Aλέξανδρος Τάρκας
Οι διπλωμάτες και οι -ελεγχόμενες από το κομμουνιστικό κόμμα- κρατικές και «ιδιωτικές» επιχειρήσεις της Κίνας εκδηλώνουν αναζωογονημένο ενδιαφέρον για την Ελλάδα μετά από μία περίοδο αναγκαστικής, λόγω Covid, αναστολής των διμερών επαφών και των πολιτικών και οικονομικών πιέσεων.
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, κατά τους πρώτους μήνες της θητείας του, είχε υιοθετήσει τακτική άκρατης και άνευ όρων συνεργασίας με το Πεκίνο. Ανέλαβε υπερβολικές δεσμεύσεις έναντι του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, παραβιάζοντας το πλαίσιο -θεμιτών και ισότιμων- επαφών που είχε καθιερώσει, τον Ιανουάριο του 2006, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής με την υπογραφή της συμφωνίας στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών.
Από τη μία πλευρά, ο κ. Μητσοτάκης διέθετε το ελαφρυντικό του λογικού επιχειρήματος, που πρώτος επικαλέστηκε το 2015 ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς, ότι δεν είναι δυνατόν οι μεγάλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.) να συναλλάσσονται ευρέως με το Πεκίνο και μόνον η Ελλάδα και λίγα άλλα μέλη της Ε.Ε. να απέχουν αυτοβούλως.
Από την άλλη πλευρά, ο Πρωθυπουργός δεν είχε αντιληφθεί (ή δεν ήθελε να αντιληφθεί) ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει πολύ από το 2006 και το 2015, καθώς η Κίνα προωθεί στρατηγικές -και στρατιωτικές- επιδιώξεις μέσω ελκυστικών επενδυτικών σχεδίων και σωρείας υποσχέσεων.
Ο κ. Μητσοτάκης μετέβαλε άποψη, αποκλείοντας τις κινεζικές εταιρίες από τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές 5G στα τέλη του 2020, αφού του εξήγησαν τα πραγματικά δεδομένα, λακωνικά, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ και, εκτενέστατα, ο υπουργός Εξωτερικών Μ. Πομπέο. Μεταξύ άλλων, ο Πρωθυπουργός υποβάθμιζε επί μακρόν τις προειδοποιήσεις ότι δεν θα είναι δυνατόν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, που σταθμεύουν στην Ελλάδα, να χρησιμοποιούν τηλεπικοινωνιακά δίκτυα σχετιζόμενα με κινεζικές εταιρίες.
Τον Αύγουστο του 2020, κατέστη σαφές στον κ. Μητσοτάκη ότι θα μιλούσε με τον πρόεδρο Τραμπ μόνο με ειδική τηλεφωνική κρυπτοσυσκευή που εγκατέστησαν, προσωρινά, στο Μέγαρο Μαξίμου τεχνικοί της Αμερικανικής Πρεσβείας. Το ευτράπελο ήταν ότι οι διαρροές του Μαξίμου παρουσίασαν τη μεταχείριση του κ. Μητσοτάκη σαν προνομιακή, ενώ στην πραγματικότητα υπήρχε φόβος για τα διάτρητα ελληνικά δίκτυα και τη δράση αντιδυτικών υπηρεσιών.
Ταυτόχρονα, αποτελεί ιστορική ειρωνεία ότι την ίδια εποχή μεγαλουργούσε εν Αθήναις το Predator, όπως επιβεβαίωσε (στη συνέντευξή του στον Ν. Χατζηνικολάου) ο κ. Μητσοτάκης, προσθέτοντας -σαν Ανεύθυνος Άρχων κατά το Σύνταγμα ή σαν αλλοδαπός περιηγητής- ότι δεν γνωρίζει ποιος χρησιμοποιούσε το σύστημα, διαπράττοντας κακουργήματα.
Ο νυν πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έθεσε το ζήτημα της Κίνας, φέτος το Μάιο, κατά τη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό στο Λευκό Οίκο. Ο κ. Μητσοτάκης κινήθηκε στο άλλο άκρο (συγκριτικά με την πολιτική του 2019-20), εκφράζοντας αγανάκτηση για την επιρροή του Πεκίνου στα Βαλκάνια και για αντιδημοκρατικές κινήσεις του, σε ευθυγράμμιση με τη Μόσχα, διεθνώς. Επίσης, σύμβουλος του κ. Μπάιντεν, σε ταξίδι της στην Αθήνα, έθεσε το ζήτημα της ελληνικής υποστήριξης προς την Κίνα σε διεθνείς οργανισμούς.
Τους επόμενους μήνες, ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να απαντήσει στη νέα δέσμη απαιτήσεων του Πεκίνου για τις επενδύσεις της COSCO στον Πειραιά, την κύρωση της Συμφωνίας Προστασίας Επενδύσεων Ε.Ε.-Κίνας από τη Βουλή, τη συνεργασία στους διεθνείς οργανισμούς, τις απαιτήσεις της κρατικής State Grid στον ΑΔΜΗΕ (και μέσω του ΑΔΜΗΕ) και τις κοινές δράσεις στις πρωτοβουλίες «Παγκόσμιας Ανάπτυξης», One Belt One Road και Κίνας-Χωρών Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (η λεγόμενη «17+1» που εκφυλίστηκε σε «14+1» μετά την αθέτηση των κινεζικών υποσχέσεων για επενδύσεις).
Ενδεικτικές της παρεμβατικότητας στην ελληνική πολιτική ζωή είναι και οι πληροφορίες ότι η κινεζική πλευρά έχει καταγράψει και επικρίνει τις δραστηριότητες ορισμένων αξιωματούχων, όπως ο υπουργός Εσωτερικών Μ. Βορίδης και βουλευτές.
Δημοσίευση σχολίου