Οι πληροφορίες που έχουν προκύψει από χθες, επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι η συμφωνία AUKUS, των ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας, ήταν καταλύτης για την εξέλιξη που θα πληροφορηθούμε αναλυτικά την ερχόμενη Τρίτη, παρουσία του Γάλλου προέδρου και του Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά και τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των δυο χωρών. Η συμφωνία αυτή αφορά κάτι περισσότερο από μια σημαντική εξοπλιστική συμφωνία για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, καθώς φαίνεται πως θα επιστεγαστεί από μια προωθημένη συμφωνία διμερούς αμυντικής συνεργασίας.
Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ*
Απότοκο αυτής της πραγματικότητας είναι το ότι αποκλείεται να μην είναι ενήμερη εγκαίρως η Ουάσιγκτον για την εξέλιξη. Παρότι το οικονομικό συμφέρον των υποψηφίων εταιριών της στο πρόγραμμα των φρεγατών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού δεν εξυπηρετείται, ίσως και να έχει δώσει τις «ευλογίες» της. Εάν αυτό ισχύει, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η πρωτοκαθεδρία της γεωπολιτικής ως του παράγοντα που θέτει το πλαίσιο άσκησης οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας…
Μετά την αγγλοσαξονική συμφωνία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, η Γαλλία φαίνεται πως έχει το πράσινο φως για να αναλάβει ρόλο στον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής της Μεσογείου για λογαριασμό της Δύσης. Όπως τα ηνία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού αναλήφθηκαν επισήμως από τις ΗΠΑ με τη συνεργασία των Βρετανών, με σκοπό να ενισχύσουν τους τοπικούς τους συμμάχους, κυρίως Αυστραλία και Ιαπωνία για να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο, επιτρέποντας ενδεχομένως και πιο «διακριτική» στρατιωτική αμερικανική παρουσία, το ίδιο σενάριο φαίνεται να εξελίσσεται και στη Μεσόγειο.
Τα ηνία του στρατιωτικού ελέγχου της περιοχής τα αναλαμβάνουν οι Γάλλοι, σε έναν ρόλο που θα βοηθηθούν και από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Η επιλογή αυτή έχει και τον χαρακτήρα κίνησης «αποζημίωσης» των Γάλλων για το σκληρό πλήγμα της απώλειας του αυστραλιανού συμβολαίου, αν και πολλοί λησμονούν ότι ο οπλισμός και τα ηλεκτρονικά συστήματα των υποβρυχίων που θα κατασκεύαζαν οι Γάλλοι θα τα προμήθευε η αμερικανική Lockheed Martin.
Το δε «σπάσιμο του ταμπού» της προσφοράς υποβρυχίων πυρηνικής πρόωσης στην υπόθεση της Αυστραλίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανοίγει τον δρόμο στους Γάλλους να προτείνουν κάτι παρόμοιο στην Ινδία, χώρα η οποία αποτελεί το πολυπόθητο «γεωπολιτικό έπαθλο» για την AUKUS, καθώς είναι κλειδί στη συμμαχία ανάσχεσης του κινεζικού ηγεμονισμού.
Από τη στιγμή όμως που οι ισορροπίες της Ινδίας με τη Ρωσία δεν μπορούν να διαταραχθούν βίαια για πλειάδα λόγων, η Γαλλία ίσως αποτελεί τον ιδανικό σύμμαχο σε επίπεδα πέραν ενός απλού προμηθευτή οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας. Μέσω του οποίου οι δύο χώρες θα συνδεθούν, αλλά δεν θα ταυτιστούν με την AUKUS. Αυτή η εξισορροπητική παρουσία της Γαλλίας στην ινδική υποήπειρο, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη και στο ευρωατλαντικό θέατρο, όπου τη θέση της Κίνας παίρνει η Ρωσία.
Οι σχεδιαστές της γεωστρατηγικής των ΗΠΑ, δεν μπορεί να μην έχουν αντιληφθεί ότι ενδεχόμενο modus vivendi ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα θα δημιουργήσει συνθήκες ημί-περικύκλωσης της Κίνας. Αυτή θα παραμένει πάντα ατελής, η συνεισφορά όμως στην προσπάθεια ελέγχου της συμπεριφοράς του Πεκίνου θα ήταν ανεκτίμητη.
Επιστρέφοντας στο ευρωατλαντικό «θέατρο» και τον νέο διαφαινόμενο ρόλο της Γαλλίας εν μέσω εντεινόμενων αναφορών για την ανάγκη αμυντικής ενδυνάμωσης και στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης, εάν πρόκειται να δημιουργηθεί κάποια αποτελεσματική ευρωπαϊκή δύναμη ταχείας αντίδρασης, αυτή θα πρέπει να τελεί σε πλήρη συνεργασία και διαλειτουργικότητα με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Αυτό σχετίζεται και με τον έλεγχο της γερμανικής συμπεριφοράς απέναντι στα ζητήματα ασφαλείας της Γηραιάς Ηπείρου. Εάν οι σχέσεις Γερμανίας-Ρωσίας ξεφύγουν από ένα αποδεκτό για τη Δύση επίπεδο, τότε ο υπό δημιουργία συνασπισμός στρατιωτικού ελέγχου της περιοχής της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής, θα παίξει τον δικό του ρόλο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια αντιγραφή της στρατηγικής της ανάσχεσης απέναντι στη Σοβιετική Ένωση επί Ψυχρού Πολέμου, καθώς επίσης και στη σύγχρονη εκδοχή του που επιχειρείται απέναντι στην Κίνα…
Επισήμως βέβαια, όλοι θα συνεργάζονται με το Βερολίνο, το οποίο έχει βέβαια μεγάλη ικανότητα στην ορθή ανάγνωση των γεωπολιτικών συσχετισμών και της σημασίας τους για τα γερμανικά συμφέροντα. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται και με τις ενεργειακές εξελίξεις στη Μεσόγειο, οι οποίες με τη σειρά τους αφορούν τις ενεργειακές σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας (βλ. Nord Stream II).
Η στρατιωτική ισχύς για την παροχή ασφάλειας, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιτυχούς προώθησης αξιοποίησης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Η Μεσόγειος έχει ξεκάθαρο ρόλο στο αντιστάθμισμα της επιρροής των ρωσικών υδρογονανθράκων στο ενεργειακό ισοζύγιο της ΕE. Κι αν η παροχή εγγυήσεων ασφαλείας μόνο από τις ΗΠΑ προσκρούει στην πρόθεση της Ουάσιγκτον να μην οδηγήσουν σε σημείο πλήρους διάρρηξης τις σχέσεις με την Τουρκία, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ρόλο στην αξιοποίηση παίζει και η γαλλική TOTAL.
Βέβαια, το υπερφίαλο και εγωιστικό προφίλ που έχει οικοδομήσει επιμελώς στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας ο Ερντογάν, καθιστά κάθε σκέψη αναδίπλωσης απαγορευτική, με αποτέλεσμα να επιλέγεται διαρκώς η κλιμάκωση χωρίς όρια. Για μια ακόμη φορά, η απάντηση του Ερντογάν στην άρνηση του Λευκού Οίκου να προσαρμοστεί στις επιθυμίες του, ήταν η προαναγγελία προμήθειας επιπλέον S-400 από τη Ρωσία.
Η νέα αυτή τουρκική παρεκτροπή είναι σφόδρα πιθανό να προκαλέσει τη λήψη οριστικών αποφάσεων από την πλευρά των ΗΠΑ. Η αντίσταση του State Department διαρκώς φθίνει, καθώς η Τουρκία κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να δικαιώσει τους επικριτές της και να επιβεβαιώσει όσους υποστηρίζουν ότι τα πραγματικά σύνορα του δυτικού κόσμου βρίσκονται στο Αιγαίο.
Εν κατακλείδι, φαίνεται πως οι γεωπολιτικές καραμπόλες ολοένα και περισσότερο μετατρέπουν σε «αποσυνάγωγο» την Τουρκία του Ερντογάν. Η τεράστιας σημασίας γεωστρατηγική θέση που καταλαμβάνει η Τουρκία δεν καταφέρνει πλέον να της εξασφαλίσει τον ρόλο του «χαϊδεμένου παλιόπαιδου» που εξασφαλίζει δυσανάλογα της πραγματικής αξίας ανταλλάγματα.
Η προσπάθεια επέκτασης αυτής της κατάστασης -όταν θεωρούνταν αναμφισβήτητος κρίκος της δυτικής γεωστρατηγικής– και στις σχέσεις της με τη Ρωσία, δείχνει να έχει οδηγηθεί οριστικά σε αδιέξοδο. Η δε εσωτερική κυρίως αδυναμία τον Ερντογάν να εμφανιστεί πως υποχωρεί, οδηγεί σε οριστική διάρρηξη των σχέσεων με τη Δύση.
Αυτό περιπλέκει την κατάσταση ασφαλείας της Τουρκίας, καθώς την οδηγεί σε μεγαλύτερη του επιθυμητού εξάρτηση από τη Μόσχα. Οι Τούρκοι όμως γνωρίζουν ότι οι τακτική συγκυρία δεν μπορεί να συσκοτίζει επ’ αόριστον τη στρατηγική πραγματικότητα των σχέσεων της χώρας τους με τη Ρωσία.
Η αμετροέπεια στις διεκδικήσεις και την εν γένει συμπεριφορά του ηγέτη, δημιούργησε σε ωρίμανση τις αντισυσπειρώσεις που δημιουργούνταν σταθερά τα τελευταία χρόνια. Ένα μέρος αυτού του παζλ, είναι και η συμφωνία Γαλλίας και Ελλάδας…
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
Δημοσίευση σχολίου