Λυγερός Σταύρος
Ενώ η αντιπολίτευση σχεδιάζει να κατεβάσει κοινό υποψήφιο πρόεδρο στις τουρκικές εκλογές 2023 με σκοπό να εκτοπίσει τον Ερντογάν από την εξουσία, η πρόβλεψη για το αποτέλεσμα παραμένει παρακινδυνευμένη. Κι αυτό όχι επειδή οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ντέρμπι. Η οικονομική κρίση ροκανίζει την εκλογική απήχηση του “σουλτάνου” κατά τρόπο που καθιστά πολύ πιθανή –εάν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά– την εκλογική ήττα του. Ωστόσο, επειδή μιλάμε για Τουρκία, ας υπογραμμίσουμε το “εάν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά”.
Στην εξουσία σήμερα δεν υπάρχει ένα κόμμα που κέρδισε τις εκλογές. Υπάρχει ένα καθεστώς. Προφανώς, το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν ανήλθε ούτε παρέμεινε στην εξουσία με τα όπλα. Στη δεκαετία 2002-12, μάλιστα, χρειάσθηκε να υπερνικήσει τις συνωμοσίες του κεμαλικού βαθέως κράτους για να εδραιωθεί. Αυτή ήταν και η πρώτη μεταπολίτευση διαρκείας από το μετακεμαλικό στο νεοοθωμανικό καθεστώς.
Από το 2013, όμως, όταν το μετακεμαλικό καθεστώς εξαρθρώνεται, εκδηλώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος στους κόλπους του νεοοθωμανικού κινήματος –η σύγκρουση του Ερντογάν με το δίκτυο του Γκιουλέν– παρότι στην πραγματικότητα η εν λόγω σύγκρουση είναι πιο σύνθετη. Η δεύτερη μεταπολίτευση, λοιπόν, είναι η μετάβαση από το νεοοθωμανικό στο ερντογανικό καθεστώς, συνιστώσα του οποίου είναι και το Κίνημα Εθνικιστικής Δράσης.
Ας σημειωθεί ότι όχι μόνο το δίκτυο Γκιουλέν, αλλά και πολλά ανώτατα στελέχη του κυβερνώντος ΑΚΡ έχουν εγκαταλείψει ή εκδιωχθεί από το κυβερνητικό σκάφος, ενώ ο “σουλτάνος” βρήκε νέους συμμάχους αφενός στο κόμμα του Μπαχτσελί, αφετέρου στην αντιδυτική πτέρυγα του βαθέως κράτους. Το ιδεολογικό υπόβαθρο του νέου καθεστώτος είναι η ερντογανική εκδοχή της περιβόητης τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης, που ρέπει στον ευρασιανισμό.
Η “βαθιά Τουρκία”
Το νεοοθωμανικό ρεύμα κατάφερε τη δεκαετία του 2000 να ξεδοντιάσει το μετακεμαλικό βαθύ κράτος, στηριζόμενο στην πολιτική αφύπνιση της “βαθιάς Τουρκίας”, η οποία αυτονομήθηκε από το πελατειακό σύστημα των παραδοσιακών κομμάτων που κινούνταν στο μετακεμαλικό πλαίσιο. Η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη μετά την καταλυτική οικονομική κρίση του 2000-02 εδραίωσε την εκλογική επιρροή του ΑΚΡ, μετατρέποντάς το σε ηγεμονική πολιτική δύναμη. Σ’ αυτό είχε συμβάλει αποφασιστικά και η υποστήριξη της Δύσης στο οικονομικό (μαζικές επενδύσεις) και στο πολιτικό επίπεδο (το ιδεολόγημα για το δυτικόφιλο Ισλάμ).
Μετά τη νίκη του επί του μετακεμαλικού βαθέως κράτους, ο Ερντογάν δρομολόγησε τη μετατροπή της Τουρκίας σε αυτονομημένη από τη Δύση περιφερειακή δύναμη. Αυτό οδήγησε σε τριβές με τις ΗΠΑ, σε εμφύλιο πόλεμο με το –εν πολλοίς ελεγχόμενο από την Ουάσινγκτον– δίκτυο Γκιουλέν και σε έναν αντιφατικό αλλά –όπως αποδεικνύεται– στέρεο “εναγκαλισμό” με τον Πούτιν.
Αποκορύφωμα της σύγκρουσης Ερντογάν-Ουάσινγκτον ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο 2016, στημένη ή όχι. Αυτή, πάντως, έδωσε το πρόσχημα για ένα κύμα διώξεων και μαζικών εκκαθαρίσεων κάθε δυτικόφυλου σχεδόν στοιχείου στον τουρκικό κρατικό μηχανισμό. Ο Ερντογάν κατρακύλησε σε ακραίο αυταρχισμό, συμπεριφερόμενος σαν σουλτάνος, αφού δεν υπάρχει δύναμη να εξισορροπήσει τις υπερεξουσίες του.
Αν και η τουρκική οικονομία έχει αποκτήσει σημαντική παραγωγική βάση, η αντιπαράθεση με τη Δύση υπονόμευσε την τουρκική λίρα, με αποτέλεσμα η μεγάλη υποτίμησή της να προκαλεί έντονο πληθωρισμό και σοβαρότατα προβλήματα στην πραγματική οικονομία. Η δε κλιμακούμενη φτωχοποίηση ειδικά των λαϊκών στρωμάτων της “βαθιάς Τουρκίας”, που στήριξαν την τελευταία 20ετία τον Ερντογάν, ροκανίζει την εκλογική επιρροή του.
Οι τουρκικές εκλογές 2023
Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, η ήττα Ερντογάν τον Ιούνιο 2023 από κοινό υποψήφιο της αντιπολίτευσης συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Ερντογάν θα αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν κατά τρόπο ομαλό, ή θα μεθοδεύσει κάποιου είδους εκτροπή με σκοπό να παραμείνει στην εξουσία; Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί. Η δε προβληματική υγεία του περιπλέκει την εξίσωση.
Η Δύση αναμένει με προσδοκίες τη στιγμή που ο Ερντογάν θα βρεθεί εκτός εξουσίας ως αποτέλεσμα της ήττας του στις τουρκικές εκλογές 2023. Επειδή, όμως, και οι Αμερικανοί δεν είναι καθόλου σίγουροι ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ομαλά, κινούνται στο παρασκήνιο για να το εξασφαλίσουν κατά το δυνατόν. Ο Ερντογάν, όμως, έχει πάψει προ πολλού να είναι ένας πολιτικός ηγέτης που βρίσκεται στην εξουσία, γνωρίζοντας ότι θα κριθεί στις επόμενες εκλογές και μπορεί τότε να υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει. Έχοντας ουσιαστικά αυτοαναγορευθεί “σουλτάνος”, έχει πολιτικο-ψυχολογικά ταυτισθεί με την εξουσία. Του είναι αδιανόητο, ή τουλάχιστον πάρα πολύ δύσκολο, να φανταστεί τον εαυτό του παροπλισμένο, έναν κοινό θνητό.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για ψυχολογικούς λόγους. Φοβάται δικαιολογημένα, επίσης, ότι θα διωχθεί δικαστικά και για σκάνδαλα διαφθοράς, αλλά και για εγκληματικές προβοκάτσιες που έλαβαν χώρα την εποχή της παντοδυναμίας του. Υπενθυμίζω ότι έχει εμμέσως πλην σαφώς κατηγορηθεί ακόμα και από τον Νταβούτογλου ότι ευθύνεται για πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις εναντίον συγκεντρώσεων αντιφρονούντων και Κούρδων.
Ασυλία ή νοθεία;
Η πόλωση που υπάρχει στην Τουρκία υπερβαίνει ποιοτικά ακόμα και την ακραία πολιτική πόλωση σε δυτικές χώρες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για καθεστωτικού χαρακτήρα πόλωση, η οποία δεν περιορίζεται στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος, αλλά και επεκτείνεται και στην κοινωνία. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει πολύ την ομαλή αλλαγή κυβέρνησης. Βλέποντας ο Ερντογάν ότι οι πιθανότητες να χάσει τις τουρκικές εκλογές 2023 αυξάνονται, έρχεται αντιμέτωπος με ένα δύσκολο δίλημμα: Ή να επιχειρήσει κάποιου είδους εκτροπή με σκοπό να παραμείνει στην εξουσία, ή να διαπραγματευθεί ασυλία για τον ίδιο και το περιβάλλον του όταν θα βρεθεί εκτός εξουσίας.
Μία τέτοια διαπραγμάτευση, όμως, είναι από τη φύση της δύσκολη και το βαθύ εσωτερικό ρήγμα στην Τουρκία την καθιστά πολύ δυσκολότερη. Ο Ερντογάν έχει λόγους να μην εμπιστεύεται την αντιπολίτευση, όπως κι αυτή δεν εμπιστεύεται αυτόν. Σύμφωνα με αποχρώσες ενδείξεις, η Ουάσινγκτον επιδιώκει να παίξει τον ρόλο του μεσεγγυητή, προσδοκώντας ότι η ομαλή διεξαγωγή των προεδρικών τουρκικών εκλογών 2023 και η πιθανολογούμενη ήττα του Ερντογάν θα οδηγήσουν σε ομαλή αλλαγή φρουράς.
Οι Αμερικανοί εκτιμούν ότι όταν ο Ερντογάν βρεθεί εκτός εξουσίας, η Τουρκία θα επιστρέψει στο “δυτικό μαντρί”. Υποτιμούν το γεγονός ότι από το 2002 έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν στην Τουρκία έχει συντελεστεί όχι μόνο πολιτική, αλλά και κοινωνική μετάλλαξη. Οι κεμαλικοί δεν μπορούν να “ξανακλείσουν στο μπουκάλι” τη “βαθιά” νεοοθωμανική Τουρκία με το εγγενές ισλαμικό, εθνικιστικό κι αντιδυτικό πρόσημο, την οποία ο Ερντογάν έφερε δυναμικά στο προσκήνιο.
Με όχημα μία “εθνική νίκη”
Είναι, πάντως, παρακινδυνευμένο να προεξοφλήσουμε πως τελικώς θα προκύψει συμφωνία για ομαλή έξοδο του Ερντογάν από την εξουσία με αντάλλαγμα την ασυλία, ίσως ακόμα και με τη μορφή μίας κοινά αποδεκτής αυτοεξορίας. Δεν γνωρίζουμε εάν ο ίδιος θέλει μία τέτοια λύση, αλλά και εάν η αντιπολίτευση είναι διατεθειμένη να συμφωνήσει. Το κυβερνών σήμερα AKP, άλλωστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επιβιώσει ως μεγάλη πολιτική δύναμη, επειδή εκφράζει σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικά την παραδοσιακή “βαθιά Τουρκία”.
Εάν ο “σουλτάνος” αποφασίσει να τα παίξει όλα για όλα για να παραμείνει στην εξουσία, έχει δύο τρόπους να το επιτύχει. Ο πρώτος είναι να οργανώσει όση νοθεία χρειάζεται για να κερδίσει τις τουρκικές εκλογές 2023. Το γεγονός ότι ελέγχει σχεδόν απολύτως τους κρίσιμους κρατικούς μηχανισμούς καθιστά μία τέτοια επιχείρηση ευκολότερη. Ο δεύτερος τρόπος είναι, στις παραμονές των εκλογών, ο Ερντογάν να μεθοδεύσει μία εξωτερική περιπέτεια για να παροξύνει το εθνικιστικό-επεκτατικό κλίμα, με σκοπό να συσπειρώσει γύρω του τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων, πουλώντας τους μία “εθνική νίκη”.
Η συνταγή είναι αποτελεσματική. Ο εθνικισμός-επεκτατισμός αναδύεται από το τουρκικό κράτος και διαπνέει συνολικά το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Με την εξαίρεση του κουρδικού κόμματος, όλα τα άλλα αντιπολιτευόμενα όχι μόνο κινούνται στο κλίμα του εθνικισμού-επεκτατισμού, αλλά, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου πλειοδοτούν σε επιθετικότητα. Το μείζον είναι, ωστόσο, ότι αυτό το κλίμα κυριαρχεί και στην ίδια την τουρκική κοινωνία, επειδή είναι στο “γονίδιο” της, ως αποτέλεσμα του τρόπου που συγκροτήθηκε ιστορικά.
Οι Οθωμανοί ήταν φυλές που είχαν ως “τρόπο παραγωγής” την κατάκτηση. Γι’ αυτό κι όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαψε να επεκτείνεται και να κατακτά περιήλθε σε παρακμή. Όπως και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι και στην Τουρκική Δημοκρατία, οι όποιοι εκσυγχρονισμοί επιβλήθηκαν αυταρχικά άνωθεν. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική επανάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος που ο εκδυτικισμός της ήταν επιφανειακός και επηρέασε μόνο μία κοινωνική μειονότητα, ανώτερα και μεσαία στρώματα στη δυτική Τουρκία.
Επιλεγμένο θερμό επεισόδιο
Ο δεσποτισμός, λοιπόν, επιβίωσε μεταλλαγμένος και μετά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον ρόλο του σουλτάνου τον έπαιξε ο Κεμάλ. Η κοινωνία των πολιτών ήταν και παραμένει υποτυπώδης. Η κοινωνία σε μεγάλο βαθμό παραμένει υποταγμένη σ’ ένα κράτος που δεν είναι δημιούργημά της, ούτε προέρχεται από αυτή. Γι’ αυτό και ο εθνικισμός-επεκτατισμός ήταν και παραμένει κρατική και κατ’ επέκταση εθνική ιδεολογία και ταυτοχρόνως ο κύριος συνεκτικός ιστός της τουρκικής κοινωνίας.
Σ’ αυτό το ακραία εθνικιστικό υπόστρωμα, ένας στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός εναντίον της Ελλάδας ή μία κίνηση που θα μεγαλώσει εδαφικά την Τουρκία είναι πιθανές εξελίξεις. Η ευκολότερη λύση, την οποία θα υποχρεωθούν να υποστηρίξουν και οι κεμαλικοί, είναι η προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου. Προφανώς, ο Ερντογάν θα αντιμετωπίσει σοβαρές διπλωματικές αντιδράσεις, αλλά δεν είναι αυτές που τον εμποδίζουν. Το εμπόδιο είναι ότι τα Κατεχόμενα, λόγω του ιδιάζοντος νομικού καθεστώτος έχουν μετατραπεί σε ιδανικό χώρο για παράνομες οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες διευκολύνουν και τη νεοοθωμανική ηγετική ελίτ.
Το άλλο ενδεχόμενο είναι να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα σε χώρο και χρόνο που θα θεωρήσει ότι θα του εξασφαλίσει μία “εύκολη νίκη”. Όπως έχω επανειλημμένως γράψει, ο μόνος τρόπο για να αποτρέψει η Αθήνα μία τέτοια εξέλιξη είναι να καταστήσει εγκαίρως σαφές πως ένας τουρκικός τυχοδιωκτισμός δεν θα αντιμετωπιστεί “σημειακά”, όπου η Τουρκία θα έχει το πλεονέκτημα, αλλά με αντίποινα που πιθανότατα να καταλήξουν σε γενικευμένη σύρραξη. Επειδή, όμως, η Άγκυρα δεν παίρνει ένα τέτοιο καθαρό μήνυμα, θεωρεί ότι η Αθήνα θα περιοριστεί κυρίως σε διπλωματικές αντιδράσεις. Γι’ αυτό και οι πιθανότητες να οδηγηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι καθόλου λίγες.
Δημοσίευση σχολίου