Για τη θρησκειοποιημένη Χριστιανοσύνη η ανάσταση του Χριστού είναι ένα θαύμα: περιπτωτικό υπερφυσικό γεγονός, ανεξήγητο με τη λογική, οφειλόμενο σε δύναμη εξωκοσμική, υπερβατική. Για τους μετόχους του εκκλησιαστικού γεγονότος η ανάσταση του Χριστού είναι «σημείο» (σημάδι, ένδειξη) τρόπου της ύπαρξης: δηλώνει δυνατότητα ελευθερίας του προσώπου από τις αναγκαιότητες της φύσης του.
Στη ζωγραφική γλώσσα η θρησκευτική εκδοχή της ανάστασης είναι συνεπέστατα φυσιοκρατική (νατουραλιστική): Παριστάνει τάφο οριζόντια σκαμμένο στη γη, σκεπασμένο με πλάκα που έχει παραμεριστεί και από το άνοιγμα ξεπηδάει ένα ανθρωπάκι κρατώντας σημαιούλα και αιωρούμενο πάνω από τον τάφο, ο Χριστός.
Στη ζωγραφική γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας η ανάσταση του Χριστού εικονίζεται με την κάθοδό του στον Αδη: Ο Χριστός έχει κατέβει στον βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, στον θάνατο («τα βαδέα του Αδου»), και αποσπά από τα μνήματα τον Αδάμ και την Εύα (τον άνθρωπο παγγενή) με σπαραγμένα τα κλείθρα των καταχθονίων και λελυμένα τα δεσμά των πεπεδημένων.
Στη γλώσσα του «ορθώς διανοείσθαι» με στόχο το «ορθώς κοινωνείν» (κοινωνείν τις εμπειρικες ψηλαψήσεις) η λέξη «πρόσωπο» διαφοροποιείται νοηματικά από τη λέξη «άτομο»: Ατομο είναι η αδιαφοροποίητη μονάδα ενός ομοειδούς συνόλου, που μόνο αριθμητικά μπορεί να διακριθεί από τις άλλες μονάδες (μόνο σαν αριθμός Δελτίου Ταυτότητας ή Φορολογικού Μητρώου). Ολα τα άτομα καθορίζονται από τα ίδια κοινά γνωρίσματα της φυσικής ομοείδειας, κατασφαλίζουν, με την υποταγή σε ίδιους κανόνες Δικαίου, τα ίδια (αδιαφοροποίητα) δικαιώματα.
Η λέξη «πρόσωπο» δηλώνει την ύπαρξη ως γεγονός σχέσης - συγκροτείται η λέξη από την πρόθεση «προς» το ουσιαστικό «ωψ» (γεν. ωπός) και σημαίνει: έχω την όψη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι έναντι. Γνωρίζουμε το πρόσωπο ως αναφορικά ενεργούμενη ετερότητα, το γνωρίζουμε μόνο έναντι στην αμεσότητα της σχέσης μαζί του, μόνο με την εμπειρία της μοναδικότητας των αναφορικών πάντοτε ενεργημάτων του – αδύνατο να υποτάξουμε σε αντικειμενικούς χαρακτηρισμούς ένα πρόσωπο.
Η ενεργητική μοναδικότητα του προσώπου είναι εμπειρία υπαρκτικής ελευθερίας από τους προκαθορισμούς που ως αναγκαιότητα επιβάλλει στα άτομα του είδους η φυσική ομοείδεια. Εμπειρία σχετικής, όχι απεριόριστης υπαρκτικής ελευθερίας. Υπάρχουν αναγκαιότητες που συγκροτούν τη φυσική ομοείδεια αντιπαλεύοντας την ετερότητα (ελευθερία) του προσώπου και καθορίζοντας τα ανυπέρβατα όριά της: ορμές, ένστικτα, περιορισμούς χρόνου, χώρου, φθοράς και, τελικά, τον θάνατο.
Η γλώσσα του υπαρκτικού προβληματισμού, παράλληλα με τη γλώσσα της Τέχνης, είναι αυτή που μπορεί να εκφράσει την εμπειρία μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός. Η μετοχή έχει ως αφετηρία την εμπιστοσύνη σε μια ιστορική μαρτυρία: Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί ότι «Θεός» δεν είναι ένα «ανώτατο ον», προκαθορισμένο από τη φύση του να αποτελεί την Αιτιώδη Αρχή των υπαρκτών.
Αιτιώδης Αρχή είναι Αυτός που μόνο ως υπαρκτική ελευθερία μπορεί να οριστεί και η απεριόριστη υπαρκτική του ελευθερία πραγματώνεται υποστατικά ως αγάπη: Είναι ο «Πατήρ» που ελεύθερα, «αχρόνως και αγαπητικώς», «γεννά» τον «Υιό» και «εκπορεύει» το «Πνεύμα». Στις τρεις αυτές λέξεις, Πατήρ, Υιός, Πνεύμα, η ανθρώπινη γλώσσα σημαίνει την υπαρκτική υπόσταση ως ελευθερία από την ατομικότητα, την ύπαρξη ως αναφορική αυθυπέρβαση, ως «το όλον του έρωτος».
Με την ιστορική του παρουσία Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί την ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του, ελευθερία να υπάρχει ο Θεός και με τον τρόπο (τη φύση) του ανθρώπου: Είναι ο Υιός (Λόγος - φανέρωση του Πατρός) ελεύθερος από κάθε αναγκαιότητα και της ανθρώπινης φύσης: γι’ αυτό ανίσταται εκ νεκρών. Η ανάσταση τρόπος ύπαρξης και πάλι: μανικός έρως Νυμφίου για κάθε πρόσωπο ανθρώπου, έρως που μεταποιεί τον θάνατο σε συσχηματισμό με τη συστατική παντός υπαρκτού αγάπη του Πατρός, θρίαμβο ζωής.
Γιατί η μαρτυρία του Ιησού δεν είναι μια ακόμη θρησκευτική ιδεολογία; Επειδή προσφέρεται να επαληθευθεί εμπειρικά ως μετοχή σε συγκεκριμένο γεγονός. Ενα δείπνο συγκροτεί και φανερώνει την Εκκλησία, όχι ένα ιδεολογικό πρόταγμα. Οι μέτοχοι του δείπνου προσλαμβάνουν την τροφή-ζωή τους όχι για την ατομική τους αυτοσυντήρηση, αλλά βεβαιώνοντας τη θέλησή τους να κοινωνούν την ύπαρξη, να υπάρχουν με τον τρόπο της Τριαδικής αγάπης.
Γι’ αυτό και η γλώσσα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας είναι οπωσδήποτε μια έμπρακτη παραίτηση από την προπαγανδιστική «αποτελεσματικότητα», την εξουσιαστική απαίτηση αλάθητων πεποιθήσεων. Είναι κατάθεση εμπειρίας του ερωτικού αθλήματος, με τη γλώσσα της Τέχνης και των υπαρξιακών ερωτημάτων.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος επιμένει στη γλώσσα των ατομοκεντρικών απαιτήσεων. Θέλει ατομική ψυχολογική σιγουριά, ατομική αυτασφάλιση με δόγματα και νομικές επιταγές, ατομικές αξιομισθίες, ατομική σωτηρία. Θέλει την ανάσταση - θαύμα, όχι την ανάσταση - τρόπο υπάρξεως. Δεν τον ενδιαφέρει να ψηλαφήσει εμπειρικά αν υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω».
Προτιμάει την ψυχολογική αυθυποβολή γιατί φοβάται τη διακινδύνευση, φοβάται την ελευθερία.
Ο σημερινός «προοδευτικός» και «διαφωτισμένος» άνθρωπος μοιάζει να έχει απλώς «μεταλλάξει» τη θωράκιση της ψυχολογικής του αυθυποβολής. Καταφεύγει στη μεταφυσική της «τυχαιότητας», στην κατασφάλιση του πανικόβλητου εγώ με ακόρεστες αξιώσεις δικαιωμάτων.
Θέλει την ανάσταση να είναι γραφικό παραμύθι, κόκκινα αυγά, οβελίας, κοκορετσάκι, «εκσυγχρονισμένη» μαγκιά αυτοευνουχισμού της ιστορικής του συνείδησης, της υπαρξιακής του εγρήγορσης. Τρέμει την ερωτική διακινδύνευση, το άθλημα της ελευθερίας.
Ανταλλάσσει «πράγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο» με χάντρες και καθρεφτάκια.
Tου Xρηστου Γιανναρα
πηγή
Δημοσίευση σχολίου