Η Ρωσία δεν θα πάψει να είναι μεγάλη δύναμη, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να διαμορφωθούν αντικειμενικά, όροι ικανοί να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτό το ιστορικό και γεωπολιτικό της «κεκτημένο»…
Tου Κ.ΚυριακόπουλουΌμως, μετά από τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις και την απομυθοποίηση του δέους με το οποίο είχε καταφέρει να περιβάλλει τις πραγματικές της δυνατότητες, ο διεθνής της ρόλος συρρικνώνεται δραματικά, η εσωστρέφεια στην οποία αρχίζει να περιέρχεται θα την τοποθετήσει επί μακρόν και ενδεχομένως ανεπίστρεπτα, έξω από το κλαμπ των συμπρωταγωνιστών που θα διαμορφώσουν τους κανόνες στην νέα ισορροπία ισχύος, ενώ η ενίσχυση φυγόκεντρων τάσεων στο περιβάλλον της παραδοσιακής της επιρροής, θα έχει σημαντικότατες συνέπειες ακόμη και στο μετασοβιετικό ομοσπονδιακό της αποτύπωμα.
Η πυρηνική ισχύς από μόνη της δεν αρκεί για να ανακόψει αυτήν την εκφυλιστική διεργασία, ενώ όλα δείχνουν πως οι αντικειμενικές δυνατότητες που θα έχει από εδώ και στο εξής, να διατηρηθεί σε μια αξιοπρεπή θέση στην κούρσα του στοχευμένα αναπτυξιακού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού της ισχύος, είναι αντιστρόφως ανάλογες των σύγχρονων απαιτήσεων.
Τρεις είναι οι κρίσιμες παράμετροι που συνηγορούν και ενισχύουν αυτήν την διαπίστωση…
Η πρώτη αφορά στην σημαντική τεχνολογική υστέρηση, η ύπαρξη της οποίας καθιστά πραγματικά δυσεπίλυτη την σύνθετη εξίσωση με την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η Ρωσία της επόμενης μέρας. Η Ρωσία δηλαδή, η οποία φιλοδοξώντας να διαχειριστεί επιτυχώς τις ηγεμονικές της επιδιώξεις, θα πρέπει από την μία μεριά να καλύψει τις σημαντικές ανεπάρκειες που έφερε στην επιφάνεια η διαχείριση της πολεμικής επιχείρησης, ενώ την ίδια στιγμή θα επιδιώκει να πλασαριστεί σε μια καλή θέση στην εξελισσόμενη κούρσα του τεχνολογικού ανταγωνισμού, σε μια ιστορική εποχή κατά την οποία επαναδιατυπώνεται η Αρχιτεκτονική της ισχύος σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η δεύτερη σχετίζεται με το ύψος στο οποίο τοποθετείται αντικειμενικά ο πήχης που αφορά στον ανταγωνισμό της ισχύος. Κι εδώ τον ρυθμό τον δίνει πλέον η Κίνα. Η εναρκτήρια ομιλία του Σι Τζινπινγκ και κυρίως οι ιεραρχήσεις τις οποίες επέλεξε προκειμένου να οριοθετήσει το εύρος της περαιτέρω κλιμάκωσης της Κινεζικής «επίθεσης» στο πλαίσιο του συστημικού ανταγωνισμού, δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο αμφιβολιών, για την φυσιογνωμία της σύγκρουσης και για την αποφασιστικότητα της Κινεζικής ηγεσίας να μην χαριστεί σε κανέναν.
Να θυμίσουμε για όποιον έσπευσε να ξεχάσει, ότι στην 100ή επέτειο από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, τον Ιούλιο του 2021, ο Σι Τζινπίνγκ διακήρυξε καταχειροκροτούμενος: «Ο κινεζικός λαός δεν θα επιτρέψει ποτέ σε καμία ξένη δύναμη να μας τυραννά, να καταπιέζει ή να μας υποδουλώνει. Όποιος προσπαθήσει, θα συντριβεί μέχρι το αίμα του να ρέει από το κεφάλι από το Μεγάλο Τείχος, το οποίο πάνω από 1,4 δισεκατομμύρια Κινέζοι έχτισαν με τη σάρκα και το αίμα τους».
Κίνα και ΗΠΑ, είναι φανερό ότι θα επιδιώξουν δια της εκφυλιστικής αποδυνάμωσης, να σύρουν και εν τέλει να καθηλώσουν την Ρωσία σε έναν υποβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο που θα υπηρετεί πρωτίστως τις δικές τους στρατηγικές επιλογές, αποστερώντας της την δυνατότητα να διεκδικήσει και πάλι μια θέση στην κορυφή της πυραμίδας ισχύος.
Η τρίτη παράμετρος έχει να κάνει με το περιβάλλον αναφοράς στο οποίο δρούσε παραδοσιακά η Σοβιετική Ένωση και συνακόλουθα η μετασοβιετική Ρωσία και το οποίο εισέρχεται σταδιακά σε μια φάση γεωπολιτικής χειραφέτησης την οποία ωστόσο σπεύδει να αξιοποιήσει με τρόπο πατερναλιστικό η επιθετικά αναθεωρητική Τουρκία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις δικές της ευρύτερες γεωστρατηγικές επιδιώξεις.
Είναι λοιπόν φανερό, ότι η Ευρασιατική ζώνη που θα μπορούσε εν δυνάμει να εκλαμβάνεται ως προνομιακός χώρος για την αποτελεσματική διαχείριση των Ρωσικών ηγεμονικών φιλοδοξιών και επιδιώξεων, μετεξελίσσεται ταχύτατα σε πεδίο οξύτατων συγκρουσιακών ανταγωνισμών μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη και αυτό σε συνδυασμό με την επιθετική διεκδίκηση αυξημένου ρόλου από ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις με κατάφορα αναθεωρητική ατζέντα όπως είναι η Τουρκία, συρρικνώνει δραματικά τα περιθώρια ενός δυναμικού come back για την Ρωσική εξωτερική πολιτική.
Όλα τα παραπάνω, συνιστούν μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη, πρωτίστως για τους λαούς, που είχαν κάθε λόγο να προσβλέπουν σε ένα Διεθνές Σύστημα, ανταγωνιστικό μεν, αλλά περισσότερο ισορροπημένο και πιο ασφαλές απ’ ότι στο παρελθόν.
Οι μικροί περιφερειακοί δρώντες – μεταξύ τω
ν οποίων βεβαίως συμπεριλαμβάνεται ΚΑΙ η χώρα μας – οφείλουν να πάρουν πολύ σοβαρά υπ΄όψιν τους την νέα κατάσταση που διαμορφώνεται και να διεκδικήσουν ρόλο στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και πλήρως επικαιροποιημένης στρατηγικής. Και έχουν την υποχρέωση να το πράξουν σήμερα, πριν ολοκληρωθεί ο κύκλος των διαφαινόμενων ανατροπών και της ανακατανομής της ισχύος, διότι αυτό που κρίνεται τελικά, ΔΕΝ είναι διόλου δευτερεύον και διόλου επουσιώδες στο αποτύπωμα της νέας εποχής. Αυτό που κρίνεται, ΕΙΝΑΙ η ίδια η στρατηγική τους επιβίωση.
Επίλογος…
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέδρασε καταλυτικά στα θεμελιώδη που αφορούν στην δυναμική του σύγχρονου κόσμου και εν τέλει στην ίδια την φυσιογνωμία του. Ωστόσο… Παρατηρώντας σχολιασμούς, αναρτήσεις και δημοσιεύσεις αναφορικά με τα τεκταινόμενα, διαπιστώνει κανείς ότι ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι που προσεγγίζουν τον πόλεμο με την νοσηρή ψυχοσύνθεση του οπαδού κι αυτό είναι λάθος.
Ο πόλεμος, ιδιαίτερα σε συνθήκες συστημικής σύγκρουσης, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτιμάται με βάση τον αριθμό των θυμάτων, ούτε αποκλειστικά και μόνο από το εύρος των απωλειών ή των καταστροφών που επιφέρει. Είναι μια διεργασία σύνθετη, ενίοτε ΚΑΙ απρόβλεπτη, που δρομολογεί γεωπολιτικές ανατροπές και τροποποιεί τα δεδομένα στην ισορροπία ισχύος. Γι’ αυτό και θα πρέπει να αξιολογείται πρωτίστως με βάση την φυσιογνωμία και το πρόσημο ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ισοζυγίου. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποτυπώνει τους καημούς και τα “θέλω” μας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά νηφάλια προσέγγιση των γεγονότων. Ας σοβαρευτούμε λοιπόν…
Δημοσίευση σχολίου