Πριν από δύο εβδομάδες όταν ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου έλαβε τη μεγάλη απόφαση και ανέλαβε το βάρος των πολύ σκληρών οικονομικών μέτρων οι περισσότεροι έμειναν με την εντύπωση ότι η Ελλάδα θα τύχει καλύτερης αντιμετώπισης από τους εταίρους και τις αδημονούσες ως τότε αγορές.
Ωστόσο, παρά τα πρώτα καλά λόγια και τους πολλούς επαίνους από τις Βρυξέλλες, από τη Φραγκφούρτη, από τους κκ. Σαρκοζί, Γιούνκερ, Τρισέ αλλά και από την αυστηρή κυρία Μέρκελ, πρόοδος εντυπωσιακή δεν υπήρξε.
Τα spreads, οι διαφορές μεταξύ επιτοκίων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά, σημείωσαν ανεπαίσθητη υποχώρηση κάτω από τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες, χωρίς όμως να δημιουργούν αισθήματα ασφάλειας στον υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Παπακωνσταντίνου και στους διαχειριστές του ελληνικού χρέους.
Η επόμενη εβδομάδα ήταν χειρότερη και απογοήτευσε πλήρως την ελληνική κυβέρνηση. Από την περασμένη Κυριακή, εν αναμονή των συνεδριάσεων του Εurogroup και του Εco/Fin, μαύρα φίδια άρχισαν να ζώνουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Γερμανική απειλή
Πρωτίστως οι Γερμανοί και δευτερευόντως οι Ολλανδοί προέβαλαν ενστάσεις και αντιρρήσεις, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να εμποδίσουν το ενδεχόμενο απευθείας βοήθειας προς τη χώρα μας και άρχισαν πάλι τα επικριτικά σχόλια για την Ελλάδα.
Η κυρία Μέρκελ αντιμετώπιζε μιαν απολύτως εχθρική προς την Ελλάδα κοινή γνώμη και μαζί κινδύνευε να θέσει σε δοκιμασία, εν όψει των περιφερειακών εκλογών, τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, οι οποίοι είχαν ταχθεί αναφανδόν κατά τής απευθείας βοήθειας προς την Ελλάδα.
Αντιστοίχως, οι Ολλανδοί μετά και την πρόσφατη κατάρρευση της κυβέρνησης του Αμστερνταμ, εξαιτίας της εμπλοκής των ολλανδικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, δεν άντεχαν και δεύτερο μέτωπο υπεράσπισης ενός σχήματος εξωτερικής βοήθειας προς τρίτη χώρα.
Κάπως έτσι την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη επιβεβαιώθηκε η προβληματικότητα των συνθηκών. Παρ΄ ότι οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πίεζαν φανερά, μεταδίδοντας προς πάσαν κατεύθυνση ότι τεχνικά ο μηχανισμός χρηματοδότησης είναι έτοιμος, η διεκδικούμενη πολιτική απόφαση δεν ήλθε.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου έμεινε πάλι στα κρύα του λουτρού και αντί της πολυαναμενόμενης απόφασης για τον μηχανισμό στήριξης και βοήθειας εισέπραξε μόνο καλά λόγια, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει επιθετικά στους συναδέλφους του υπουργούς Οικονομίας ότι κατόπιν αυτών η χώρα μας δεν έχει άλλη επιλογή από την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από εκείνη τη στιγμή και εντεύθεν ενεργοποιήθηκε και πάλι ο μηχανισμός πίεσης προς τη χώρα μας. Οι Γερμανοί έσπευσαν να δηλώσουν ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση και οι αγορές άρχισαν να κινούνται και πάλι επιθετικά εναντίον της Ελλάδας. Την επομένη στο Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας των «27» τα πράγματα έγιναν χειρότερα καθώς η απόφαση παραπέμφθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου- κατά σύμπτωση την ημέρα της εθνικής επετείου- όπου και θα κριθεί οριστικά το θέμα.
Σταδιακά αναπτύχθηκε νέος κύκλος φημών και διαδόσεων που κλόνισε εκ νέου την όποια εμπιστοσύνη κερδήθηκε από τα μέτρα. Την περασμένη Πέμπτη το Χρηματιστήριο Αθηνών κατέρρευσε, οι τράπεζες άρχισαν να πιέζονται, τα παπαγαλάκια της συμφοράς έφθασαν να μιλάνε ακόμη και για αναβίωση της δραχμής, επικράτησε και πάλι ο κύκλος της παράλογης φθοράς και της απόλυτης ανοησίας που ήθελε τον Χολαργό να κόβει δήθεν καινούργια χαρτονομίσματα. Την περασμένη Παρασκευή είχαν χαθεί όλα τα κέρδη της προηγούμενης προσπάθειας, οι διαφορές επιτοκίων εκτινάχθηκαν ξανά πάνω από τις 330 μονάδες και ο πυρετός της ανασφάλειας επανήλθε δριμύτερος.
Η απογοήτευση
Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής η κατάσταση έμοιαζε και πάλι οριακή. Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λ. Παπαδήμος έβλεπε τις διαφορές των επιτοκίων να αυξάνονται και δεν πίστευε στα μάτια του. Στις ιδιαίτερες συνομιλίες του, σύμφωνα με όσα μεταδίδουν οι συνομιλητές του, δεν έκρυβε την απογοήτευσή του για τους χειρισμούς σε Ελλάδα και Γερμανία. Επέκρινε την ελληνική πλευρά για την υπερπροβολή της υποτιθέμενης μπλόφας-απειλής για προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τη θεωρούσε απολύτως καταστρεπτική και υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την επικράτηση και πάλι κακών συνθηκών. Ουσιαστικά πιστεύει ότι διήγειρε πάλι τις αγορές και διευκόλυνε αφάνταστα όσους δεν ήθελαν την ευρωπαϊκή λύση.
Και στη Γερμανία επίσης οι πολλές δηλώσεις των εκεί υπευθύνων έφτιαξαν κλίμα αρνητικό στην κοινή γνώμη και μπλόκαραν ακόμη και εκείνους που πιθανώς ήθελαν και διεκδικούσαν μια ευρωπαϊκή λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Το δυστύχημα είναι ότι η Ευρώπη δείχνει ανίκανη να διαχειρισθεί το ελληνικό πρόβλημα, η οικονομική πολιτική της ευρωζώνης φαντάζει ασθενής και το ευρώ εισέρχεται σε νέα φάση αμφισβήτησης.
Οπως και αν έχει, δεκαπέντε ημέρες απεδείχθησαν αρκετές για να ακυρώσουν στο πεδίο των εντυπώσεων τη βαριά προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης που επωμίσθηκε ο ελληνικός λαός.
Ωστόσο, παρά τα πρώτα καλά λόγια και τους πολλούς επαίνους από τις Βρυξέλλες, από τη Φραγκφούρτη, από τους κκ. Σαρκοζί, Γιούνκερ, Τρισέ αλλά και από την αυστηρή κυρία Μέρκελ, πρόοδος εντυπωσιακή δεν υπήρξε.
Τα spreads, οι διαφορές μεταξύ επιτοκίων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά, σημείωσαν ανεπαίσθητη υποχώρηση κάτω από τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες, χωρίς όμως να δημιουργούν αισθήματα ασφάλειας στον υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Παπακωνσταντίνου και στους διαχειριστές του ελληνικού χρέους.
Η επόμενη εβδομάδα ήταν χειρότερη και απογοήτευσε πλήρως την ελληνική κυβέρνηση. Από την περασμένη Κυριακή, εν αναμονή των συνεδριάσεων του Εurogroup και του Εco/Fin, μαύρα φίδια άρχισαν να ζώνουν το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Γερμανική απειλή
Πρωτίστως οι Γερμανοί και δευτερευόντως οι Ολλανδοί προέβαλαν ενστάσεις και αντιρρήσεις, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να εμποδίσουν το ενδεχόμενο απευθείας βοήθειας προς τη χώρα μας και άρχισαν πάλι τα επικριτικά σχόλια για την Ελλάδα.
Η κυρία Μέρκελ αντιμετώπιζε μιαν απολύτως εχθρική προς την Ελλάδα κοινή γνώμη και μαζί κινδύνευε να θέσει σε δοκιμασία, εν όψει των περιφερειακών εκλογών, τον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, οι οποίοι είχαν ταχθεί αναφανδόν κατά τής απευθείας βοήθειας προς την Ελλάδα.
Αντιστοίχως, οι Ολλανδοί μετά και την πρόσφατη κατάρρευση της κυβέρνησης του Αμστερνταμ, εξαιτίας της εμπλοκής των ολλανδικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, δεν άντεχαν και δεύτερο μέτωπο υπεράσπισης ενός σχήματος εξωτερικής βοήθειας προς τρίτη χώρα.
Κάπως έτσι την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη επιβεβαιώθηκε η προβληματικότητα των συνθηκών. Παρ΄ ότι οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πίεζαν φανερά, μεταδίδοντας προς πάσαν κατεύθυνση ότι τεχνικά ο μηχανισμός χρηματοδότησης είναι έτοιμος, η διεκδικούμενη πολιτική απόφαση δεν ήλθε.
Ο κ. Παπακωνσταντίνου έμεινε πάλι στα κρύα του λουτρού και αντί της πολυαναμενόμενης απόφασης για τον μηχανισμό στήριξης και βοήθειας εισέπραξε μόνο καλά λόγια, γεγονός που τον ανάγκασε να δηλώσει επιθετικά στους συναδέλφους του υπουργούς Οικονομίας ότι κατόπιν αυτών η χώρα μας δεν έχει άλλη επιλογή από την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από εκείνη τη στιγμή και εντεύθεν ενεργοποιήθηκε και πάλι ο μηχανισμός πίεσης προς τη χώρα μας. Οι Γερμανοί έσπευσαν να δηλώσουν ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση και οι αγορές άρχισαν να κινούνται και πάλι επιθετικά εναντίον της Ελλάδας. Την επομένη στο Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας των «27» τα πράγματα έγιναν χειρότερα καθώς η απόφαση παραπέμφθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου- κατά σύμπτωση την ημέρα της εθνικής επετείου- όπου και θα κριθεί οριστικά το θέμα.
Σταδιακά αναπτύχθηκε νέος κύκλος φημών και διαδόσεων που κλόνισε εκ νέου την όποια εμπιστοσύνη κερδήθηκε από τα μέτρα. Την περασμένη Πέμπτη το Χρηματιστήριο Αθηνών κατέρρευσε, οι τράπεζες άρχισαν να πιέζονται, τα παπαγαλάκια της συμφοράς έφθασαν να μιλάνε ακόμη και για αναβίωση της δραχμής, επικράτησε και πάλι ο κύκλος της παράλογης φθοράς και της απόλυτης ανοησίας που ήθελε τον Χολαργό να κόβει δήθεν καινούργια χαρτονομίσματα. Την περασμένη Παρασκευή είχαν χαθεί όλα τα κέρδη της προηγούμενης προσπάθειας, οι διαφορές επιτοκίων εκτινάχθηκαν ξανά πάνω από τις 330 μονάδες και ο πυρετός της ανασφάλειας επανήλθε δριμύτερος.
Η απογοήτευση
Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής η κατάσταση έμοιαζε και πάλι οριακή. Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Λ. Παπαδήμος έβλεπε τις διαφορές των επιτοκίων να αυξάνονται και δεν πίστευε στα μάτια του. Στις ιδιαίτερες συνομιλίες του, σύμφωνα με όσα μεταδίδουν οι συνομιλητές του, δεν έκρυβε την απογοήτευσή του για τους χειρισμούς σε Ελλάδα και Γερμανία. Επέκρινε την ελληνική πλευρά για την υπερπροβολή της υποτιθέμενης μπλόφας-απειλής για προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τη θεωρούσε απολύτως καταστρεπτική και υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την επικράτηση και πάλι κακών συνθηκών. Ουσιαστικά πιστεύει ότι διήγειρε πάλι τις αγορές και διευκόλυνε αφάνταστα όσους δεν ήθελαν την ευρωπαϊκή λύση.
Και στη Γερμανία επίσης οι πολλές δηλώσεις των εκεί υπευθύνων έφτιαξαν κλίμα αρνητικό στην κοινή γνώμη και μπλόκαραν ακόμη και εκείνους που πιθανώς ήθελαν και διεκδικούσαν μια ευρωπαϊκή λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Το δυστύχημα είναι ότι η Ευρώπη δείχνει ανίκανη να διαχειρισθεί το ελληνικό πρόβλημα, η οικονομική πολιτική της ευρωζώνης φαντάζει ασθενής και το ευρώ εισέρχεται σε νέα φάση αμφισβήτησης.
Οπως και αν έχει, δεκαπέντε ημέρες απεδείχθησαν αρκετές για να ακυρώσουν στο πεδίο των εντυπώσεων τη βαριά προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης που επωμίσθηκε ο ελληνικός λαός.
Δημοσίευση σχολίου