Του Βασίλη Νέδου
Η συζήτηση περί αεροπορικής υπεροχής στο Αιγαίο –και την Ανατολική Μεσόγειο– είναι όσο παλιά και η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και έπειτα. Δεν είναι διόλου παράδοξο ότι αυτή η συζήτηση κυριαρχεί και σήμερα, αυτή τη φορά εμμέσως, καθώς εντός του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και της γραφειοκρατίας εξελίσσεται ένα –ακόμη ακαθόριστης κατάληξης– μπρα ντε φερ σχετικά με το αν πρέπει να εγκριθεί η πώληση 40 καινούργιων F-16 και εκσυγχρονισμός 80 από τα ήδη υφιστάμενα μαχητικά του ίδιου τύπου της τουρκικής αεροπορίας.
Αυτή η συζήτηση αφορά την Ελλάδα, αφενός, επί της αρχής, καθώς μια πιθανή αρνητική απάντηση από την αμερικανική πλευρά σίγουρα θα έχει παράπλευρες επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των τουρκικών σχέσεων με το ΝΑΤΟ, αφετέρου, λόγω των συνεπειών στην αεροπορική ισορροπία. Πώς όμως διαμορφώνεται αυτή η ισορροπία; Αυτή τη στιγμή η Τουρκία διαθέτει συνολικά 260 F-16 και 19 Phantom.
Τα F-16 είναι διαμόρφωσης Block 30, Block 40 και Block 50 και εντάχθηκαν στην τουρκική αεροπορία σε 10 φάσεις, ανάμεσα στο 1987 και το 2012. Ενδιαμέσως η Αγκυρα είχε ενταχθεί το 2002 στο πρόγραμμα Joint Strike Fighter, το οποίο εξελίχθηκε σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως μαχητικό πέμπτης γενιάς F-35. Μετά αρκετά σκαμπανεβάσματα, η Τουρκία είχε καταλήξει να παραγγείλει συνολικά 100 F-35A και να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με την αμυντική βιομηχανία της.
Το 2017, όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε μαζί με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον την απόφαση για αναβάθμιση συνολικά 84 F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στη διαμόρφωση Viper, η προοπτική αεροπορικής ισορροπίας στο Αιγαίο έμοιαζε ζοφερή.
Και τούτο διότι λίγους μήνες αργότερα (Μάιο 2018) πετούσε δοκιμαστικά το πρώτο τουρκικό F-35 στις εγκαταστάσεις της Lockheed Martin στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, ενώ υπολογιζόταν ότι έως το 2020, τα πρώτα έξι μαχητικά πέμπτης γενιάς θα βρίσκονται ήδη στη Τουρκία.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβη, διότι τον Ιούλιο του 2019, οι Τούρκοι πιλότοι και το προσωπικό που ήδη εκπαιδευόταν στο F-35 έλαβαν προειδοποίηση να εγκαταλείψουν το έδαφος των ΗΠΑ, διότι η χώρα τους απεβλήθη από το πρόγραμμα. Τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400 βρίσκονταν πλέον σε τουρκικό έδαφος.
Αυτές οι διευκρινίσεις είναι χρήσιμες προκειμένου να φανεί ότι η σημερινή υπεροπλία της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε πολιτικές αποφάσεις της Aγκυρας και όχι σε κάποια καθοριστική επιρροή της Αθήνας στην Ουάσιγκτον, όπως ισχυρίζονται τουρκικοί κύκλοι. Ενώ η Aγκυρα αναμένει την έγκριση για τον εκσυγχρονισμό των F-16 που διαθέτει, την αγορά νέων και την εκ νέου πρόσβαση σε ανταλλακτικά, η Αθήνα έχει προχωρήσει σε άλματα.
Αυτή τη στιγμή διαθέτει συνολικά 153 F-16, εκ των οποίων τα 83 διαμορφώνονται σε Viper (τα δύο πρώτα είναι ήδη έτοιμα, πριν από το τέλος του χρόνου ο αριθμός αυτός μπορεί να φθάσει ακόμη και στα 6), 6 γαλλικά Rafale (με ακόμη 18 να παραλαμβάνονται έως το 2024), 24 Mirage 2000-5 και 34 F-4E Phantom. Από τα 153 F-16, τα 38 που ανήκουν στη διαμόρφωση Block 50 θα αναβαθμιστούν, ενώ από τα πιο παλιά (Block 30), κάποια θα συνεχίσουν το αποτρεπτικό έργο τους και άλλα θα μετατραπούν σε αεροπλάνα εκπαίδευσης των νέων χειριστών στο Αιγαίο. Από αυτά τα μόνα που αναμένεται να αποσυρθούν τα επόμενα χρόνια είναι τα Phantom.
Επίσης, εντός του 2023 αναμένεται η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για τα F-35, με στόχο την προσγείωση του πρώτου (από τα 20+20 που έχουν ζητηθεί) μαχητικού πέμπτης γενιάς στην Ελλάδα το 2027-28. Αν προστεθούν στην εξίσωση τα νέα ιταλικά εκπαιδευτικά M-346 που θα ενταχθούν στο κέντρο εκπαίδευσης στη Καλαμάτα (το οποίο επισκέπτονται αυτή την εβδομάδα οι υπουργοί Aμυνας Ελλάδας και Ισραήλ Ν. Παναγιωτόπουλος και Μπένι Γκαντζ), τότε καθίσταται σαφές ότι η Π.Α. μετατρέπεται σε ισχυρή δύναμη με δυνατότητα παρέμβασης σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.
Τα χρονοδιαγράμματα είναι αμείλικτα για τη Τουρκία. Αν, με κάποιον τρόπο, ξεπεραστούν τα νομικά εμπόδια, τότε τα πρώτα αναβαθμισμένα F-16 ή τα νέα αεροσκάφη αυτού του τύπου δεν θα προσγειωθούν στην Τουρκία πριν από το 2026-27. Ωστόσο, άρση των νομικών εμποδίων θα σήμαινε άμεση αποδέσμευση της δυνατότητας υποστήριξης των υφισταμένων F-16 της τουρκικής αεροπορίας, η διαθεσιμότητα των οποίων εκτιμάται ως ιδιαίτερα χαμηλή.
Το ραντεβού με τον Ακάρ και ο πάγος μέχρι τις εκλογές
Πέρα από το διπλωματικό προσκήνιο στα ελληνοτουρκικά, το οποίο την περασμένη εβδομάδα χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες των δύο υπουργών Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου και Χουλουσί Ακάρ να δημιουργηθεί κάποιο κλίμα που να επιτρέπει το άνοιγμα κάποιων διαύλων επικοινωνίας και την επιμονή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη διατήρηση επίμονα υψηλών τόνων, παρασκηνιακά φαίνεται ότι το αδιέξοδο είναι πολύ βαθύτερο.
Εχει περιέλθει σε γνώση της «Κ» ότι στις τελευταίες προσπάθειες που έγιναν από τρίτους προκειμένου να βολιδοσκοπηθεί η πρόθεση της Αγκυρας να προχωρήσει με κάποιο τρόπο σε συζητήσεις με την Αθήνα, με στόχο την κατάληξη σε διεθνή διαιτησία ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, οι απαντήσεις από την τουρκική πλευρά ήταν αρνητικές. Αρμόδιες πηγές εκτιμούν ότι η αντίληψη αυτή αφορά κατά κύριο λόγο την κατανόηση, κυρίως από τους Τούρκους διπλωμάτες, της ακραία προεκλογικής πραγματικότητας, η οποία ήδη επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας.
Στην Αθήνα τα σήματα αυτά έχουν φθάσει από διάφορες κατευθύνσεις. Παρά τη γενικώς βαριά ατμόσφαιρα και την εμμονή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να συντηρεί την επιθετική ρητορική, στην Αθήνα εργάζονται για τη διατήρηση του υφιστάμενου διαύλου επικοινωνίας (Παναγιωτόπουλος – Ακάρ) και τη δημιουργία νέων. Πρόκειται για ιδιαίτερα δύσκολη εξίσωση, η επίλυση της οποίας –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– συνδέεται με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αλλά και το παζάρι του Ερντογάν εντός του ΝΑΤΟ.
Φαίνεται, πάντως, ότι το ραντεβού της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν με τον προεδρικό εκπρόσωπο Ιμπραχίμ Καλίν και το σήμα ότι η υπόθεση των F-16 παραμένει ανοιχτή για την Τουρκία, λείαναν τον δρόμο προς τη συνάντηση Παναγιωτόπουλου – Ακάρ την περασμένη Πέμπτη.
Δημοσίευση σχολίου