Κυρίαρχο ρόλο στην πρόσφατη, τουρκική άμεση προσβολή της ακεραιότητας της χώρας και των ζωτικών συμφερόντων, κατείχε το υποβρυχιακό όπλο. Τα μεν ελληνικά υποβρύχια (ιδιαίτερα τα τέσσερα Type 214 και το τύπου ΩΚΕΑΝΟΣ) απέδειξαν στην πράξη την τεχνολογική και τακτική ανωτερότητα τους, ενώ το φως της δημοσιότητας είδαν και περιστατικά όπου τουρκικά υποβρύχια στην απόπειρα τους να δείξουν τα κενά της ελληνικής άμυνας εντοπίσθηκαν και «εξουδετερώθηκαν» από τις ελληνικές ανθυποβρυχιακές δυνάμεις.
Καθώς όμως η Τουρκία έχει εν εξελίξει προγράμματα ανανέωσης και ενίσχυσης του υποβρυχιακού στόλου της (πρόγραμμα ναυπήγησης έξι υποβρυχίων Type 214TN-Reis, πρόγραμμα «εθνικού υποβρυχίου» MILDEN), γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι και τα επόμενα χρόνια ο υποβρυχιακός – ανθυποβρυχιακός πόλεμος θα είναι κομβικός στο θέατρο επιχειρήσεων Αιγαίου – Ανατολικού Μεσογείου.
Σε επίπεδο πλοίων επιφανείας, η «συμβατική» προσέγγιση των ναυτικών δυνάμεων στο ζήτημα, επικεντρώνεται στην απόκτηση φρεγατών με τους κατάλληλους αισθητήρες (σόναρ σκάφους, συρόμενης διάταξης) και όπλα. Όμως σήμερα η ωρίμανση των σχετικών τεχνολογιών επιτρέπει την υιοθέτηση λύσεων μεγάλης αποτελεσματικότητας, μικρότερου κόστους και χαμηλότερου επιπέδου κινδύνου για το προσωπικό.
Όπως έχει αναφερθεί, η ισραηλινή Elbit Systems εκτός της έκδοσης ναρκοθηρίας (βλέπε Πολεμικό Ναυτικό: Το Seagull της Elbit μια νέα λύση βγαλμένη από το μέλλον… όχι και τόσο μακρινό!), προτείνει στο Πολεμικό Ναυτικό και μία έκδοση του μη επανδρωμένου οχήματος επιφανείας Seagull βελτιστοποιημένη για ανθυποβρυχιακό πόλεμο (ASW: Anti-Submarine Warfare).
Λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών των μη επανδρωμένων οχημάτων η χρήση τους σε επιχειρήσεις ανθυποβρυχιακού πολέμου μεταβάλλει σημαντικά τη δυναμική τους, αυξάνοντας το επίπεδο απειλής κατά των υποβρυχίων με την αξιοποίηση ενός μέσου υψηλής επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας που αντικαθιστά, συμπληρώνει ή ενισχύει επανδρωμένες μονάδες και ταυτόχρονα ελαχιστοποιεί την απειλή που αντιπροσωπεύει το υποβρύχιο για αυτό.
Όπως ισχύει και για την έκδοση ναρκοθηρίας, δύο μη επανδρωμένα οχήματα επιφανείας Seagull με δυνατότητα εγκατάστασης εναλλάξιμων σπονδύλων (modules) αποστολής και ελέγχου από τον ίδιο σύστημα ελέγχου αποστολής (MCS: Mission Control System) που μπορεί να βρίσκεται επί επανδρωμένου σκάφους ή σταθμού στην ακτή, συνιστούν την έκδοση ανθυποβρυχιακού πολέμου.
Τα δύο οχήματα Seagull αναλαμβάνουν τους ρόλους «Hunter» – «Killer». Το όχημα «Hunter» εκτελεί τον εντοπισμό, ακριβή γεωγραφικό προσδιορισμό και ταξινόμηση της απειλής και το όχημα «Killer», την εξουδετέρωση της με τορπίλες.
Υπενθυμίζεται ότι τον Μάρτιο του 2019 η Elbit Systems και η ιταλική Leonardo ανακοίνωσαν τη συνεργασία τους για την προσθήκη, στο Seagull, τορπιλών ελαφρού τύπου (lightweight) διαμετρήματος 324 χιλ. Όπως αναφέρεται στο σχετικό Δελτίο Τύπου, θα χρησιμοποιηθεί η ίδια αρχιτεκτονική με τις από αέρος εκτοξευόμενες τορπίλες.
Το όχημα «Hunter» εξοπλίζεται με σόναρ (όπως τα απεικονιζόμενα στις συνημμένες φωτογραφίες, συρόμενο Towed Reelable Active Passive Sonar (TRAPS) for Unmanned Surface Vessels (TRAPS-USV) ή το βυθιζόμενο Helicopter Long-Range Active Sonar – HELRAS, που απαιτεί όμως τη στάση του οχήματος).
Η έκδοση ανθυποβρυχιακού πολέμου του Seagull (δηλαδή ο συνδυασμός των δύο μη επανδρωμένων οχημάτων επιφανείας) έχει επιχειρησιακή αυτονομία μεγαλύτερη των τεσσάρων ημερών και δυνατότητα επιχειρησιακής δράσης σε [κατά Douglas] Κατάσταση Θάλασσας 5 (Sea State 5, κύματα ύψους 2.5 έως 4 μέτρα).
Με το Seagull, ο εν πλω ή επάκτιος διοικητής αποκτά τη δυνατότητα επιχειρησιακής αξιοποίησης άμεσα διαθέσιμων και ταχέως αναπτυσσόμενων (τα μη επανδρωμένα οχήματα επιφανείας μπορούν να επιτύχουν ταχύτητες πλεύσης υψηλότερες των 60 χλμ./ ώρα, ενώ μεταφέρονται σε τυποποιημένα κοντέινερ των 40 ποδών) ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων με σκοπό να ασφαλίσει κρίσιμες θαλάσσιες περιοχές και υψηλής αξίας στόχους από υποβρυχιακές και ναρκικές απειλές.
Στη συνημμένη φωτογραφία παρουσιάζεται συνοπτικά η επιχειρησιακή αντίληψη χρήσης του Seagull. Όπως έχει ήδη αναφερθεί το μη επανδρωμένα οχήματα επιφανείας μπορούν να επιχειρούν ελεγχόμενα από επανδρωμένη μονάδα επιφανείας ή από επάκτιο σταθμό. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η εγκατάσταση επί του πλοίου ή στον σταθμό του συστήματος ελέγχου αποστολής (MCS: Mission Control System) και συστημάτων επικοινωνιών (δορυφορικών – SATCOM: Satellite Communications) και ζεύξεων δεδομένων γραμμής θέασης (Data – Link Line of Sight).
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί η επίδειξη που πραγματοποιήθηκε από την Elbit Systems κατά τη διάρκεια της διεθνούς έκθεσης αμυντικών συστημάτων DSEI 2017. Στην επίδειξη, ένα μη επανδρωμένο όχημα επιφανείας Seagull εκτέλεσε αποστολή ανθυποβρυχιακού πολέμου στο Κόλπο της Χάιφα στο Ισραήλ ελεγχόμενο από δύο σταθμούς εργασίας (ελεγκτής μη επανδρωμένου και χειριστής σόναρ) που ήταν εγκατεστημένοι στο Λονδίνο σε απόσταση 3.515 χιλιομέτρων με τη βοήθεια δορυφορικών επικοινωνιών.
Το Seagull χρησιμοποιώντας βυθιζόμενο σόναρ και λογισμικό που αναπτύχθηκε από την Elbit Systems πραγματοποίησε σε αληθή χρόνο (real time) τον εντοπισμό και ταξινόμηση υποβρύχιων αντικειμένων αποδεικνύοντας στην πράξη την ικανότητα αποτροπής εχθρικών υποβρύχιων δραστηριοτήτων.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η επίδοση του Seagull κατά τη διάρκεια ΝΑΤΟϊκής άσκησης ανθυποβρυχιακού πολέμου που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2018. Στην άσκηση συμμετείχαν η ισπανική φρεγάτα SPS Victoria F-82 (τύπου Santa Maria) και το βρετανικό αντιτορπιλικό αεράμυνας περιοχής HMS Duncan D-37 (τύπου 45).
Το Seagull επέδειξε πολύ μεγαλύτερη αυτονομία, ικανότητα παραμονής στην περιοχή ενδιαφέροντος, παρατεταμένου εντοπισμού και διατήρησης της επαφής από τα ελικόπτερα ανθυποβρυχιακού πολέμου που χρησιμοποιούνται σε παρόμοιες αποστολές.
Τέλος τον Ιούνιο του 2020, το Seagull μέσω της βρετανικής θυγατρικής της Elbit Systems (Elbit Systems UK) ολοκλήρωσε για λογαριασμό του υπουργείου Άμυνας της Βρετανίας σειρά δοκιμών ανθυποβρυχιακού πολέμου.
Οι εν λόγω δοκιμές διεξήχθησαν στο πλαίσιο προγράμματος του Εργαστηρίου Αμυντικών Επιστημών και Τεχνολογίας (DSTL: Defence Science and Technology Laboratory) και αποσκοπούσαν στη διερεύνηση των δυνατοτήτων μελλοντικών ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων από αυτόνομης λειτουργίας συστήματα. Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου κατά τη διάρκεια των δοκιμών το Seagull ήταν εξοπλισμένο με σόναρ της L3 Harris και επίσης επέδειξε την τεχνολογία «ASW Toolbox» («Εργαλειοθήκη Ανθυποβρυχιακού Πολέμου») που του επιτρέπει να δρα ως πολλαπλασιαστής ισχύος στις επιχειρήσεις του τύπου.
Η ελληνική διάσταση
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή του παρόντος σημειώματος, το υποβρυχιακό όπλο έχει και θα έχει κομβικό ρόλο στο θέατρο επιχειρήσεων Αιγαίου – Ανατολικής Μεσογείου σε ειρήνη, κρίση και πόλεμο. Κατά συνέπεια ο ανθυποβρυχιακός πόλεμος αποτελεί για το Πολεμικό Ναυτικό και τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ύψιστη προτεραιότητα.
Ας σημειωθεί εδώ ότι ο ανθυποβρυχιακός πόλεμος, αποτελεί μία «τέχνη» που απαιτεί συστηματική και έντονη εκπαίδευση, εξειδικευμένα μέσα και προσωπικό και τεχνολογική καινοτομία ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η υποβρυχιακή απειλή.
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την έκλειψη της απειλής (ο σοβιετικός υποβρύχιος στόλος), η «τέχνη» του ανθυποβρυχιακού πολέμου περιέπεσε σε μαρασμό και μόνο τα τελευταία χρόνια, λόγω της αναβάθμισης του ρωσικού και του κινεζικού υποβρυχιακού στόλου αλλά και της συνεχούς αύξηση των αριθμού των χωρών που επιχειρούν υποβρύχια, άρχισε η προσπάθεια αποκατάστασης.
Στην περίπτωση του Πολεμικού Ναυτικού, η «συμβατική» προσέγγιση στον τομέα των πλοίων επιφανείας, δηλαδή η απόκτηση μεγαλύτερου αριθμού φρεγατών με αυξημένες δυνατότητες στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο δεν είναι εφικτή, λόγω των πεπερασμένων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων που μπορεί να διαθέσει η χώρα.
Όμως ακόμη και στην περίπτωση που οι προαναφερθέντες πόροι θα ήταν διαθέσιμη δεν είναι βέβαιο ότι η «συμβατική» προσέγγιση θα ήταν η αποδοτικότερη, οικονομικά και επιχειρησιακά. Η ωρίμανση και επιβεβαίωση στο πεδίο των τεχνολογιών που ενσωματώνει το Seagull προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα και πρωτόγνωρες επιχειρησιακές δυνατότητες:
- σημαντική μείωση κόστους απόκτησης και κόστους κύκλου ζωής σε σχέση με τα επανδρωμένα μέσα
- ελαχιστοποίηση του κινδύνου για το προσωπικό (που αποτελεί το πιο πολύτιμο «περιουσιακό» στοιχείο των ενόπλων δυνάμεων).
- ελαχιστοποίηση του κινδύνου που αποτελεί το υποβρύχιο για τις πλατφόρμες διεξαγωγής ανθυποβρυχιακού πολέμου.
- μετατροπή κάθε πλατφόρμας επιφανείας στην οποία δύνανται να εγκατασταθούν το σύστημα ελέγχου αποστολής (MCS: Mission Control System), το σύστημα επικοινωνιών (δορυφορικών – SATCOM: Satellite Communications) και οι ζεύξεις δεδομένων γραμμής θέασης (Data – Link Line of Sight), σε μέσο ανθυποβρυχιακού πολέμου.
- σημαντική επαύξηση των δυνατοτήτων ανθυποβρυχιακού πολέμου των φρεγατών που με τη χρήση του Seagull μετατρέπονται σε «μητρικά» πλοία.
- ταχύτατη ανάπτυξη (μέσω αερομεταφοράς) του συστήματος σε οποίο σημείο απαιτηθεί.
- η δυνατότητα ελέγχου του συστήματος από επάκτιο σταθμό επιτρέπει την αποδέσμευση άλλων μέσων ανθυποβρυχιακού πολέμου από «στατικές» αποστολές (π.χ. την ανθυποβρυχιακή προστασία κρίσιμων θαλάσσιων περιοχών ή την προστασία στόχων υψηλής αξίας).
- ο μέσω δορυφορικής ζεύξης έλεγχος του συστήματος από μεγάλες αποστάσεις απλοποιεί τη δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης (απαιτείται μόνο η μεταφορά των μη επανδρωμένων οχημάτων επιφανείας) και προσφέρει πολλαπλές επιλογές. Για παράδειγμα, το σύστημα Seagull ως φορτίο (μέγεθος και βάρος) είναι ασήμαντο για τα δύο νέα πλοία γενικής υποστήριξης «ΑΤΛΑΣ I» Α-471 και «ΗΡΑΚΛΗΣ» A-472.
Δημοσίευση σχολίου