Τραγικό λάθος η απώλεια του δανείου $2 δισ. που πρόσφεραν οι ΗΠΑ! Οι αποτυχημένες παραστάσεις στην πρεσβεία της Αθήνας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας μετά τα Χανιά
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης πανηγυρίζει -σε επίπεδο διαγγέλματος- για το πακέτο αμυντικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τα πραγματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών και μια απλή σύγκριση με το έργο των προκατόχων του αποδεικνύουν ότι επέτυχε τα ελάχιστα δυνατά. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, πρώτη φορά, η Ουάσινγκτον αυτοβούλως πρόσφερε δάνειο-ρεκόρ 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο χάθηκε λόγω της λανθασμένης διαπραγματευτικής τακτικής του Μεγάρου Μαξίμου.Από τον Αλέξανδρο Τάρκα*
Σύμφωνα με απόλυτα επιβεβαιωμένες πληροφορίες, οι διαβουλεύσεις για το δάνειο των 2 δισ. δολαρίων άρχισαν στα μέσα Οκτωβρίου του 2023 κατόπιν της θερινής δήλωσης του ιδίου του προέδρου Τζ. Μπάιντεν ότι μετά το τουρκικό αίτημα για τα F-16 αντιμετώπιζε θετικά το ότι «ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην Ελλάδα, αναζητά επίσης κάποια βοήθεια». Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προσθέσει πως «αυτό που προσπαθώ, ειλικρινά, είναι να συγκεντρώσω μια μικρή κοινοπραξία εδώ, όπου ενισχύουμε το ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στρατιωτική ικανότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας και επιτρέπουμε στη Σουηδία να εισέλθει» στην Ατλαντική Συμμαχία.
Διαπραγματεύσεις
Στο πλαίσιο αυτό και υπό την έγκριση και την υψηλή εποπτεία του Μαξίμου, πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ, αφενός, στελεχών του πολιτικού-στρατιωτικού, οικονομικού και αμυντικού τμήματος της Αμερικανικής Πρεσβείας της Αθήνας και, αφετέρου, εκπροσώπων του γραφείου της υφυπουργού Εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου, της αρμόδιας Διεύθυνσης Βορείου Αμερικής του υπουργείου Εξωτερικών, του υπαρχηγού ΓΕΕΘΑ και του γενικού διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).
Το δάνειο θα χορηγείτο απευθείας μέσω του προγράμματος Foreign Military Financing (FMF) και προβλεπόταν ότι το 10% του συνολικού ποσού, δηλαδή 200.000.000 δολάρια, θα χαρακτηριζόταν δωρεάν βοήθεια, ώστε να εξισορροπηθεί η μακροπρόθεσμη επιβάρυνση των τόκων.
Επίσης, από τη γενικότερη προσέγγιση και τα συμφραζόμενα των Αμερικανών αξιωματούχων προέκυπτε, σαφώς, ότι δεν υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες για την κατάρτιση του κειμένου της σύμβασης. Η έγκριση του δανείου, από τις προϊστάμενες αρχές στην Ουάσινγκτον, θεωρείτο λίγο πολύ δεδομένη, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική απάντηση θα έπρεπε να δοθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2023. Πρακτικά, η Ελλάδα θα εξασφάλιζε ένα τεράστιο ποσό για τις Ενοπλες Δυνάμεις της έπειτα από μόλις δίμηνες διαπραγματεύσεις, οπότε η «αμυντική εγγύηση» Μπάιντεν θα ήταν συμφέρουσα και, μεταξύ άλλων, ίσως χρηματοδοτούσε την αγορά των F-35.
Παρά αυτές τις σπάνια ευνοϊκές συνθήκες, το μήνυμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την αμερικανική πλευρά ήταν ότι είχε «προβληματισμούς για τους οικονομικούς όρους» του δανείου των $2 δισ. Η προθεσμία υποβολής της ελληνικής απάντησης δεν τηρήθηκε και, όπως είναι αναμενόμενο σε παρόμοιες διπλωματικές και οικονομικές διαβουλεύσεις, το μήνυμα από τους αρμοδίους στην Ουάσινγκτον (που εξετάζουν, ταυτόχρονα, τα αιτήματα αρκετών ξένων κυβερνήσεων) ήταν πως το ίδιο ποσό αποφασίστηκε πλέον να χορηγηθεί σε άλλη συμμαχική χώρα.
Πάντως, ακόμα και μετά την απορριπτική απόφαση, υπήρξε αμερικανική διαβεβαίωση για πιθανό μελλοντικό δάνειο και ότι παραμένουν διαθέσιμα τα 200.000.000 δολάρια, αλλά «θα ήταν χρήσιμο» να χρησιμοποιηθούν ως αποζημίωση του ελληνικού πλεονάζοντος υλικού που θα αποστελλόταν στην Ουκρανία.
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης πανηγυρίζει -σε επίπεδο διαγγέλματος- για το πακέτο αμυντικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τα πραγματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών και μια απλή σύγκριση με το έργο των προκατόχων του αποδεικνύουν ότι επέτυχε τα ελάχιστα δυνατά. Ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, πρώτη φορά, η Ουάσινγκτον αυτοβούλως πρόσφερε δάνειο-ρεκόρ 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο χάθηκε λόγω της λανθασμένης διαπραγματευτικής τακτικής του Μεγάρου Μαξίμου.Από τον Αλέξανδρο Τάρκα*
Σύμφωνα με απόλυτα επιβεβαιωμένες πληροφορίες, οι διαβουλεύσεις για το δάνειο των 2 δισ. δολαρίων άρχισαν στα μέσα Οκτωβρίου του 2023 κατόπιν της θερινής δήλωσης του ιδίου του προέδρου Τζ. Μπάιντεν ότι μετά το τουρκικό αίτημα για τα F-16 αντιμετώπιζε θετικά το ότι «ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην Ελλάδα, αναζητά επίσης κάποια βοήθεια». Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προσθέσει πως «αυτό που προσπαθώ, ειλικρινά, είναι να συγκεντρώσω μια μικρή κοινοπραξία εδώ, όπου ενισχύουμε το ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στρατιωτική ικανότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας και επιτρέπουμε στη Σουηδία να εισέλθει» στην Ατλαντική Συμμαχία.
Διαπραγματεύσεις
Στο πλαίσιο αυτό και υπό την έγκριση και την υψηλή εποπτεία του Μαξίμου, πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ, αφενός, στελεχών του πολιτικού-στρατιωτικού, οικονομικού και αμυντικού τμήματος της Αμερικανικής Πρεσβείας της Αθήνας και, αφετέρου, εκπροσώπων του γραφείου της υφυπουργού Εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου, της αρμόδιας Διεύθυνσης Βορείου Αμερικής του υπουργείου Εξωτερικών, του υπαρχηγού ΓΕΕΘΑ και του γενικού διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).
Το δάνειο θα χορηγείτο απευθείας μέσω του προγράμματος Foreign Military Financing (FMF) και προβλεπόταν ότι το 10% του συνολικού ποσού, δηλαδή 200.000.000 δολάρια, θα χαρακτηριζόταν δωρεάν βοήθεια, ώστε να εξισορροπηθεί η μακροπρόθεσμη επιβάρυνση των τόκων.
Επίσης, από τη γενικότερη προσέγγιση και τα συμφραζόμενα των Αμερικανών αξιωματούχων προέκυπτε, σαφώς, ότι δεν υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες για την κατάρτιση του κειμένου της σύμβασης. Η έγκριση του δανείου, από τις προϊστάμενες αρχές στην Ουάσινγκτον, θεωρείτο λίγο πολύ δεδομένη, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική απάντηση θα έπρεπε να δοθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2023. Πρακτικά, η Ελλάδα θα εξασφάλιζε ένα τεράστιο ποσό για τις Ενοπλες Δυνάμεις της έπειτα από μόλις δίμηνες διαπραγματεύσεις, οπότε η «αμυντική εγγύηση» Μπάιντεν θα ήταν συμφέρουσα και, μεταξύ άλλων, ίσως χρηματοδοτούσε την αγορά των F-35.
Παρά αυτές τις σπάνια ευνοϊκές συνθήκες, το μήνυμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς την αμερικανική πλευρά ήταν ότι είχε «προβληματισμούς για τους οικονομικούς όρους» του δανείου των $2 δισ. Η προθεσμία υποβολής της ελληνικής απάντησης δεν τηρήθηκε και, όπως είναι αναμενόμενο σε παρόμοιες διπλωματικές και οικονομικές διαβουλεύσεις, το μήνυμα από τους αρμοδίους στην Ουάσινγκτον (που εξετάζουν, ταυτόχρονα, τα αιτήματα αρκετών ξένων κυβερνήσεων) ήταν πως το ίδιο ποσό αποφασίστηκε πλέον να χορηγηθεί σε άλλη συμμαχική χώρα.
Πάντως, ακόμα και μετά την απορριπτική απόφαση, υπήρξε αμερικανική διαβεβαίωση για πιθανό μελλοντικό δάνειο και ότι παραμένουν διαθέσιμα τα 200.000.000 δολάρια, αλλά «θα ήταν χρήσιμο» να χρησιμοποιηθούν ως αποζημίωση του ελληνικού πλεονάζοντος υλικού που θα αποστελλόταν στην Ουκρανία.
Τρία κύρια θέματα
Το περίεργο της όλης υπόθεσης είναι ότι, σε αντίθεση με το νέο πλαίσιο που έθεσε η λεγόμενη «γραφειοκρατία» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, η ελληνική πλευρά αισιοδοξούσε ότι τα πάντα θα άλλαζαν χάρη στη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον υπουργό Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν, στα Χανιά, στις 6 Ιανουαρίου. Η ελληνική πλευρά φέρεται ότι έθεσε τρία κύρια θέματα προς την αμερικανική.
• Πρώτον, την επανεκκίνηση της διαδικασίας της προμήθειας των F-35 και, κυρίως, την αποσύνδεσή της από τη διαπραγμάτευση Ουάσινγκτον – Αγκυρας για τα τουρκικά F-16 και την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
• Δεύτερον, την επανεξέταση του θέματος του μεγάλου δανείου των $2 δισ. ή, τουλάχιστον, τη μη εξάρτηση του μικρότερου δανείου των 200.000.000 δολαρίων από τη χορήγηση νέας βοήθειας της Αθήνας προς το Κίεβο.
• Τρίτον, να εγκωμιαστεί η ελληνική στάση στην κρίση της Ερυθράς Θάλασσας χωρίς αμερικανικές απαιτήσεις για μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας πέραν της ήδη ανακοινωθείσας αποστολής μίας φρεγάτας του Πολεμικού Ναυτικού. Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε τη συνάντηση σαν μεγάλη επιτυχία μαζί με τη μονομερή διαρροή ότι η έγκριση της προμήθειας των F-35 «δεν θα αργήσει» και την εκτίμηση πως οι ανακοινώσεις θα γίνουν ανεξάρτητα από τις αμερικανοτουρκικές διαπραγματεύσεις. Σε διαφορετικό μήκος κύματος, οι δηλώσεις του κ. Μπλίνκεν και η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ απλώς εγκωμίαζαν θερμά τη διμερή συνεργασία, δεν περιείχαν ούτε λέξη για τα F-35 και έδιναν έμφαση στο ότι «είχαμε συζητήσεις» για τον ελληνικό ρόλο στην Ερυθρά Θάλασσα και τη «συνεχιζόμενη υποστήριξη» στην Ουκρανία.
Δεν είναι γνωστό αν ο κ. Μητσοτάκης πραγματικά πίστεψε ότι οι απόψεις του έγιναν αποδεκτές από τον κ. Μπλίνκεν ή αν θέλησε να παρουσιάσει επίπλαστη εικόνα στην ελληνική κοινή γνώμη για τις συνήθεις επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όπως προσδοκούσε ο πρωθυπουργός.
Συγκεκριμένα, ως προς τα F-35 η ελληνική πλευρά προσπάθησε να οικοδομήσει επί της συνάντησης των Χανίων, πραγματοποιώντας πρόσθετες επαφές με την πρεσβεία στην Αθήνα και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην Ουάσινγκτον. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των επαφών ήταν η απάντηση ότι ο κ. Μπλίνκεν, παρά τις καλές προθέσεις του, δεν είχε αναλάβει καμιά δέσμευση έναντι του πρωθυπουργού. Αυτό αποδείχθηκε και με τις -δημόσιες πια- εξελίξεις, καθώς η κυβέρνηση όχι μόνον δεν πέτυχε την αποσύνδεση των F-35 από τα F-16, αλλά οι αμερικανικές ανακοινώσεις έγιναν πρώτα για την Τουρκία (Πέμπτη 25 Ιανουαρίου) και μετά για την Ελλάδα (Σάββατο 27 Ιανουαρίου).
Παρά την αποτυχία των διπλωματικών χειρισμών, η κυβέρνηση καλλιεργεί τον μύθο ότι «κατόπιν ενεργειών μας», όπως έλεγαν οι παλαιοί πολιτευτές, οι Αμερικανοί «μας δίνουν» τα F-35. Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι πρόκειται για κανονική εμπορική συναλλαγή και ότι η Ουάσινγκτον προσφέρει τον συγκεκριμένο, προηγμένο τύπο αεροσκαφών (τότε ονομαζόμενο JSF) από τον Οκτώβριο του 2000, όταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Ν. Μπερνς και το εν Αθήναις γραφείο της Lockheed Martin κατέθεσαν πρόταση ελληνικής συμμετοχής (με ρεαλιστική ετήσια συνεισφορά) στην κατασκευάστρια κοινοπραξία.
Ο Σημίτης
Η απάντηση του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και του υπουργού Εθνικής Αμυνας Ακη Τσοχατζόπουλου ήταν απορριπτική. Ως αποτέλεσμα, έως το 2010 η αμερικανική πλευρά έδωσε έμφαση στην πώληση νέων και στον εκσυγχρονισμό παλαιότερων F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, κάνοντας μόνον ενημερώσεις για την πρόοδο του προγράμματος F-35, αφού η κοινοπραξία όφειλε να δίνει προτεραιότητα στις χώρες-μέλη της. Ακολούθησαν τα χρόνια της ελληνικής χρεοκοπίας και η προμήθεια του υπερσύγχρονου αεροσκάφους ετέθη πάλι στο τραπέζι το 2017 σε επίπεδο μελέτης και με αυτάρεσκες δηλώσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν διέθετε σχετικό προϋπολογισμό.
Τον Οκτώβριο του 2019, κατά το β΄ γύρο Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας (και όχι ο κ. Μητσοτάκης) ζήτησε από τον ομόλογό του Μ. Πομπέο έναρξη συνομιλιών για τα F-35 ως αντιστάθμισμα της ενδεχόμενης προμήθειάς του από την Τουρκία (στην αρχή της γνωστής κρίσης με το ΝΑΤΟ λόγω της απόκτησης ρωσικών πυραύλων S-400). Ο κ. Δένδιας εξέφρασε το ίδιο ενδιαφέρον, προς τον κ. Μπλίνκεν πια, κατά τον γ΄ γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου, τον Οκτώβριο του 2021, ενώ τον Ιούνιο του 2022 εστάλη το επίσημο ελληνικό αίτημα, το οποίο έκτοτε συνδέθηκε από τη διοίκηση Μπάιντεν -ανεπίσημα- με το τουρκικό. Ούτε η καταρχήν συναίνεση της Γερουσίας στην πώληση προς την Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2023, άλλαξε τα πράγματα. Παρά τις θριαμβολογίες, ο πρωθυπουργός δεν κατάφερε να αποσυνδέσει τα δύο θέματα επί 1,5 χρόνο και αυτό προοιωνίζεται μελλοντικά προβλήματα για την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, αφού υπάρχει μακρύς δρόμος για τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της σύμβασης και μέχρι την παράδοση των αεροσκαφών στην Ελλάδα.
Στο εξής οι συνομιλίες θα γίνονται με εμπορικούς όρους και πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα για τον ακριβή αριθμό των F-35 που θέλει -και αντέχει οικονομικά- να παραγγείλει η Ελλάδα, καθώς και για τον τρόπο χρηματοδότησής τους. Η αμερικανική πλευρά έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας βοήθειας από τα FMF, αλλά, αν συνδεθεί ειδικά με τα F-35, ίσως επανεξεταστεί -αναγκαστικά- το πλαίσιο συζήτησης μεταξύ του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και της Lockheed Martin. Ηδη υπάρχει το διαπραγματευτικό αγκάθι ότι η ελληνική πλευρά απέρριψε, τον Μάιο του 2023, τις αμερικανικές προτάσεις για τις -πανάκριβες- υποδομές των F-35 στις βάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου