Κολλάρος Βασίλης
Οι σχέσεις Ελλάδας και Αιγύπτου είναι βαθιές και ιστορικής σημασίας. Τα τελευταία χρόνια, επί καθεστώτος Σίσι καθίστανται ολοένα και πιο στενές λόγω της ταύτισης των ελληνο-αιγυπτιακών συμφερόντων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η εύρεση των ενεργειακών κοιτασμάτων έφερε ακόμα πιο κοντά την Αθήνα, αλλά και την Λευκωσία, με το Κάιρο. Με άλλα λόγια, οι τριμερείς συναντήσεις (Ελλάδα–Κύπρος-Αίγυπτος), με σκοπό τη συνδιαχείριση του ορυκτού πλούτου στα κοινά θαλάσσια οικόπεδα, καθιστούν τις σχέσεις του Ελληνισμού με την Αίγυπτο στρατηγικές.
Οι συναντήσεις σε επίπεδο ηγετών και υπουργών Εξωτερικών είναι τακτικές. Η Αθήνα, ανεξαρτήτως ποιο κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση, τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει στην προσέγγιση με την Αίγυπτο, σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσει την τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Σημαντική στιγμή της στρατιωτικής συνεργασίας Αθήνας-Καΐρου απετέλεσε η μεγάλη διακλαδική άσκηση με την επωνυμία “Μέδουσα-6”, που διεξήχθη στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά της Αλεξάνδρειας (23-29 Ιουνίου 2018) και στην οποία συμμετείχαν αξιόλογες ναυτικές, και όχι μόνο, δυνάμεις των δυο χωρών.
Οι κοινές τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις είναι μία πτυχή της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις, γεγονός που φαίνεται ότι θα αποφέρει οφέλη στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Πρόκειται για άτυπη στρατιωτική συμμαχία, η οποία εδράζεται και σε οικονομικά συμφέροντα. Η Αίγυπτος, αυτή τη στιγμή, είναι συνέταιρος με την Ελλάδα και την Κύπρο στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου.
Ενισχυτικά της ελληνοαιγυπτιακής προσέγγισης έχει λειτουργήσει και η στάση της Τουρκίας. Η ανάμιξη του Ερντογάν στα εσωτερικά της Αιγύπτου (στρατιωτικό πραξικόπημα 2013), τασσόμενος υπέρ της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και κατά του προέδρου Σίσι, σε συνδυασμό με την επεκτατική του πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, τον έχουν φέρει σε σύγκρουση του με το Κάιρο. Ακόμη, η προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Καΐρου, ως πνευματικό κέντρο του Ισλάμ, έχει δημιουργήσει πρόσθετο αγκάθι στις ήδη τεταμένες τουρκοαιγυπτιακές σχέσεις.
Η Αίγυπτος του Μεχμέτ Αλή
Βέβαια, υπήρξε μια περίοδο που ο ρόλος της Αιγύπτου κόντεψε να στερήσει από τους Έλληνες την εθνική τους ανεξαρτησία. Αναφερόμαστε στην Επανάσταση του 1821 και στην επέμβαση του αιγυπτιακού παράγοντα στη σύγκρουση μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων με τον Σουλτάνο. Πιο συγκεκριμένα, στην ανάμειξη του Μεχμέτ Αλή, πασά της Αιγύπτου, και του γιού του Ιμπραήμ στον Αγώνα του 1821. Η Αίγυπτος, μετά από κάλεσμα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, κλήθηκε να συνδράμει τους Τούρκους στην καταστολή της Επανάστασης, μέσω της μεταφοράς ισχυρών αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Τι θα κέρδιζε ο Μεχμέτ; Τι άλλο, παρά τον ίδιο τον Μοριά.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι αιγυπτιακές δυνάμεις υπερτερούσαν ποιοτικά των αντίστοιχων οθωμανικών. Οι συγκρούσεις των Αιγυπτίων με τους Ευρωπαίους, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων (1803-1815), τους είχαν φέρει σε επαφή με τον ευρωπαϊκό τρόπο πολέμου και είχαν ωθήσει τον Μεχμέτ να εκσυγχρονίσει τον στρατό του. Έτσι, άρχισαν να καταφθάνουν ευρωπαϊκές στρατιωτικές αποστολές (κατά βάση γαλλικές) με σκοπό να αναδιοργανώσουν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, δημιουργώντας έναν ισχυρό τακτικό στρατό ευρωπαϊκού τύπου.
Σε επίπεδο ναυτικής δύναμης, ο Ιμπραήμ ετοίμαζε ένα τεράστιο στόλο, τον μεγαλύτερο που είχε εμφανισθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, με εξαίρεση τον γαλλικό ορισμένα χρόνια πριν. Πενήντα τέσσερα μάχιμα πλοία θα συνόδευαν ένα μεγάλο αριθμό μεταγωγικών που θα μετέφεραν 14.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 500 πυροβολητές υπεύθυνους για 150 κανόνια. Μια αρμάδα που άγγιζε τα 400 πλοία και απειλούσε να πλήξει την Επανάσταση στις δυο πηγές στρατιωτικής ισχύος της, τον ελληνικό ναυτικό στόλο και το “κάστρο” της Πελοποννήσου.
Η Επανάσταση το 1824
Αρχές του 1824, μετά από τρία χρόνια συγκρούσεων με τους επαναστατημένους Έλληνες, οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει ουσιαστικά τίποτα. Τα σημαντικότερα κάστρα της Πελοποννήσου βρίσκονταν στα χέρια των επαναστατών, ενώ όσα δεν είχαν πέσει (Πάτρα, Κορώνη, Μεθώνη), βρίσκονταν υπό στενή πολιορκία. Το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου, η Τριπολιτσά, είχε χαθεί για την τουρκική πλευρά αρκετά νωρίς (Σεπτέμβριος 1821, παλαιό ημερολόγιο). Η περίφημη στρατιά του Δράμαλη είχε ηττηθεί κατά κράτος στα Δερβενάκια, ενώ στον ναυτικό αγώνα οι Τούρκοι είχαν χάσει σημαντικά τους πλοία από τα ελληνικά πυρπολικά.
Αλλά και στο ελληνικό στρατόπεδο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι πρώτες νίκες σε στρατιωτικό επίπεδο, αντί να φέρουν την παγίωση της Επανάστασης, έφεραν τα πρώτα δείγματα διχασμού και τριβών μεταξύ των επαναστατών. Το αποτέλεσμα ήταν ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος (Μάρτιος-Ιούλιος 1824), για να ακολουθήσει λίγο αργότερα ο δεύτερος (Οκτώβριος 1824-Μάρτιος 1825).
Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κατάσταση όταν τον Μάιο του 1824, έφτασαν για τους επαναστατημένους Έλληνες τα πρώτα δυσάρεστα νέα. Ο Ιμπραήμ είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια και ξεκινούσε την εκστρατεία του, περνώντας πρώτα από το Αιγαίο. Πρώτος σταθμός η Κρήτη, όπου η επανάσταση κατεστάλη χωρίς ισχυρή αντίσταση. Ακολούθησε η Κάσος, η οποία καταστράφηκε από τον αιγυπτιακό στόλο, ενώ, λίγο αργότερα, τα Ψαρά ερημώθηκαν από την οθωμανική μανία.
Και ενώ ο Ιμπραήμ απονεύρωνε μεθοδικά τα σημαντικότερα κέντρα της ελληνικής ναυτικής ισχύος, οι επαναστατημένοι Έλληνες τρωγόντουσαν μεταξύ τους, αγνοώντας τη πραγματική φύση της αιγυπτιακής απειλής. Τον Φεβρουάριο του 1925, πέφτει στα χέρια του Αιγύπτιου πασά η Μεθώνη και τρεις μήνες μετά, τον Μάιο, η Πύλος. Η προέλαση προς την πελοποννησιακή ενδοχώρα υπήρξε ταχεία. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, χάνεται η Τριπολιτσά και το Άργος. Το Ναύπλιο γλίτωσε χάρη στον στρατηγό Μακρυγιάννη, ενώ η Μάνη παρέμεινε αδούλωτη λόγω του ορεινού γεωγραφικού ανάγλυφου της περιοχής.
Ωστόσο, τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία του Πελοποννήσου είχαν περάσει στον έλεγχο του Ιμπραήμ, ο οποίος, άλλοτε με ωμή βία και άλλοτε με μεθόδους ανταμοιβής, καθίστατο κυρίαρχος του Μοριά. Την ίδια στιγμή, στο μέτωπο της Στερεάς Ελλάδας, η πτώση του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826, είχε επιχειρησιακές και ψυχολογικές συνέπειες για τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Έλληνες απώλεσαν τη σημαντικότερη βάση ανεφοδιασμού τους στον χώρο της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Παντού, οι άτακτες επαναστατικές ομάδες υποχωρούσαν, σημειώνοντας μόνο μικρές νίκες αμφίβολης σημασίας για την εξέλιξη του Αγώνα.
Ο τρόμος του Κολοκοτρώνη
Αρχές του 1827, η Επανάσταση ήταν μια σκιά χωρίς περιεχόμενο. Η απόβαση του Ιμπραήμ είχε αλλάξει την κατάσταση στην Πελοπόννησο μέσα σε λίγους μήνες και απείλησε, όσο τίποτα άλλο μέχρι τότε, την ύπαρξή της. Όπως αναφέρει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματα του: «εις τον καιρό του προσκυνήματος (εννοεί την τακτική της προσέγγισης των ντόπιων από τον Ιμπραήμ) εφοβήθηκα μόνο δια την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη, όπου ήλθε με τριάντα χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ, μόνο εις το προσκύνημα φοβήθηκα» (Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, σελ. 191).
Η Πράξη Υποταγής προς τη Βρετανία, η οποία υπεγράφη το καλοκαίρι του 1825 από το σύνολο της πολιτικής διοίκησης της Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου και του Κολοκοτρώνη, αντανακλούσε την απελπισία και το αδιέξοδο των επαναστατών. Η συνδυασμένη τουρκοαιγυπτιακή αντεπίθεση με σκοπό την επανάκτηση των επαναστατημένων περιοχών λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων της Πελοποννήσου.
Η λύτρωση από την αιγυπτιακή απειλή ήρθε τον Οκτώβριο του 1827 με την περίφημη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Σε αυτήν, οι ενωμένες συμμαχικές μοίρες Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας καταναυμαχούν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Οι απώλειες για τους Τουρκοαιγυπτίους ήταν 60 πλοία και 6.000 νεκροί, χωρίς οι Ευρωπαίοι να χάσουν κανένα πλοίο. Η ναυμαχία του Ναβαρίνου αποτελεί σταθμό για την Εθνεγερσία του 1821, διότι βοήθησε αποτελεσματικά στην εξουδετέρωση της απειλής που συνιστούσε ο Ιμπραήμ.
Αν υπάρχει κάποιο δίδαγμα από το παράδειγμα των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων μέσα στο διάβα του χρόνου, αυτό έχει να κάνει με την ανάγκη ύπαρξης ισχυρών περιφερειακών συμμαχιών, ως αντίβαρο στα τουρκικά σχέδια. Το 1821, η συμμαχία του Σουλτάνου με την Αίγυπτο παραλίγο να μας κοστίσει την εθνική μας ύπαρξη. Σήμερα, η ελληνοαιγυπτιακή προσέγγιση στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου λειτουργεί ως ένα επιπρόσθετο ανάχωμα (μαζί με το Ισραήλ) στην νέο-οθωμανική στρατηγική του Ερντογάν. Μπορεί η παρούσα πραγματικότητα να είναι διάφορη από κείνη της Επανάστασης, αλλά η Αίγυπτος συνεχίζει να είναι ένα ισχυρό πιόνι στην σκακιέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Δημοσίευση σχολίου