγούν μόνοι τους την περιοχή ή να σχεδιάζουν το μέλλον της».
Άλλωστε, η Αίγυπτος ξέφυγε από τον οθωμανικό έλεγχο πριν ακόμη κι από την Ελλάδα – επί Μωχάμετ Άλυ, θετού πατέρα του διαβόητου Ιμπραήμ. Γιατί να θέλει να περάσει σήμερα στην «νεοοθωμανική» σφαίρα επιρροής που λανσάρουν τα βιβλία του κ. Νταβούτογλου;
Ωστόσο, και σε σχέση με την χθεσινή τουρκική πρόκληση, θα πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για το γεγονός ότι, όπως αναφέρουν δημοσιογραφικές πηγές, η τουρκική πλευρά ρώτησε, κατά την πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στο Κάιρο, την αιγυπτιακή κυβέρνηση αν θα ήταν πρόθυμη να προχωρήσουν οι δύο χώρες σε κοινές έρευνες στην ανατολική Μεσόγειο για εντοπισμό υδρογονανθράκων. Ο Υπουργός Ενέργειας της Τουρκίας, κ. Γιλδίζ, φέρεται να δήλωσε σε Αιγύπτιους και Τούρκους δημοσιογράφους ότι οι δύο χώρες συμφώνησαν να μελετήσουν διεξοδικά την πρόταση της τουρκικής κυβέρνησης.
Καθίσταται φανερό ότι, ενώ Κύπρος και Ισραήλ προχωρούν σε κοινές έρευνες παρά τις τουρκικές απειλές, η Ελλάδα, μη έχοντας προχωρήσει σε έγκαιρη κατοχύρωση των δικαιωμάτων της, κινδυνεύει να αποδειχθεί, όπως και στο παρελθόν, ως ο πιο … «απρόθυμος» κρίκος στην περιοχή όσον αφορά τη διαφύλαξη των συμφερόντων της, οξύνοντας την προκλητικότητα της τουρκικής πλευράς.
Τουρκικό «Βαθύ Κράτος»: Δύο Εσωτερικοί Πόλεμοι με τον Ίδιο Πρωταγωνιστή
Στους κόλπους του τουρκικού «βαθέος κράτους» διεξάγονται σήμερα δύο πόλεμοι: ένας γνωστός και εμφανής και ένας άγνωστος και σκιώδης. Και στους δύο αυτούς εσωτερικούς πολέμους πρωταγωνιστής είναι το ίδιο πρόσωπο: ο μυστηριώδης ιμάμης Φετουλλάχ Γκιουλέν.
Ο πρώτος πόλεμος ήταν αυτός που εκδηλώθηκε με την αποκάλυψη των σκανδάλων του Σουσουρλούκ και της Εργκενεκόν, που οδήγησαν στο αποφασιστικό «ξήλωμα» του κεμαλικού κατεστημένου σε κάθε βαθμίδα εξουσίας – και παραεξουσίας … Στον πόλεμο αυτό, που εν πολλοίς μοιάζει σήμερα να έχει κριθεί, ο Γκιουλέν και το δίκτυο ανθρώπων που ανήκουν στο το κίνημά του, ιδίως στις τάξεις της τουρκικής Δικαιοσύνης, ξεκίνησαν τις διαδικασίες που τα τελευταία χρόνια έχουν καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου άλλοτε πανίσχυρους εκπροσώπους της κεμαλικής-κοσμικής νομενκλατούρας, ιδίως στον τουρκικό στρατό.
Αν και στην Δύση η εκκαθάριση αυτή χαιρετίζεται ως μία «κατάκτηση του κράτους δικαίου», της «δημοκρατίας» και της «διάκρισης των εξουσιών», στην πραγματικότητα εκτυλίσσεται σε μία διαδικασία υποκατάστασης του κεμαλικού «βαθέος κράτους» από ένα νέο «βαθύ κράτος», που φέρει την σφραγίδα του Γκιουλέν και σηματοδοτεί πολιτικά την σημερινή ηγεμονία του κόμματος του Ερντογάν στις «αθέατες» περιοχές του πλέγματος εξουσίας στην Τουρκία.
Έκδηλο παράδειγμα της πραγματικότητας αυτής είναι η προσαγωγή στη δίκη της Εργκενεκόν του δημοσιογράφου Ahmet Şık και η κατάσχεση του βιβλίου του «Ο Στρατός του Ιμάμη», στο οποίο περιγράφεται η διείσδυση του δικτύου υποστήριξης – αδελφότητας ( Cemaat) του Γκιουλέν στις δομές εξουσίας της Τουρκίας. Για τους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», ο Şık προσήχθη όχι επειδή είναι αναμεμειγμένος στην υπόθεση πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν, στα πλαίσια της συνωμοσίας της Εργκένεκον, αλλά γιατί το κατασχεθέν βιβλίο του παρέχει αποδείξεις για το ότι η εν λόγω υπόθεση αποτελεί μία πολλή καλή πρόφαση για τον Ερντογάν και τον Γκιουλέν να αλώσουν εσωτερικά το – μέχρι πρότινος κεμαλικό – «βαθύ κράτος» της γείτονος.
Ο Γκιουλέν, που ζει αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, διατηρεί ένα δίκτυο χιλιάδων σχολείων σε 140 χώρες σε όλον τον κόσμο και προωθεί μία «πεφωτισμένη»εκδοχή του ισλαμισμού, ανοικτή στον διάλογο με τις άλλες θρησκείες και με την επιστημονική γνώση. Η εκδοχή του Ισλάμ που λανσάρει ο Γκιουλέν αποτελεί βασικό κορμό των ιδεών του «μετριοπαθούς ισλαμισμού» που λανσάρει στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό το AKP του Ερντογάν στη θέση της φθίνουσας κεμαλικής ιδεολογίας. Η σχέση Γκιουλέν και Ερντογάν είναι πολύ παλιά, ενώ το Cemaat αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με τα μέλη του να έχουν καταλάβει τις κορυφαίες θέσεις στην κρατική διοίκηση, την αστυνομία και – όπως ήδη αναφέραμε – στην Δικαιοσύνη.
«Οι έρευνες για την Εργκενεκόν είναι το πιο σημαντικό τμήμα της προσπάθειας των Cemaat να πάρουν την εξουσία στην χώρα…», γράφει ο Şık σε χειρόγραφο σημείωμά του από την φυλακή σε ερωτήσεις του αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy. «Πρέπει να πω ότι το “βαθύ κράτος” είναι ακόμη άθικτο. Απλά ο ιδιοκτήτης άλλαξε» και προσθέτει ότι η ιδιοκτησία έχει περάσει πλέον στα χέρια του ΑΚΡ και του Cemaat.
Όμως, καθώς το «ξήλωμα» του κεμαλικού κατεστημένου μοιάζει να φτάνει στο τέλος του, οι νέοι «συνιδιοκτήτες» φαίνεται πως διαλύουν το «γάμο συμφέροντος» που είχαν συνάψει. Κάποιες ενδείξεις κάνουν τους αναλυτές να πιστεύουν πως έχουν εισέλθει σε φάση ανταγωνισμού, η οποία μπορεί είναι η έναρξη του δεύτερου, αφανούς και σκιώδους πολέμου στο εσωτερικό του «βαθέος κράτους», με σοβαρές επιπτώσεις για την Τουρκία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την πρόβλεψη που διατύπωσε ο διαπρεπής Τούρκος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Ντάνι Ρόντρικ, σε συνέντευξή του στην ελληνική εφημερίδα « Free Sunday» (08-10-2011). Συγκεκριμένα, ερωτήθηκε για το πώς βλέπει τις οικονομικές και πολιτικές προοπτικές της Τουρκίας. Για την οικονομία εμφανίστηκε αισιόδοξος, αναμένοντας μία διόρθωση που θα αντανακλά τον «υποκείμενο δείκτη ανάπτυξης 5%-6%, που βασίζεται στον εξαιρετικά δραστήριο ιδιωτικό τομέα».
Όμως, αναφορικά με το μέλλον της πολιτικής σταθερότητας της χώρας τόνισε ότι ανησυχεί ιδιαιτέρως. «Το δικαστικό σύστημα στην Τουρκία έχει κυριευτεί από μια νομική μαφία, που εξαπλώνεται σαν καρκίνος. Προβλέπω αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ του Ερντογάν και του στενού του κύκλου στο AKP από τη μία και του κινήματος Γκιουλέν, που στηρίζει τις νομικές παρατυπίες οι οποίες υπονομεύουν το κράτος Δικαίου», υπογράμμισε ο οικονομολόγος της Σχολής Διακυβέρνησης «John F. Kennedy» του Harvard.
Ήδη, μία σειρά από γεγονότα μάς προϊδεάζουν για την επερχόμενη αυτή σύγκρουση. Κατά την πρόσφατη αεροπορική επιδρομή στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, όπου σκοτώθηκαν 35 Κούρδοι πολίτες, ο Ερντογάν δικαιολόγησε το στράτευμα, σε αντίθεση με ΜΜΕ προσκείμενα στον Γκιουλέν, που έκαναν λόγο για παρακρατική ενέργεια με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας. Αλλά και στο θέμα του στολίσκου για την Γάζα, ο Γκιουλέν εμφανίστηκε να παίρνει εφέτος αποστάσεις από την αντιισραηλινή ρητορική του Τούρκου πρωθυπουργού.
Ωστόσο, ακόμη και όσοι αναλυτές μελετούν χρόνια το φαινόμενο «Φετουλλάχ Γκιουλέν», δεν μπορούν να προβλέψουν ποιοι είναι οι πολιτικοί σκοποί του ιμάμη και του Cemaat. Όπως αναφέρει ο Şık στο παραπάνω σημείωμά, «κάτι έχει πάρει την εξουσία στην Τουρκία, αλλά δεν είναι η σαρία», για να προσθέσει: «δεν μπορώ να κατονομάσω σωστά αυτό το “πράγμα”» !
Ας μας επιτραπεί, από τα παραπάνω περιστατικά, αλλά και από την θρησκευτική φυσιογνωμία τόσο του ΑΚΡ, όσο και του Γκιουλέν και του ρεύματος που εκφράζει, να εικάσουμε ότι οι τελευταίοι ίσως να φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία εναλλακτική φόρμουλα γι’ αυτό που, όπως έχουμε και άλλες φορές τονίσει, απέτυχε να προωθήσει ο Ερντογάν: την ριζική αναθεώρηση του μονοεθνικού χαρακτήρα της Τουρκίας – όπως ήθελε η κεμαλική «ορθοδοξία» – και με στόχο την ισότιμη ενσωμάτωση των Κούρδων σε ένα μεταμοντέρνο «μιλλέτ» από κοινού με τους τουρκικής εθνότητας πολίτες της χώρας.
Φυσικά κι αυτοί καλούνται να ανταποκριθούν σε ένα πολύ υψηλό στοίχημα, στο πλαίσιο αυτό, καθώς οι Κούρδοι της Τουρκίας έχουν αφυπνιστεί εθνικά, ενώ η ύπαρξη του μορφώματος του κουρδικού Βορείου Ιράκ δεν αποτελεί ασφαλή εγγύηση για την μετατροπή του σημερινού τουρκικού κράτους σε ένα είδος μεσανατολικής «Αυστροουγγαρίας» του 21ου αιώνα.
Εντωμεταξύ, καθώς το 2012 αναμένεται να ψηφιστεί το νέο τουρκικό Σύνταγμα, που ο Ερντογάν φιλοδοξεί να θεσμοποιήσει την δική του «ενός ανδρός αρχή», μία νέα εστία διαφωνίας ανάμεσα στους δύο πόλους της σημερινής, μετα-κεμαλικής, ιθύνουσας τάξης της Τουρκίας μοιάζει να αναδεικνύεται. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος Γκιουλ θεωρείται ότι έχει στενούς δεσμούς με το Cemaat– και στην γείτονα πληθαίνουν οι φήμες για την υγεία του Ερντογάν …
πηγή
Δημοσίευση σχολίου